Μέσα σε εξαιρετικά σύντομο χρονικό διάστημα από την θέση του σε δημόσια διαβούλευση, το Σχέδιο Νόμου έχει αποδοκιμαστεί συλλήβδην από τους Δικηγορικούς Συλλόγους της χώρας, από τους Τομείς Ποινικών Επιστημών των Νομικών Σχολών της χώρας, από Επιστημονικές Ενώσεις με αντικείμενο το Ποινικό Δίκαιο, ακόμα και από μέλη των δικαστικών και εισαγγελικών αρχών. Οι παραπάνω αντιδράσεις είναι βέβαια απολύτως δικαιολογημένες, διότι πρόκειται για ένα όλως προβληματικό νομοσχέδιο.
Βασική φιλοσοφία που διατρέχει τις προτεινόμενες παρεμβάσεις – τροποποιήσεις επί του Ποινικού Κώδικα είναι η αυστηροποίηση του υφιστάμενου ποινικού πλαισίου με υποτιθέμενο στόχο τον περιορισμό της εγκληματικότητας και την καταπολέμηση του αισθήματος ατιμωρησίας. Με πρόσχημα, λοιπόν, την εκρίζωση της εγκληματικότητας, το σχέδιο Νόμου οξύνει ανεπίτρεπτα την ποινική καταστολή και ανατρέπει τις θεμελιώδεις αρχές του φιλελεύθερου ποινικού δικαίου. Στην κατεύθυνση αυτή προτείνονται οι εξής ουσιώδεις αλλαγές – τροποποιήσεις στον Ποινικό Κώδικα:
(1) Προβλέπεται η δυνατότητα επιβολής πλήρους ποινής επί απόπειρας και (απλής) συνέργειας, παρά την μειωμένης έντασης προσβολή που προκαλεί ο δράστης αυτών. Πρόκειται βέβαια για ενδοσυστηματική αντίφαση που εγείρει ζητήματα αντισυνταγματικότητας, καθώς παραγνωρίζει πλήρως τους ίδιους τους θεσμούς της απόπειρας και της συμμετοχής, καθώς και του μειωμένου αδίκου που θέτουν, αντιβαίνοντας στην αρχή της αναλογικότητας και στην αρχή της ενοχής.
Ο ίδιος ο νομοθέτης χρησιμοποιεί στην Έκθεση Συνεπειών του Σχεδίου Νόμου, ως σχετικό παράδειγμα αυτό του συνεργού που φωτίζει το χρηματοκιβώτιο επικουρώντας τον διαρρήκτη κατά την εκτέλεση της πράξης, χωρίς ωστόσο να θέτει το κλοπιμαίο στη διάθεση του αυτουργού, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατόν να τιμωρηθεί με την ποινή που προβλέπεται για την ολοκληρωμένη πράξη, δηλαδή ως διακεκριμένος (άμεσος) συνεργός.
Στο παράδειγμα αυτό της κλοπής που χρησιμοποιεί, λοιπόν, ο ίδιος ο νομοθέτης, υπάρχει ο κίνδυνος εάν ο φυσικός αυτουργός αποφασίσει να πυροβολήσει κατου ιδιοκτήτη του χρηματοκιβωτίου που τον καταλαμβάνει επ’ αυτοφώρω, σκοτώνοντάς τον, να τιμωρηθεί και ο απλός συνεργός της κλοπής με ισόβια κάθειρξη! Το παραπάνω βέβαια είναι δικαιοπολιτικά ανεπίτρεπτο.
(2) Αυξάνονται τα ανώτατα όρια πρόσκαιρης κάθειρξης από δεκαπέντε (15) σε είκοσι (20) έτη. Θα πρέπει, πάντως, να σημειωθεί ότι η παραπάνω τροποποίηση έχει μεγαλύτερη συμβολική ή άλλως επικοινωνιακή αξία παρά πρακτική σημασία, αφού σχετικές κακουργηματικές υποθέσεις θα αρχίσουν να εκδικάζονται μετά από πολλά έτη. Αντίθετα, η είδηση της αυστηροποίησης των ποινών εντυπώνεται άμεσα στον ακροατή της.
(3) Αυξάνονται τα ανώτατα και τα κατώτατα όρια της μειωμένης ποινής κατ’ άρθρο 83 ΠΚ. Επί της ουσίας ο νομοθέτης προσπαθεί να εξασφαλίσει ότι ακόμα και επί συνδρομής λόγου μείωσης ποινής (ελαφρυντικές περιστάσεις, απόπειρα, συνέργεια κλπ) ο δράστης θα εκτίσει πραγματικά την ποινή που θα του επιβληθεί, είτε εν όλω είτε εν μέρει και στα πλημμελήματα!
(4) Αυξάνονται τα ανώτατα όρια της συνολικής ποινής κατ’ άρθρο 94 ΠΚ.
(5) Καταργείται η ελαφρυντική περίσταση του πρότερου «σύννομου βίου» και επαναφέρεται το απροσδιόριστο κριτήριο του πρότερου «έντιμου βίου», γεγονός που θα καταστήσει την χορήγηση του εν λόγω ελαφρυντικού ως «φωτεινή εξαίρεση»!
(6) Επαναφέρεται ο θεσμός της μετατροπής των στερητικών της ελευθερίας ποινών, αλλά και ο θεσμός της παροχής κοινωφελούς εργασίας, τον οποίον ο ίδιος νομοθέτης είχε αναστείλει, για ποινές μέχρι δύο (2) ετών.
(7) Περιορίζεται δραματικά, και χωρίς δικαιοπολιτικό έρεισμα, ο θεσμός της αναστολής εκτέλεσης της ποινής κατά κανόνα σε ποινές ενός έτους και προβλέπεται η μερική αναστολή της ποινής σε ποινές έως τρία έτη, με σαφή στόχο την πραγματική έκτιση της ποινής, ακόμα και για ήσσονος σημασίας πλημμελήματα.
(8) Αυστηροποιούνται οι προϋποθέσεις της υφ’ όρον απόλυσης του καταδικασθέντος, με αποτέλεσμα να συρρικνώνεται το πεδίο εφαρμογής του θεσμού και συνεπακόλουθα αυξάνεται σημαντικά ο απαιτούμενος χρόνος έκτισης της ποινής για την χορήγηση της απόλυσης στην περίπτωση των ποινών φυλάκισης. Συγκεκριμένα, επί ποινών φυλάκισης, μέχρι πρότινος για την χορήγηση της υφ’ όρον απόλυσης ήταν απαραίτητο να είχαν εκτιθεί τα 2/5 της ποινής (είτε πραγματικά, είτε πλασματικά). Ωστόσο, πλέον, όπως ορίζεται στο νέο άρθρο 105 Β ΠΚ είναι απαραίτητη η έκτιση των 3/5 αυτής (εκ των οποίων τα 2/5 αφορούν σε πραγματικό χρόνο έκτισης), όπως ακριβώς προβλέπεται και επί πρόσκαιρης κάθειρξης.
Οι παραπάνω επιλογές του νομοθέτη έχουν ως αποτέλεσμα να δημιουργείται το εξής σχήμα: α) κατά κανόνα αναστολή των ποινών φυλάκισης έως ένα (1) έτος, β) έκτιση των ποινών φυλάκισης άνω του ενός (1) έτους και μέχρι δύο (2) έτη, πρωτίστως με εναλλακτικούς τρόπους έκτισης, ήτοι δια της μετατροπής σε χρηματική ποινή ή σε κοινωφελή εργασία, γ) μερική έκτιση των ποινών φυλάκισης μέχρι τρία (3) έτη (έκτιση από 30 ημέρες μέχρι 6 μήνες), και το σημαντικότερο: δ) πραγματική έκτιση των ποινών φυλάκισης άνω των τριών (3) ετών.
Επί της ουσίας, δηλαδή, στόχος του νομοθέτη είναι ο εγκλεισμός του δράστη στην φυλακή ακόμα και επί πλημμελημάτων!
Κινδυνεύουν, λοιπόν, με εγκλεισμό σε σωφρονιστικό κατάστημα, κατόπιν καταδίκης για οικονομικά αδικήματα πλημμεληματικής φύσεως, ακόμα και επιχειρηματίες και έμποροι.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του εμπόρου που καταδικάζεται για το αδίκημα της μη καταβολής χρεών κατ’ άρθρο 25 του Ν. 1882/1990. Εάν υπάγεται στην περίπτωση α’ της παρ.1, για την οποία απειλείται ποινή φυλάκισης τουλάχιστον 1 έτους (δηλαδή εάν τα χρέη του, συμπεριλαμβανομένων τόκων, προσαυξήσεων και λοιπόν επιβαρύνσεων, υπερβαίνουν το ποσό των 100.000 ευρώ, χωρίς να φτάνουν τις 200.000 ευρώ) και έχει προηγούμενες καταδίκες λόγω της εμπορικής του δραστηριότητας, στερείται αυτομάτως του δικαιώματος αναστολής.
Εάν δε τα χρέη του υπερβαίνουν τις 200.000 ευρώ -και συνεπώς υπάγεται στην παρ. 2 του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990 για την οποία απειλείται ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) ετών-, σε περίπτωση καταδίκης θα οδηγείται αυτομάτως στην φυλακή! Μονόδρομος, λοιπόν, για τον κατηγορούμενο καθίσταται η αναγνώριση ελαφρυντικού. Ωστόσο, όπως προαναφέρθηκε, ιδιαιτέρως δυσχερής καθίσταται και η αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων με το κρινόμενο Σχέδιο Νόμου.
Αντίστοιχο είναι και το παράδειγμα του νομίμου εκπροσώπου και του τεχνικού διευθυντή μιας εταιρείας (δηλαδή φυσικών προσώπων που κατέχουν ιθύνουσα θέση στο νομικό πρόσωπο), η οποία έχει διαπιστωθεί ότι ρυπαίνει (π.χ. εκπομπή ρύπων άνω των προβλεπόμενων στις οικείες περιβαλλοντικές διατάξεις ορίων).
Λόγω της αντικειμενικής ευθύνης που θεμελιώνεται στις παραγράφους 5.1. και 5.2. του άρθρου 28 του Ν. 1650/1986, τα πρόσωπα αυτά είναι συχνά εκτεθειμένα σε πολλαπλές διώξεις για πράξεις ρύπανσης ιδίως για το αδίκημα του εδαφίου α’ της παρ.2 του άρθρου 28 του Ν. 1650/1986 (ρύπανση τελεσθείσα εκ δόλου που αποτελεί την πλέον συνήθη αποδιδόμενη κατηγορία), το οποίο απειλεί ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός έτους ή και χρηματική ποινή 3.000,00 έως 60.000,00 ευρώ.
Σημειωτέον, ότι κατά κανόνα υπεύθυνοι για το ρυπαντικό αποτέλεσμα είναι κυρίως εργαζόμενοι της εταιρείας, χωρίς ο νόμιμος εκπρόσωπος ή ο τεχνικός διευθυντής να σχετίζονται άμεσα με αυτό, ελλείψει διαρκούς παρουσίας τους στις παραγωγικές εγκαταστάσεις της εταιρείας (π.χ. εργοστάσιο ή διυλιστήριο).
Σε περίπτωση, λοιπόν, δεύτερης καταδίκης για πράξη ρύπανσης, τότε οι διοικούντες το νομικό πρόσωπο, θα στερούνται του δικαιώματος αναστολής, εάν η πρώτη καταδίκη υπερβαίνει το ένα έτος, γεγονός εξαιρετικά πιθανό.
