Τα οικονομικά αποτελέσματα της χρονιάς που πέρασε δεν εκπλήσσουν, βέβαια. Αν υπάρχει έκπληξη, είναι ότι δεν ήταν χειρότερα.
Όσο κι αν ήταν αναμενόμενη πτώση, η ψυχρή παράσταση των μεγεθών θα όφειλε να μας προβληματίσει για τα επόμενα βήματα μας.
Το κρίσιμο σημείο δεν είναι ούτε το έλλειμμα ούτε το χρέος. Είναι η πτώση του ΑΕΠ χονδρικά κατά 17 δισ. ευρώ, δηλαδή κατά 10%. Αυτό είναι το σημείο αναφοράς για την χώρα, αυτό είναι το ορόσημο που μας δείχνει την απόσταση που οφείλουμε να καλύψουμε στα επόμενα χρόνια.
Περάσαμε μία ολόκληρη δεκαετία όπου προσπαθούσαμε να μειώσουμε το έλλειμμα και το χρέος ελέγχοντας τις δαπάνες και τα έσοδα. Στην μικρότερη πίτα ο καθένας πολεμούσε να διατηρήσει το μερίδιο του. Γίναμε, έτσι, συγκρουσιακοί αντί για συνεργατικοί, λογιστές αντί για παραγωγοί, δημόσιοι υπάλληλοι αντί για δημιουργοί. Από εδώ και πέρα οφείλουμε να στραφούμε στην παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών, στην πραγματική οικονομία και όχι στις σοφιστείες της λογιστικής απεικόνισης.
Οφείλουμε να αυξήσουμε την παραγωγή και όχι τις εισαγωγές, να ενδιαφερθούμε για τα σίδερα, τα κτίρια και τα μηχανήματα και όχι για τις τιμές των μετοχών. Αν αυξήσουμε τον παρονομαστή του κλάσματος, δηλαδή το ΑΕΠ, όλα τα άλλα μεγέθη θα βελτιωθούν – από το έλλειμμα μέχρι το Χρηματιστήριο.
Στην χρονιά που πέρασε η κυβέρνηση έκανε το καλύτερο που μπορούσε για να μετριάσει τις επιπτώσεις της πανδημίας στην οικογένεια και την επιχείρηση. Υπολογίζοντας τα πράγματα λίγο «μπακάλικα», κάλυψε κάτι παραπάνω από το 60% της απώλειας.
Σε συνδυασμό με τις εξελίξεις της φετινής χρονιάς τα μεγέθη αποδεικνύουν επίσης ότι σοφά η κυβέρνηση δεν ξόδεψε μονομιάς όλα τα όπλα που είχε στην φαρέτρα της. Αναδεικνύουν, ταυτόχρονα, την ανευθυνότητα τόσο της κριτικής που έχει ασκήσει όσο και των προτάσεων που έχει κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ.
Ήδη, με το χρέος στο 205% του ΑΕΠ, βαδίζουμε για περαιτέρω αύξηση τουλάχιστον στο 210%. Αλλά ο ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται πως υποφέρει από σύνδρομο στέρησης και θεωρεί ότι τώρα η χώρα πρέπει να ξοδέψει όλα όσο ο ίδιος ως κυβέρνηση δεν κατάφερε να χαρίσει δεξιά και αριστερά (αν και προς τα αριστερά και σε ορισμένα μετερίζια δεν τα κατάφερε και τόσο άσκημα!).
Θα πρέπει να παρατηρηθεί, πάντως ότι, λόγω των ειδικών συνθηκών που επικρατούν πιο σωστή απεικόνιση της πραγματικής κατάστασης της οικονομίας θα έδινε η αναφορά στο εθνικό εισόδημα και όχι στο ακαθάριστο εγχώριο προϊόν.
Καταρχάς, το ΑΕΠ δεν υπολογίζει τις αποσβέσεις. Την απώλεια αξίας λόγω χρόνου, χρήσης και τεχνολογίας του κεφαλαίου – κτίρια, μηχανήματα κλπ. Σε εποχή γρήγορης τεχνολογικής προόδου, αυτή η απώλεια είναι ταχεία και σημαντική. Εμμένοντας στο ΑΕΠ ως σημείο αναφοράς δημιουργείται λάθος εντύπωση για την πραγματική αξία του κεφαλαίου που διαθέτει η οικονομία. Ιδιαίτερα στην Ελλάδα, αυτό είναι κατ’ εξοχή πρόβλημα μετά από δέκα χρόνια χαμηλής επενδυτικής δραστηριότητας που καλά-καλά δεν κάλυπτε τις αποσβέσεις.
Το ΑΕΠ δημιουργεί λάθος εντυπώσεις για έναν ακόμη λόγο: δεν λαμβάνει υπόψη ροές κερδών. Αυτό είναι σημαντικό για τη χώρα μας, καθώς ένα ολοένα και μεγαλύτερο μέρος της οικονομίας περνά σε χέρια εκτός Ελλάδος. Μπορεί, λοιπόν, να υπάρχει υψηλό ΑΕΠ –με την έννοια της εγχώριας παραγωγής αγαθών και υπηρεσιών—αλλά χαμηλό εισόδημα, καθώς θα υπάρχει ροή κερδών και κεφαλαίων στα χέρια των μη Ελλήνων ιδιοκτητών.
Στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης, των λαθεμένων πολιτικών των δανειστών μας και της δικής μας άρνησης να προχωρήσουμε σε μεταρρυθμίσεις, η αλλαγή ιδιοκτησίας ήταν –και παραμένει—αναπόφευκτη.
Ας αρχίσουμε, όμως, να βλέπουμε σοβαρά και να αποδίδουμε την σημασία που έχει το μέγεθος του εθνικού εισοδήματος. Διαφορετικά παρασυρόμαστε σε λάθος συμπεράσματα και ακόμη πιο πολύ σε λάθος διαδρομές. Ιδιαίτερα, τώρα, που θα αρχίσει η χρησιμοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης.