Σε μια δημοκρατική κοινωνία η Δικαιοσύνη είναι υπέρτατη αξία και ένας από τους βασικότερους πυλώνες της. Με βάση την αυτονόητη αυτή παραδοχή, η εύρυθμη λειτουργία της αλλά και η διασφάλιση του κύρους της θα πρέπει να είναι αδιαπραγμάτευτη προτεραιότητα κάθε ευνομούμενης πολιτείας. Ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος δικαίου οφείλει να εξασφαλίζει στους πολίτες του την ακώλυτη, ορθή και προ πάντων έγκαιρη απονομή της δικαιοσύνης. Αντιθέτως, δεν είναι υπερβολικός ο ισχυρισμός, ότι ένα κράτος, στην κοινωνία του οποίου η πραγμάτωση του δικαίου συντελείται με αδιανόητες καθυστερήσεις, οδηγείται στο χείλος της θεσμικής πτώχευσης και υποβαθμίζεται σε διεθνές επίπεδο.
«Δικαιοσύνη που απονέμεται με καθυστέρηση τείνει να μην είναι Δικαιοσύνη» ανέφερε χαρακτηριστικά η πρόεδρος του Αρείου Πάγου σε πρόσφατο μήνυμά της απευθυνόμενη στους δικαστές της χώρας ενόψει του νέου δικαστικού έτους.
Είναι θλιβερό το ότι η Ελλάδα αντιμετωπίζει διαχρονικά τεράστιο πρόβλημα ως προς τους χρόνους απονομής της δικαιοσύνης. Το ζήτημα αυτό απασχολεί τουλάχιστον τα τελευταία 30 χρόνια την ελληνική κοινωνία και λειτουργεί ως ένα από τα βασικότερα αντικίνητρα της οικονομικής ανάπτυξη της χώρας. Από δικαιοσυγκριτικής απόψεως διαπιστώνεται με στατιστικά δεδομένα από τον ευρωπαϊκό χώρο, ότι η ελληνική δικαιοσύνη συγκαταλέγεται στις βραδύτερες της Ευρώπης.
Η παθογένεια αυτή συμπορεύεται με το φαινόμενο της αρνησιδικίας, έχει δε ως αποτέλεσμα να οδηγούνται σε απαξίωση ο θεσμός της δικαιοσύνης και των λειτουργών της και να δοκιμάζονται οι αντοχές των πολιτών που αναμένουν την έκδοση δικαστικών αποφάσεων. Η έκταση της βραδύτητας έχει πάρει τέτοιες διαστάσεις, ώστε να χρειάζονται κατά μέσο όρο 8 – 10 χρόνια μέχρι την έκδοση αμετάκλητης απόφασης, τόσο στην πολιτική και ποινική, όσο και στη διοικητική δίκη.
Όσοι υπηρετούμε τον χώρο της δικαιοσύνης, έχουμε γίνει τα τελευταία 20 χρόνια αποδέκτες αναρίθμητων εξαγγελιών για την επιτάχυνσή της. Πολυνομία, νέες διαδικασίες, νέοι κώδικες, παραγραφές αδικημάτων, υποχρεωτική εξώδικη επίλυση διαφορών κλπ. είναι τα συνήθη εργαλεία με τα οποία επιχειρήθηκε να σπάσει το «απόστημα» της βραδύτητας της απονομής του δικαίου στην Ελλάδα.
Ωστόσο, οι εν λόγω διαχρονικές προσπάθειες – όπως καταδεικνύεται εκ του αποτελέσματος – απέβησαν άκαρπες. Η βραδύτητα του δικαιοδοτικού έργου παραμένει, με χιλιάδες υποθέσεις να εκκρεμούν τόσο στα μεγάλα αστικά κέντρα, όσο και στις πόλεις της ελληνικής επαρχίας. Τα πινάκια των δικαστηρίων εξακολουθούν να επιβαρύνονται με υπεράριθμες υποθέσεις, ο προσδιορισμός των δικασίμων στις πρωτοείσακτες υποθέσεις μετά από 1-2 χρόνια παραμένει ο κανόνας, ενώ οι πολυάριθμες αναβολές δίνουν την «χαριστική βολή» στην θεμελιώδη επιταγή περί απονομής του δικαίου μέσα σε εύλογο χρόνο.
Τα αίτια της εν λόγω αποτυχίας είναι πολυσύνθετα και πολυεπίπεδα. Εκκινούν κατά την άποψή μας πρωτίστως από την έλλειψη οράματος διαμόρφωσης μιας σύγχρονης δικαιοσύνης ευρωπαϊκού κύρους. Ακολουθεί η έλλειψη γραμματειακής υποστήριξης δικαστών και εισαγγελέων, η ένδεια υλικοτεχνικών υποδομών και καταλήγουν στην «λίαν οικονομική» (σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες) πρόσβαση στην ελληνική δικαιοσύνη. Τα προαναφερόμενα, σε συνδυασμό με την πρόδηλη δικομανία που διακατέχει την νοοτροπία των Ελλήνων διαδίκων, η οποία, αντί να αποτρέπεται, συντηρείται και ενισχύεται από ορισμένους νομικούς παραστάτες των, έχουν υποβαθμίσει την ελληνική δικαιοσύνη και τους λειτουργούς της και αποτελούν πρόσκομμα για την προοπτική του εκσυγχρονισμού της.
Στην ελληνική κοινωνία είναι διάχυτη η αντίληψη – και δικαιολογημένα – ότι το ισχύον σύστημα με τις πολυετείς καθυστερήσεις εξυπηρετεί και «προστατεύει» de facto όσους παρανομούν, ενώ αφήνει έκθετους τους πολίτες που προσφεύγουν στη δικαιοσύνη για να δικαιωθούν. Ποιο αξιακό βάρος μπορεί να έχει η δικαίωση ενός πολίτη ή μιας εταιρείας σε μία αστική αντιδικία – έστω και μέσω της πλέον νομικά ορθής και αιτιολογημένης δικαστικής απόφασης – όταν αυτή περατώνεται αμετάκλητα μετά από 10 χρόνια; Ποια είναι άραγε η αξία μιας αμετάκλητης αθωωτικής απόφασης όταν επέρχεται με καθυστέρηση μιας δεκαετίας; Ικανοποιείται τελικά το κοινό περί δικαίου αίσθημα, όταν η καταδικαστική απόφαση εκδίδεται με πολυετή καθυστέρηση;
Το πρόσφατο νομοσχέδιο του Υπουργείου Δικαιοσύνης για την επιτάχυνση της ποινικής δίκης
Ειδικά στον χώρο της ποινικής δικαιοσύνης, η βραδύτητα της εφαρμογής του νόμου έχει ιδιαίτερη σημασία. Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται στην ελληνική κοινωνία μια ανησυχητική αύξηση των εγκλημάτων κατά της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας, της γενετήσιας ελευθερίας, των περιουσιακών δικαιωμάτων, της εγκληματικότητας των ανηλίκων κλπ. Η επιτάχυνση της δικαιοδοτικής λειτουργίας, σε συνδυασμό με την εξάλειψη του γενικότερου αισθήματος ατιμωρησίας που έχει εδραιωθεί στην συνείδηση του Έλληνα πολίτη, αποτελεί για το νομοθέτη υποχρέωση μείζονος σημασίας.
Στις 28 Δεκεμβρίου 2023 ολοκληρώθηκε η δημόσια διαβούλευση σχετικά με το σχέδιο νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης με τίτλο: «Παρεμβάσεις στον Ποινικό Κώδικα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας για την επιτάχυνση και την ποιοτική αναβάθμιση της ποινικής δίκης – Εκσυγχρονισμός του νομοθετικού πλαισίου για την πρόληψη και την καταπολέμηση της ενδοοικογενειακής βίας». Όπως αναφέρεται επί λέξει, σκοπός του νόμου είναι – μεταξύ άλλων – «η επιτάχυνση και η ποιοτική αναβάθμιση της ποινικής δίκης μέσω συγκεκριμένων παρεμβάσεων στον Ποινικό Κώδικα (Ν. 4619/2019) και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (Ν. 4620/2019)». Πρόκειται για την έβδομη κατά σειρά τροποποίηση του νέου Ποινικού Κώδικα και της νέας Ποινικής Δικονομίας μέσα σε 4 χρόνια.
Αναφορικά με το σκοπό της επιτάχυνσης της ποινικής δίκης, στην οποία και εστιάζουμε συνοπτικά παρακάτω, το σχέδιο νόμου προβλέπει κατά κύριο λόγο τα εξής:
⦁ περιορισμό των αναβολών,
⦁ διεύρυνση των εγκλημάτων που παραπέμπονται προς εκδίκαση χωρίς τήρηση της χρονοβόρας διαδικασίας των συμβουλίων,
⦁ ενθάρρυνση της διαδικασίας της ποινικής διαπραγμάτευσης με πρωτοβουλία του Εισαγγελέα, εφόσον το κρίνει σκόπιμο και στο στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης,
⦁ μεταφορά της δικαστηριακής ύλης του πλημμελειοδικείου και του εφετείου από πολυμελή σε ολιγομελή δικαστήρια.
Έχει χυθεί ήδη άφθονο μελάνι από έγκριτους και εμπειρότατους συναδέλφους για το περιεχόμενο του νομοσχεδίου. Σχετικά με την συμβολή των προτεινόμενων ρυθμίσεων στην επιτάχυνση της ποινικής διαδικασίας, η διασυνοριακή ενασχόληση του υπογράφοντος με ποινικές υποθέσεις στην Ελβετία και Γερμανία του επιτρέπουν να εισφέρει δικαιοσυγκριτικά τις κάτωθι παρατηρήσεις:
- Ο περιορισμός των αναβολών αξιολογείται ως ένα καταρχήν θετικό μέτρο. Ευκταίο θα ήταν τα αιτήματα αναβολών να υποβάλλονται πριν την δικάσιμο της υπόθεσης. Αυτό θα μπορούσε να υλοποιηθεί με την προσυνεννόηση μεταξύ της γραμματείας του δικαστηρίου και των συνηγόρων, ούτως ώστε να αποφεύγονται κατά το δυνατόν παράλληλες επαγγελματικές υποχρεώσεις των συνηγόρων την ημέρα της δικασίμου
Η εν λόγω πρόταση μπορεί μεν να φαντάζει «εξωπραγματική» για την ελληνική δικαστηριακή πράξη, πλην όμως αποτελεί καταξιωμένη πρακτική σε άλλες κεντροευρωπαϊκές χώρες και συμβάλει καθοριστικά στη μείωση των αναβολών. Το φαινόμενο της υποβολής αιτημάτων αναβολών αποκλειστικά και μόνο στο ακροατήριο με επιβεβλημένη την φυσική παρουσία των συνηγόρων, αποτελεί ελληνική «καινοτομία», με την οποία δυστυχώς έχουν συμβιβαστεί διαχρονικά οι λειτουργοί της, μολονότι γνωρίζουν ότι αυτό δεν εξυπηρετεί κανέναν παράγοντα της δίκης.
- Ένα δεύτερο καταρχήν θετικό στοιχείο που μπορεί να συμβάλει στην επιτάχυνση της ποινικής δίκης, είναι η συρρίκνωση της ενδιάμεσης διαδικασίας σε σημαντικό αριθμό κακουργημάτων, χωρίς δηλαδή την τήρηση της διαδικασίας των συμβουλίων. Ενδεικτικά και μόνο αναφέρουμε ότι σε άλλες χώρες, όπως π.χ. στη Γερμανία και στην Ελβετία, η παραπομπή του κατηγορούμενου σε δίκη διενεργείται αποκλειστικά από τον Εισαγγελέα, ο οποίος, μετά την ολοκλήρωση της ανακριτικής διαδικασίας και εφόσον υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής του, αιτείται την εισαγωγή της υπόθεσης σε δίκη απευθείας στο αρμόδιο δικαστήριο. Είναι πρόδηλο ότι με τη διαδικασία αυτή η εκδίκαση των υποθέσεων επιταχύνεται καθώς αποδεσμεύεται σημαντικός αριθμός δικαστών από τα συμβούλια. Η σημαντική διαφορά με το ελληνικό δικονομικό σύστημα έγκειται στο γεγονός ότι στις ανωτέρω χώρες ο Εισαγγελέας που εισηγείται την παραπομπή σε δίκη παραμένει ο ίδιος ως εισαγγελέας της έδρας του δικαστηρίου που θα εκδικάσει την υπόθεση. Η εν λόγω ρύθμιση – η οποία ενδεχομένως να επιδέχεται κριτικής – διασφαλίζει την επαρκή γνώση της υποθέσεως εκ μέρους του Εισαγγελέα (διότι την χειρίζεται από την αρχή) και κατά συνέπεια την προσήκουσα εκδίκασή της στο ακροατήριο του δικαστηρίου.
- Το ζήτημα του τεράστιου αριθμού υποθέσεων που εισάγονται στα ακροατήρια επιχειρείται να αντιμετωπισθεί με την ενίσχυση της ποινικής διαπραγμάτευσης από τον Εισαγγελέα και την διεύρυνση των δικαστηρίων μονομελών συνθέσεων.
Πράγματι, η ενθάρρυνση του θεσμού της ποινικής διαπραγμάτευσης, δηλαδή η επίτευξη «συμφωνίας» μεταξύ Εισαγγελέα και κατηγορούμενου για το πλαίσιο της επιβαλλόμενης ποινής σε συγκεκριμένες υποθέσεις, φαίνεται καταρχήν ότι είναι ένα πρόσφορο μέτρο που πρέπει να αξιοποιηθεί δεόντως στη δικαστηριακή πράξη ώστε να μην παραμείνει κενό γράμμα.
Η εμπειρία από άλλες ευρωπαϊκές χώρες, οι οποίες εφαρμόζουν ήδη επί σειρά ετών την ποινική διαπραγμάτευση στο στάδιο της προδικασίας, διδάσκει ότι σε υποθέσεις όπου η ενοχή του δράστη είναι εξαρχής πρόδηλη, η επιβολή της ποινής επιτυγχάνεται με συνοπτικές διαδικασίες. Τις περισσότερες δε φορές η εν λόγω «συμφωνία» προβλέπει ταυτόχρονη ικανοποίηση του θύματος χωρίς δικαιοκρατικές «εκπτώσεις» στα δικαιώματα του κατηγορούμενου. Εκτιμούμε ότι η επιτυχία του μέτρου θα είναι ακόμα μεγαλύτερη εάν το νομοσχέδιο ενισχύσει περαιτέρω τα κίνητρα αποδοχής της προτεινόμενης ποινής στο στάδιο της προδικασίας και περιορίσει τη δυνατότητα διαπραγμάτευσης της ποινής στο ακροατήριο του δικαστηρίου (όπως ισχύει de lege lata).
Ασφαλώς και δεν πρέπει να παραβλέψουμε ότι αναγκαία προϋπόθεση για να καθιερωθεί δεόντως ο θεσμός της διαπραγμάτευσης στην ελληνική δικαστηριακή πράξη είναι και η αλλαγή νοοτροπίας των συνηγόρων και Εισαγγελέων. Η παρωχημένη νοοτροπία ορισμένων συνηγόρων ότι «οφείλουμε» να αθωώσουμε παντί τρόπω τον ένοχο στο ακροατήριο ή ορισμένων Εισαγγελέων ότι πρέπει να καταδικάσουμε με την αυστηρότερη των ποινών τον κατηγορούμενο που ομολογεί και επιθυμεί να αποκαταστήσει το άδικο της πράξης του, δεν εξυπηρετεί την αποστολή της δικαιοσύνης και πρέπει να αλλάξει.
Τέλος, δεν πρέπει να αγνοήσουμε ότι για να ενθαρρυνθεί εμπράκτως ο θεσμός της διαπραγμάτευσης, θα πρέπει οι Εισαγγελείς να αποκτήσουν κάποτε και στην Ελλάδα γραφεία και γραμματειακή υποστήριξη. Δε νοείται να συζητούμε για λήψη μέτρων στην ποινική προδικασία και να φιλοδοξούμε να αφαιρέσουμε υποθέσεις από τα πινάκια των δικαστηρίων εάν δεν εξοπλίσουμε τους Εισαγγελείς και δεν τους εξισώσουμε υλικοτεχνικά με τους Ευρωπαίους συναδέλφους τους.
- Έντονο προβληματισμό δημιουργεί η πρόβλεψη του νομοσχεδίου σχετικά με τη διεύρυνση των μονομελών συνθέσεων των δικαστηρίων που θα εκδικάζουν κακουργήματα. Πέραν του ζητήματος της ορθοκρισίας που εύλογα αναφύεται όταν καλείται ένας δικαστής να κρίνει κακουργηματικές πράξεις, τίθεται και ζήτημα για το εάν το Μονομελές Εφετείο που προτείνεται να δικάζει σε δεύτερο βαθμό μπορεί να θεωρηθεί Ανώτερο Δικαστήριο από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο.
Ως εναλλακτική λύση στους προβληματισμούς των μονομελών συνθέσεων για την εκδίκαση κακουργημάτων, θα μπορούσε να εξεταστεί η διεύρυνση των μικτών ορκωτών δικαστηρίων, σύμφωνα με το δικονομικό πρότυπο άλλων χωρών. Είναι γεγονός ότι σε πολλές κεντροευρωπαϊκές χώρες (π.χ. Γερμανία, Αυστρία, Ελβετία) έχει δοκιμαστεί επιτυχώς ο θεσμός των τριμελών μεικτών δικαστηρίων, δηλαδή των δικαστηρίων που αποτελούνται από έναν τακτικό δικαστή και δύο παρέδρους (λαϊκούς δικαστές), οι οποίοι είναι απλοί πολίτες (χωρίς απαραίτητα να είναι νομικοί) και εκλέγονται με θητεία 5 ετών προκειμένου να στελεχώσουν τα μικτά δικαστήρια. Στη Γερμανία, για παράδειγμα, υπηρετούν σήμερα περίπου 38.000 λαϊκοί δικαστές (Schöffen) που στελεχώνουν ποινικά πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια δικαστήρια.
- Τέλος, το νομοσχέδιο θα μπορούσε να κάνει πιο αποφασιστικά βήματα προκειμένου να μειωθούν οι υποθέσεις που εισάγονται στα ακροατήρια των δικαστηρίων με τη διεύρυνση και την ενίσχυση της ποινικής διαταγής, δηλαδή την επιβολή ποινής σε πλημμελήματα από την Εισαγγελία και επικύρωση αυτής από το δικαστήριο χωρίς εκδίκαση της υπόθεσης στο ακροατήριο.
- Στη Γερμανία η ποινική διαταγή (Strafbefehl) εφαρμόζεται σε πλημμεληματικής πράξεις εδώ και 45 χρόνια. Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία εκδίδονται 550.000 – 650.000 ποινικές διαταγές ετησίως. Από τις συνολικά 5.000.000 δικογραφίες που σχηματίζονται στις γερμανικές Εισαγγελίες είναι χαρακτηριστικό ότι μόνο το 10% των υποθέσεων εισάγεται στα ακροατήρια των δικαστηρίων, ενώ το υπόλοιπο 90% περατώνεται στο στάδιο της προδικασίας.
- Στην Ελβετία περίπου 92% των πλημμελημάτων για τα οποία έχει ασκηθεί ποινική δίωξη περατώνονται με την έκδοση ποινικής διαταγής (περίπου 85.000 εκδίδονται σε ετήσια βάση). Τα στατιστικά στοιχεία επιβεβαιώνουν ότι 3 στους 4 κατηγορούμενους που καταδικάζονται σε ποινές φυλάκισης δεν έχουν εισέλθει σε δικαστική αίθουσα.