Μάλιστα, εάν το δικαστήριο τους επιβάλλει ποινή που υπερβαίνει τα δύο έτη (χωρίς να ξεπερνά τα τρία), και έτσι δεν μπορεί να μετατραπεί ούτε σε χρηματική, ούτε σε παροχή κοινωφελούς εργασίας, θα πρέπει να εκτίσουν μερικώς την ποινή για διάστημα από 30 ημέρες μέχρι 6 μήνες! Σημειωτέον ότι οι πολλαπλές διώξεις που επιφυλάσσει η τυπική ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου, καθιστούν εξαιρετικά δύσκολη την αναγνώριση ελαφρυντικού στο πρόσωπο του κατηγορουμένου, δυσχεραίνοντας έτι περαιτέρω την θέση του.
Τα παραπάνω, βέβαια, δεν έχουν εμπεδωθεί από την κοινή γνώμη.
Εν άλλοις λόγοις, δεν έχουν συνειδητοποιήσει οι πολίτες (και ιδίως όσοι δραστηριοποιούνται σε τομείς που ενέχουν επικινδυνότητα, ως προς την απόδοση ποινικών ευθυνών, όπως στα παραδείγματα που αναλύθηκαν ανωτέρω) ότι, αμέσως μετά την ψήφιση του νομοσχεδίου του Υπουργείου Δικαιοσύνης, θα είναι «υποψήφιοι» κρατούμενοι των σωφρονιστικών ιδρυμάτων της χώρας, έστω και για μικρό χρονικό διάστημα.
Ευκαιριακού χαρακτήρα είναι, βέβαια, και οι αλλαγές στο Ειδικό Μέρος του Ποινικού Κώδικα, οι οποίες ακολουθούν το ίδιο μοντέλο καταστολής, στην βάση μιας ακραίας τιμωρητικής λογικής. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν:
(α) Η κατακόρυφη αύξηση του κατώτατου ορίου φυλάκισης στην ανθρωποκτονία εξ’ αμελείας, από ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) μηνών σε ποινή φυλάκισης τουλάχιστον δύο (2) ετών. Η παραπάνω αλλαγή εκφράζει την κατασταλτική διάθεση του νομοθέτη, ο οποίος με αυτόν τον τρόπο φαίνεται να στερεί την διακριτική ευχέρεια του δικαστή να επιβάλλει ποινή ανάλογη της προσβολής, κατά την κρίση του.
(β) Η συμπερίληψη της παραβίασης ερυθρού σηματοδότη στις περιπτώσεις επικίνδυνης οδήγησης του άρθρου 290 Α ΠΚ, η οποία μπορεί να οδηγήσει ακόμα και σε κακουργηματικές ποινές.
Η προτεινόμενη αυτή τροποποίηση, η οποία αφορά στο σύνολο των οδηγών μέσων μεταφοράς, ήτοι σε ένα ιδιαιτέρως μεγάλο ποσοστό των πολιτών, είναι προβληματική, λόγω του ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο να αποδειχθεί η εκ δόλου και όχι η εξ’ αμελείας παραβίαση του σηματοδότη από τον οδηγό.
Η αποδεικτική αυτή δυσχέρεια είναι βέβαιο ότι στην πράξη θα λειτουργήσει εις βάρος του δράστη, αφού κάθε παραβίαση του σηματοδότη θα θεωρείται σκόπιμη (π.χ. για να φτάσει αυτός γρηγορότερα στον προορισμό του). Η απειλή δε ποινής κάθειρξης τουλάχιστον δέκα (10) ετών για την παραβίαση ερυθρού σηματοδότη, που είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο άλλου, είναι εξαιρετικά δυσανάλογη σε σχέση με αυτή καθ’ εαυτή την συμπεριφορά και, όπως προελέχθη, αφορά σε μεγάλο μέρος των πολιτών της χώρας.
