Η χώρα μας έχει πικρή εμπειρία στο θέμα αυτό—οπότε και δίκαια ανησυχεί. Ας μην ξεχνάμε ότι έζησε μία δεκαετία λιτότητας προκειμένου –θεωρητικά– να μειωθεί ο λόγος του χρέους προς το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ).
Στο τέλος το χρέος αυξήθηκε, από το 116% του ΑΕΠ το 2009 στο 180% το 2019. Πρόκειται για την πιο κατηγορηματική απόδειξη ότι η μορφή της λιτότητας που επιβλήθηκε στην Ελλάδα δεν είναι αποτελεσματική. Ας σημειωθεί σχετικά, για να συνειδητοποιούμε τα μεγέθη, ότι στο τέλος του 2020, ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ είχε ξεπεράσει το 200%. Και αναφερόμαστε μόνο στο δημόσιο χρέος.
Φυσιολογικά, όταν τα χρέη συσσωρεύονται η πρώτη λύση του προτείνεται (από τους χρεώστες) είναι η διαγραφή τους. Και η πρώτη αντίδραση που καταγράφεται από τους πιστωτές είναι η κατηγορηματική άρνηση. Έτσι, ακούσαμε την επικεφαλής της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, να αποκλείει αυτήν την λύση, διότι αντιβαίνει στους κανόνες του οργανισμού.
Μόλις χθες, σε μία σειρά από άρθρα τέσσερις καταξιωμένοι Έλληνες οικονομολόγοι (Γ. Αλογοσκούφης, Ν. Χριστοδουλάκης και Γ. Γάτσιος- Δ.Α. Ιωάννου) ασχολήθηκαν με το θέμα. Προσωπικά, με άρθρο μου στις 9/2, σ’ αυτόν τον ιστότοπο είχα προτείνει την υιοθέτηση «μόνιμων» ομολόγων. Η τεχνική ονομασία είναι «ομόλογο στο διηνεκές» αλλά για λόγους εκλαΐκευσης επέλεξα τον μη δόκιμο αλλά πιο κατανοητό για τον πολύ κόσμο όρο «μόνιμο ομόλογο».
Και τα τρία άρθρα συμφωνούν στην βασική αρχή ότι η διαγραφή χρέους είναι περίπου αδύνατη. Μολονότι συμφωνώ, θα πρέπει να παρατηρήσω ότι το 2012 αν και με μεθόδους που διαδικασίες που δεν συνέφεραν την χώρα μας, έγινε διαγραφή ελληνικού χρέους ύψους περίπου 34 δις. ευρώ. Παράθυρο πάντα υπάρχει, δηλαδή.
Ο Γ. Αλογοσκούφης τάσσεται υπέρ της ήπιας προσαρμογής – δηλαδή της ήπιας λιτότητας. Αυτό συνέβη στην περίοδο 1994-2006, διότι από το 2007 και μετά η δημοσιονομική διαχείριση τινάχτηκε στον αέρα.
Δύο είναι τα προβλήματα: το ένα πολιτικό, καθώς πολύ δύσκολα θα δεχτεί η ελληνική κοινωνία τέτοια λύση, που επιπλέον την θεωρεί πολιτικά λαθεμένη και ιδεολογικά υποκινούμενη. Το δεύτερο, στο οποίο αναφέρεται και ο Αλογοσκούφης είναι ότι (οι επαΐοντες ας συγχωρέσουν την απλοποίηση) στην περίοδο της ήπιας λιτότητας, είναι απαραίτητο το κόστος του χρήματος (δηλαδή το επιτόκιο) να είναι πιο χαμηλό από το άθροισμα του ρυθμού ανάπτυξης και του πληθωρισμού.
Σήμερα είναι πολύ δύσκολο να προβλεφθεί η μελλοντική πορεία αυτών των μεγεθών – οι διαφωνίες μεταξύ των οικονομολόγων είναι μεγάλες και έντονες.
Οι Γάτσιος και Ιωάννου, κάνουν την απόλυτα εύστοχη και επίκαιρη παρατήρηση ότι η διαγραφή χρεών είναι η άλλη όψη της νομισματικής διευκόλυνσης που θα μπορούσε να είχε υιοθετήσει η ΕΚΤ. Δηλαδή, αντί να αγοράζει η ΕΚΤ ομόλογα και σε αντάλλαγμα να τυπώνει χρήμα, να δίνει απευθείας χορηγήσεις στους πολίτες και τις επιχειρήσεις, τυπώνοντας χρήμα. Το σημαντικό είναι ότι με την αγορά ομολόγων τα χρήματα περνούν από το χρηματοπιστωτικό σύστημα πριν καταλήξουν στους ιδιώτες. Αλλά, ο σύγχρονος καπιταλισμός δεν είναι τόσο άδολος. Όπως παρατήρησε σε πρόσφατο άρθρο της η M. Mazzucato, στο Η.Β. του 2017, από το σύνολο της στεγαστικής πίστης, το 80% γύρισε πίσω στον χρηματοπιστωτικό τομέα και μόνο το 20% πήγε στους ενδιαφερόμενους.
Αναγνωρίζοντας ότι αυτή η λύση είναι ανέφικτη, προτείνουν την έκδοση ομολόγων στο διηνεκές. Στην ίδια πρόταση ακριβώς καταλήγει και ο Νίκος Χριστοδουλάκης. Έχοντας προσωπικά υποστηρίξει αυτήν την λύση από τις 8 Φεβρουαρίου, θεωρώ ότι άλλη πράγματι δεν υπάρχει. Τουλάχιστον πολιτικά ρεαλιστική. Τώρα, αν χειροτερεύσει πολύ η κρίση, ίσως τα πράγματα να αλλάξουν.
Ταυτόχρονα, όμως, πιστεύω ότι το θέμα των συσσωρευμένων χρεών απαιτεί μία κάπως πιο ολιστική προσέγγιση. Είναι θέμα πρωτίστως πολιτικό και όχι οικονομικό, οπότε απαιτείται να επενδυθεί η τεχνοκρατική λύση με πολιτικό μανδύα.
Είναι σαφής η ιδεολογική εμμονή κυρίως της Γερμανίας και της Ολλανδίας όσον αφορά την ανάληψη χρέους για λογαριασμό του σπάταλου Νότου. Βέβαια, η ιδεολογία υποβαστάζεται και από το συμφέρον, διότι στην τελευταία δεκαετία έχουμε δει μεγάλη μεταφορά πόρων από τον Ευρωπαϊκό Νότο στον Ευρωπαϊκό Βορρά. Αυτή η τεράστια ενίσχυση της ανισότητας οφείλει να σταματήσει, γιατί είναι ανήθικη.
Οι νέες συνθήκες που διαμορφώνει ο κορωνοϊός, επιτρέπουν την δημιουργία μίας συμμαχίας του Νότου, με επικεφαλής την Ιταλία, και με στόχο να απαιτήσει και να αποσπάσει συμφωνία ως προς τρία βασικά θέματα:
- Την αντικατάσταση όλων των ομολόγων που έχουν εκδοθεί μέχρι τώρα καθώς και όσων θα χρειαστεί να εκδοθούν για δύο χρόνια μετά την επίτευξη της «ανοσίας της αγέλης» σε ομόλογα στο διηνεκές με μηδενικό ή πολύ χαμηλό (όχι πάνω από 0,5%) επιτόκιο. Είναι εξαιρετικά σημαντικό να μην αναστείλει η ιδεολογική στρέβλωση κατά της ελλειμματικής δημοσιονομικής πολιτικής την ανάκαμψη. Το πρόβλημα δεν είναι μόνο οικονομικό (η γρήγορη ανάκαμψη είναι πιο εύκολη από την σταδιακή) αλλά και έντονα πολιτικό: οι κρίσεις του 21ου αιώνα έχουν εντείνει τις ανισότητες σε σημείο όπου ελλοχεύουν δύο κίνδυνοι: η ροπή στον αυταρχισμό και η κοινωνική σύγκρουση. Η γρήγορη και στοχευμένη πρωταρχικά προς τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα ανάκαμψη θα αποτρέψει και τους δυο κινδύνους.
- Την κατάργηση του αυθαίρετων κριτηρίων του 60% του ΑΕΠ για το χρέος και του 2% για το πρωτογενές έλλειμμα, μέχρι να αποδειχθεί μέσω τεκμηριωμένων μελετών ότι αυτά τα δύο μεγέθη – θηλιά, έχουν οικονομική και όχι ιδεολογική βάση. Η συλλογική εθελοτυφλία και τυφλή υπακοή στα δυο αυτά θέματα θα πρέπει να καταγραφούν στο μέλλον ως το άκρον άωτο του άλογου.
- Την απόδοση στην ΕΚΤ της πρόσθετης ευθύνης να περιλαμβανεται στους σκοπούς της και στις αρμοδιότητες της όχι μόνο ο έλεγχος του πληθωρισμού αλλά και η επίτευξη ταχύρρυθμης ανάπτυξης. Στην ίδια ,λογική θα πρέπει να αποδειχθεί ότι το 2% ως ανώτατο επιτρεπτό όριο για τον πληθωρισμό έχει βάση και σχετικότητα στην σημερινή εποχή, και δεν αποτελεί άλλο ένα ιδεολογικό κατάλοιπο ξεπερασμένων αναλύσεων και ιδεολογιών.
Η μάχη της επόμενης ημέρας θα κερδηθεί ή θα χαθεί πρωταρχικά στα πολιτικά χωράφια –και όχι στα οικονομικά. Η οικονομική πολιτική του 21ου αιώνα είναι δέσμια ιδεολογιών που έχασαν την σημασία τους –αν την είχαν ποτέ. Είναι ένα άδειο τεχνοκρατικό κέλυφος, που «ξέχασε» ότι τα οικονομικά απευθύνονται σε ανθρώπους και όχι σε θεωρητικά συστήματα, που έχασε την διάσταση της πολιτικής οικονομίας του 18ου και του 190ου αιώνα.
Θα πρέπει να ελπίζουμε ότι στο πρωθυπουργικό περιβάλλον και ειδικά στην ομάδα του Αλέξη Πατέλη, οι σκέψεις αυτές δεν είναι ξένες.
Σήμερα δεν έχουμε οικονομική πολιτική, έχουμε αδηφάγο χρηματοπιστωτικό κανιβαλισμό.
Σήμερα, η οικονομία οφείλει να έχει πρωταρχικά πολιτικούς και κοινωνικούς στόχους και στην βάση αυτή να αποφασίζεται η άριστη κατανομή των πόρων και η άριστη μέθοδος υλοποίησης τους.
Το κράτος μόνο του δεν μπορεί – και γι’ αυτό απαιτείται μία πραγματική επανάσταση στον επιχειρηματικό τομέα. Αλλά, σ’ αυτό θα επανέλθω αύριο.