Σημειώνεται ότι όλες οι ανωτέρω διαδικασίες διεξάγονται με τη σύμπραξη συνηγόρων.
Τα στοιχεία που προαναφέρθηκαν καταδεικνύουν προδήλως γιατί στις ανωτέρω χώρες το ζήτημα της βραδύτητας της απονομής δικαιοσύνης (εν προκειμένω της ποινικής) δεν απασχολεί, αλλά ούτε απασχόλησε ποτέ στο παρελθόν. Επίσης, με τα ανωτέρω δεδομένα γίνεται άμεσα αντιληπτό γιατί τα πινάκια των δικαστηρίων στις χώρες αυτές αποτελούνται από μικρό αριθμό υποθέσεων και για ποιο λόγο οι δικαστές και οι Εισαγγελείς έχουν τη δυνατότητα της ενδελεχούς προετοιμασίας της κάθε υπόθεσης.
Εν κατακλείδι, το νομοσχέδιο του Υπουργείου Δικαιοσύνης επιχειρεί με τα μέτρα που σχολιάστηκαν να επιταχύνει τις δικαιοδοτικές διαδικασίες. Η προτεινόμενη διεύρυνση των αρμοδιοτήτων των μονομελών Εφετείων κρίνεται για τους λόγους που προαναφέρθηκαν καταρχήν ως προβληματική. Ως εναλλακτική πρόταση για την εκδίκαση των κακουργημάτων θα μπορούσε να εξετασθεί η επέκταση του θεσμού των Μικτών Ορκωτών Δικαστηρίων, όπως αυτός έχει καθιερωθεί σε άλλες ευρωπαϊκές έννομες τάξεις. Φρονούμε δε ότι για να εξασφαλιστεί αποτελεσματικά η επιτάχυνση των διαδικασιών θα πρέπει να ενισχυθούν έτι περαιτέρω οι θεσμοί της ποινικής διαπραγμάτευσης και διαταγής στην προδικασία, όλως ιδιαιτέρως σε εγκλήματα ήσσονος ποινικής απαξίας. Εάν τα ανωτέρω παραμείνουν αναξιοποίητα, το επίμαχο νομοσχέδιο θα αποτελέσει άλλη μία απρόσφορη απόπειρα πάταξης της βραδύτητας της ελληνικής δικαιοσύνης.
* Ο κ. Ηλίας Μπίσιας είναι Δικηγόρος Αθηνών, Ελβετίας κ΄ Γερμανίας, μέλος των Δικηγορικών Συλλόγων Αθηνών (Δ.Σ.Α.), Zυρίχης, Ελβετίας (ZAV, SAV), Φρανκφούρτης, Γερμανίας (RAK, DAV)
Διαβάστε επίσης:
Θεμιστοκλής Ι. Σοφός για Ποινικούς Κώδικες: Οι νέες ποινικές ρυθμίσεις ενός αδιαφανούς Κράτους
Πολυχρόνης Τσιρίδης: Θνησιγενείς οι παρεμβάσεις στους Ποινικούς Κώδικες
ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ
- Συνελήφθη κι άλλος αστυνομικός της Βουλής για ενδοοικογενειακή βία
- Κυριάκος Μητσοτάκης: «Η Ελλάδα κάνει σταθερά βήματα προόδου» – Τι είπε για τον εθισμό των νέων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης
- Βασίλης Κικίλιας: Ισχυρή σύσταση για αντιολισθητικές αλυσίδες σε ορεινές και ημιορεινές περιοχές καθ’ όλη τη διάρκεια των εορτών
- Καιρός: Νέο έκτακτο δελτίο επιδείνωσης – Ισχυρές καταιγίδες, θυελλώδεις άνεμοι και χιόνια τη Δευτέρα και την παραμονή Χριστουγέννων