Έχουν περάσει αρκετές ημέρες από το δυστύχημα στα Τέμπη και η αμείλικτη επικαιρότητα έρχεται να περάσει ως πέπλο συσκότισης, ως υπνωτικό, ως μέσο λήθης. Το κρίσιμο θέμα με τα Τέμπη δεν ήταν αυτό καθ’ εαυτό το δυστύχημα αλλά το πώς φτάσαμε σ’ αυτό. Η απάντηση μάλλον καθυστερεί –αν θα έρθει ποτέ.
Αν θελήσουμε να ασκήσουμε αυτοκριτική, το βασικό αίτιο δεν είναι ούτε ο συνδικαλισμός, ούτε η απαράδεκτες επιχειρηματικές πρακτικές, ούτε καν το ίδιο το κράτος –ως ένα δυναμικό, αυτοδύναμο, αυτοανανεούμενο, με δική του ανεξάρτητη ζωή, σύστημα γραφειοκρατίας. Δεν υποστηρίζω ότι οι τρεις αυτές πλευρές δεν φέρουν ευθύνη. Βέβαια, φέρουν. Σε άλλο, βαθύτερα επίπεδο, όμως, η ευθύνη βαρύνει εμάς, το σύνολο, ως κοινωνία που κατά κύριο λόγο αδυνατεί να συμφωνήσει για το ποιο είναι το κοινό καλό.
Δεν είναι η στιγμή για μία αδιέξοδη συζήτηση για το αν η κοινωνία έχει μεταφέρει την άκριτη διχογνωμία ως μόνιμο χαρακτηριστικό στον πολιτικό κόσμο ή αν έχει συμβεί το αντίθετο. Το γεγονός είναι ότι, ιστορικά δεν έχουμε καταφέρει να βρεθούμε όλοι ενωμένοι κάτω από την σημαία ενός κοινού σκοπού. Δεν έχει βρεθεί στόχος που να μας ενώνει ή, ίσως, εμείς δεν θέλουμε να υιοθετούμε στόχο που μας ενώνει.
Στην Ελλάδα έχουν συμβεί γεγονότα που σε άλλες χώρες θα ήταν καθοριστικά για το μέλλον τους. Όχι απλά λόγω της δικής τους δυναμικής αλλά, πολύ περισσότερο, διότι η κοινωνία αναγνώρισε την φύση τους, εκτίμησε την σημασία τους, συνειδητοποίησε την ευκαιρία που έδιναν στο έθνος να αποκτήσει ισχυρότερους συνεκτικούς δεσμούς που θα λειτουργούσαν σε κοινό όφελος.
Είναι πολύ δύσκολο να βρεθούν τέτοια γεγονότα στην δική μας ιστορία. Με πολλούς συμβιβασμούς, μοναδική περίπτωση θα ήταν οι Βαλκανικοί Πόλεμοι. Ακόμη και στα μέσα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, εμείς βάζαμε τα φυτίλια που σύντομα θα υπέσκαπταν την Αντίσταση και θα αποτελούσαν την κλασσική θρυαλλίδα για την έκρηξη του Εμφυλίου.
Η παρατήρηση για την έλλειψη εθνικής ομόνοιας έχει γίνει αρκούντως συχνά, από πολλούς πνευματικούς και άλλους ανθρώπους, πιο εύλογα, πιο εύστοχα, πιο βαθυστόχαστα απ’ ότι σ’ αυτό το κείμενο. Η πρόσθετη παρατήρηση, όμως, που σήμερα οφείλουμε να καταθέσουμε στην συλλογική μνήμη, εστιάζεται στο γεγονός ότι, ενώ ο 21ος αιώνας καλπάζει από την μία κρίση στην άλλη, η ατομική και συλλογική επιβίωση εξαρτάται από την συλλογική πράξη ως λύση σε όλα τα επίπεδα: τοπικά, περιφερειακά, εθνικά, παγκόσμια.
Παράδειγμα, η τραπεζική κρίση του 2008/9, αλλά και η τρέχουσα χρηματοπιστωτική, που προς το παρόν φαίνεται να τίθεται υπό έλεγχο και να αποφεύγεται, ξανά προς το παρόν, η παγκόσμια εξάπλωση της, με μέτρα που δεν καν θεσμικά – ουσιαστικά ξεφεύγουν από το παγκόσμια αποδεκτό νομικό πλαίσιο.
Παράδειγμα, η παγκόσμια ψηφιακή επανάσταση με τον παγκόσμιο ψηφιακό διχασμό, όπου όλα τα κράτη αναζητούν εκείνη την πράξη ως λύση που θα αποτρέψει την περαιτέρω ανάδειξη του λαϊκισμού είτε της δεξιάς, είτε της αριστεράς.
Παράδειγμα, πιο ελληνικό, η διαχρονική αδυναμία μας να συμφωνήσουμε στο μοντέλο ανάπτυξης που μπορούσε να ακολουθήσει η χώρα μας, με αποτέλεσμα να χαθούν πολύτιμος χρόνος και πόροι — με κόστος που ακόμη πληρώνουμε
Κατά ένα παράδοξο, σχεδόν στρεβλό τρόπο, στα 200 χρόνια της ύπαρξης μας ως ανεξάρτητο κράτος είχαμε το περιθώριο να κάνουμε το λάθος να στηρίξουμε τον διχασμό. Και να επιζήσουμε. Σταδιακά το κόστος αυξάνονταν – αλλά και πάλι είχαμε περιθώρια να αγνοήσουμε – και να υποστούμε—τις συνέπειες της αδυναμίας μας να συστοιχηθούμε πίσω από ένα κοινό στόχο.
Σήμερα, τα περιθώρια έκλεισαν. Εξαντλήθηκαν. Όχι μόνο για εμάς. Παγκόσμια. Η κλιματική κρίση είναι το πιο προφανές παράδειγμα. Αν δεν μπορούμε μετά το δυστύχημα στα Τέμπη να συμφωνήσουμε, χωρίς πολιτικά τζαρτζαρίσματα που δεν οδηγούν πουθενά, όχι για τις επενδύσεις στις μεταφορές αλλά ούτε καν πότε και πως θα λειτουργήσουν τα τραίνα, το μέλλον δεν διαγράφεται ζοφερό. Διαγράφεται ως το απόλυτο σκότος.
Διαβάστε επίσης
Η κρίση του 2023: τίποτα δεν έχει κριθεί ακόμα