• Άρθρα

    Η σχέση της καθημερινότητας με την οικονομία

    Αντώνης Κεφαλάς

    Αντώνης Κεφαλάς


    Όταν η οικονομία πρώτα σταμάτησε την πτώση της και, στην συνέχεια, ξαναμπήκε στον δρόμο της ανάπτυξης, το έπραξε με βάση αυτά που ήξερε το συλλογικό της και θεσμικό της «εγώ»: την οικοδομή (που πήρε την πιο σύγχρονη μορφή του real estate), τον τουρισμό (με έμφαση τούτη την φορά στην προσέλκυση ατόμων με υψηλό εισόδημα) και ορισμένες βιομηχανικές μονάδες που είχαν καταφέρει να επιζήσουν.

    Με δεδομένο το επενδυτικό έλλειμμα, η πολιτική προσέλκυσης ξένων κεφαλαίων ήταν νομοτελειακή. Η οικονομική, πολιτική, συνδικαλιστική κληρονομιά της δεκαετίας 2010-2019 όπως και η μακρόχρονη δικαστική, δεν μπόρεσαν να ξεπεράσουν τους δισταγμούς των ξένων κεφαλαιούχων—μολονότι η πολιτική αλλαγή με τις θετικές ψυχολογικές συνέπειες της ήταν σημαντική. Άμεσες ξένες επενδύσεις – με εξαίρεση τους τομείς των data centres και των logistics δεν είδαμε. Αυτό που είδαμε ήταν την εντυπωσιακά αυξανόμενη παρουσία ξένου κεφαλαίου στο μετοχικό κεφάλαιο ελληνικών εταιρειών που ήδη υπήρχαν.

    Τα αποτελέσματα είναι, κατά κύριο λόγο, θετικά – για τους επενδυτές και την οικονομία. Όπως, όμως, έχει ήδη επισημανθεί από αρκετές πλευρές, η διάχυση των φρούτων της ανάπτυξης δεν συνεισφέρει στην αντιμετώπιση των ανισοτήτων. Αντίθετα, από την φύση της τις ενισχύει.

    Αυτή είναι η μία πλευρά του νομίσματος. Η άλλη πλευρά έχει ως αφετηρία την επιτακτική κοινωνική και, σε επέκταση, πολιτική ανάγκη να βελτιωθεί η λεγόμενη καθημερινότητα του πολίτη. Στην σύγχρονη κοινωνία η λέξη «καθημερινότητα» περιλαμβάνει την υγεία, την παιδεία, την στέγη, την κοινωνική ασφάλιση, την ασφάλεια ζωής και περιουσίας, τις σχέσεις του πολίτη με το κράτος.

    Ότι η χώρα μας ήταν ελλειμματική σε όλους τους παραπάνω τομείς πολύ πριν την κρίση του 2009/10 ήταν κοινό μυστικό. Ότι η αποφράς δεκαετία του 2010 χειροτέρεψε δραματικά την κατάσταση, επίσης. Ότι τα ελλείμματα κάπως σμίκρυναν, αλλά παραμένουν σχεδόν χαώδη είναι κοινή γνώση. Ότι η κυβέρνηση το αναγνωρίζει, ανησυχεί και έχει εκδηλώσει την πολιτική βούληση να τα αντιμετωπίσει είναι γενικά αποδεκτό.

    Η βελτίωση της σύγχρονης πραγματικότητας – όπως δηλαδή την αντιλαμβάνεται ο πολίτης του 21ου αιώνα με την τεχνητή νοημοσύνη και την κλιματική κρίση, απαιτεί πλέον τεράστιες επενδύσεις στις ανάλογες υποδομές. Κεφάλαια, δηλαδή, και νέα τεχνογνωσία. Είναι γεγονός ότι οι κοινοτικοί πόροι βοηθούν προς αυτήν την κατεύθυνση – όπως είναι επίσης γεγονός ότι δεν επαρκούν.

    Η εσωτερική αποταμίευση δεν μπορεί να βοηθήσει—δεν επαρκεί. Παρά τις μεγαλοστομίες του, το τραπεζικό σύστημα και δεν θέλει (το παίζει στα σίγουρα) και δεν μπορεί (ας είναι καλά η διάρθρωση των κεφαλαίων του σε συνδυασμό με την αναβαλλόμενη φορολογία), επομένως η μόνη λύση που θα μπορέσει να καλύψει ταυτόχρονα το θέμα του στρεβλού μοντέλου ανάπτυξης και των μεγάλων επενδύσεων σε υποδομές ώστε να βελτιωθεί ουσιαστικά η καθημερινότητα του πολίτη είναι η υιοθέτηση πολιτικής που στοχευμένα θα επιδιώκει να προσελκύσει άμεσες ξένες επενδύσεις –αποκλειστικά δηλαδή το λεγόμενο greenfield investment μέσω ΣΔΙΤ και όχι με πωλήσεις του 100% των μετοχών.

    Η πλεύση πώλησης μετοχών σε υπηρεσίες έφτασε στο τέλος της. Όχι πως δεν έχει άλλα περιθώρια. Έχει. Το θέμα είναι, όμως, πως έτσι δεν αλλάζει το μοντέλο. Κι αν δεν αλλάξει το μοντέλο, δεν θα αλλάξει και η καθημερινότητα.

    Διαβάστε επίσης

    Για το κοινό καλό ή για την προσωπική φιλοδοξία;



    ΣΧΟΛΙΑ