(γ) Άκρως προβληματική είναι και η παράγραφος 6 του άρθρου 265 ΠΚ, η οποία προβλέπει τριπλή απαγόρευση, δηλαδή απαγόρευση αναστολής και μετατροπής της ποινής, καθώς και μη χορήγηση ανασταλτικού αποτελέσματος στην ασκηθησομένη έφεση, σε περίπτωση καταδίκης για το αδίκημα του εμπρησμού δάσους. Έτσι ένας υπερήλικας αγρότης, ο οποίος θα καταδικασθεί για το ως άνω αδίκημα, θα οδηγηθεί αμέσως, ήτοι πριν την εκδίκαση της έφεσής του, στην φυλακή.
Ιδιαίτερα ανησυχητική είναι και η προσθήκη της δήμευσης ως παρεπόμενης ποινής στο αδίκημα του εμπρησμού δάσους, τελεσθέν τόσο από αμέλεια όσο και από δόλο, με την προσθήκη του άρθρου 265Α ΠΚ.
Η εν λόγω δήμευση ουδεμία σχέση έχει με τις γνωστές μορφές δήμευσης του Ποινικού Κώδικα, ήτοι την δήμευση των άρθρων 68 και 76 ΠΚ, αφού δεν αφορά ούτε σε προϊόντα του εγκλήματος ή στο τίμημά τους, ούτε σε αντικείμενα επικίνδυνα για την δημόσια τάξη, αλλά στο σύνολο της περιουσίας του καταδικασθέντος πολίτη. Η προτεινόμενη αυτή τροποποίηση μπορεί, λοιπόν, να επιφέρει ανυπολόγιστη ζημία στην περιουσία του δράστη.
Ήδη από την απλή επισκόπηση των παραπάνω προτεινόμενων τροποποιήσεων αποδεικνύεται ότι το Σχέδιο Νόμου «εργαλειοποιεί» το Ποινικό Δίκαιο στην βάση μιας τιμωρητικής λογικής και μιας επικοινωνιακής πολιτικής, παραγνωρίζοντας όχι μόνο βασικές αρχές της ποινικής επιστήμης, αλλά και τα σωφρονιστικά δεδομένα της χώρας μας.
Η έλλειψη επαρκούς επιστημονικής επεξεργασίας του Σχεδίου Νόμου και οι πρόχειρες νομοθετικές επιλογές του προκαλούν βέβαια ανασφάλεια δικαίου, νομολογιακές αντινομίες και εν γένει αντιφάσεις και παράδοξα.
Πρωταρχικό μέλημα του νομοσχεδίου είναι ο εντυπωσιασμός του πολίτη μέσω της αυστηροποίησης του υφιστάμενου ποινικού πλαισίου, χωρίς όμως να υπάρχει ουσιαστικό αντίκρισμα στις προτεινόμενες ρυθμίσεις του.
Σε αντίθεση δε με την λανθασμένη εντύπωση που επιχειρεί να δημιουργήσει, ο ισχύων Ποινικός Κώδικας του έτους 2019 προφανώς και καταλείπει ευρύ περιθώριο εγκλεισμού του δράστη πλημμελήματος στην φυλακή, εφόσον όμως αυτό κριθεί σκόπιμο και αναγκαίο από τον δικαστή.
Είναι, λοιπόν, απολύτως βέβαιο ότι το Σχέδιο Νόμου θα αποτύχει να εκπληρώσει τον βασικό στόχο του, αδυνατώντας να καταπολεμήσει την εγκληματικότητα και επιφέροντας εν τέλει όχι την ποιοτική αναβάθμιση, αλλά την υποβάθμιση της ποινικής δίκης.
- Ο Ιωάννης Θ. Ηρειώτης, είναι Δικηγόρος – Αντιπρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων
Διαβάστε επίσης:
Θρασύβουλος Κονταξής: Ποινικοί Κώδικες – Ανάγνωσμα για λαϊκή κατανάλωση