Ο φόβος κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζιτών είναι ακριβώς αυτός: να μην «ξεφύγουν» οι προσδοκίες, να μην διαχυθεί ο φόβος ότι ο πληθωρισμός ήρθε για να μείνει και μάλιστα αυξανόμενος, οπότε οι πάντες θα προσπαθούν να αυξήσουν το ονομαστικό τους εισόδημα προκειμένου να μην υποστούν σημαντική μείωση στο βιοτικό επίπεδό τους. Μία τέτοια τάση είναι που δημιουργεί τις λεγόμενες «δευτερεύουσες επιπτώσεις» ή, αλλιώς, τον φαύλο κύκλο μεταξύ αυξήσεων των αμοιβών και αυξήσεων του πληθωρισμού.
Το πρόβλημα είναι ότι, όπως έχουμε γράψει πολλές φορές, η άνοδος του πληθωρισμού που βιώνει σήμερα η παγκόσμια οικονομία οφείλεται σε παράγοντες που είναι πραγματικοί και όχι χρηματοπιστωτικοί: η γεωπολιτική σύγκρουση όπου η ενέργεια και τα τρόφιμα χρησιμοποιούνται ως όπλο, τα προβλήματα στις εφοδιαστικές αλυσίδες και η κλιματική αλλαγή.
Τις επιπτώσεις αυτών των προβλημάτων της πραγματικής οικονομίας επιχειρούν να αντιμετωπίσουν οι κυβερνήσεις και οι κεντρικές τράπεζες δημιουργώντας περιοριστικές χρηματοπιστωτικές συνθήκες. Δεν εθελοτυφλούν, βέβαια. Αναγνωρίζουν ότι για να υπάρξει κανάλι μετάδοσης ανάμεσα στην πραγματική και την χρηματοπιστωτική οικονομία, η ανάπτυξη θα πρέπει να μετατραπεί σε ύφεση – χωρίς να γνωρίζουν καν πως τα σχετικά μεγέθη θα εξελιχθούν.
Στη φάση αυτή, λοιπόν, μπορούμε μόνο να διακρίνουμε ανάμεσα στην πιο επιθετική πολιτική που ακολουθούν οι ΗΠΑ, ο Καναδάς και το Η.Β. και την πιο χαλαρή της Ευρωπαϊκής κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ). Όλοι, όμως, επιδεικνύουν μία μορφή αυτοσυγκράτησης καθώς επιχειρούν εγχείρημα που δεν έχει πετύχει μέχρι τώρα: να βρουν εκείνο το ύψος του κόστους χρήματος που επαρκεί για να συγκρατήσει τον πληθωρισμό χωρίς να ρίξει την οικονομία σε ύφεση.
Ο υπολογισμός είναι περίπου αδύνατος – η Lagarde της ΕΚΤ έμμεσα το παραδέχτηκε. Η εκτίμηση πάντως είναι ότι κυμαίνεται στο φάσμα 0,5% έως 1%– σε πραγματικά μεγέθη, αφού δηλαδή αφαιρεθεί ο πληθωρισμός.
Σε τελευταία ανάλυση υιοθετείται έτσι μία μορφή του περίφημου fine tuning (τότε μεταξύ νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής) για το οποίο οι Κεϋνσιανοί οικονομολόγοι τόσο κατηγορήθηκαν από τους μονεταριστές—με την διαφορά ότι το fine tuning τώρα επιχειρείται με όπλο μόνο το επιτόκιο.
Η συγκρατημένη στάση των κεντρικών τραπεζών προκύπτει με σαφήνεια από το γεγονός ότι τα πραγματικά επιτόκια παραμένουν αρνητικά στην Ε.Ε. (με την Γερμανία ως ορόσημο) και είναι μόλις θετικά (στο επίπεδο του 1%) στις ΗΠΑ.
Οι περαιτέρω εξελίξεις θα εξαρτηθούν σε σημαντικό βαθμό από παράγοντες που δεν ελέγχονται χρηματοπιστωτικά. Σε πρώτο πλάνο είναι η ικανότητα της Ευρώπης να ξεπεράσει τον Ρωσικό ενεργειακό εκβιασμό. Σε δεύτερο, ο βαθμός στον οποίο η ταυτόχρονη συγκράτηση της ζήτησης και το πέρασμα του χρόνου θα συνεισφέρουν στην επίλυση μέρος των προβλημάτων των εφοδιαστικών αλυσίδων. Σε τρίτο πλάνο, από την ψυχολογία των εργαζομένων – αν θα γυρίσουν στην αγορά πολλοί από αυτούς που εγκατέλειψαν κι αν θα εκτιμήσουν ότι ο πληθωρισμός δεν θα είναι ξανά ένα μόνιμο φαινόμενο όπως, π.χ., στην δεκαετία του 1980.
Το βασικό κανάλι μετάδοσης και εγκαθίδρυσης του φαύλου κύκλου είναι βέβαια οι αμοιβές. Κι αυτές, με την σειρά τους θα ικανοποιούνται πιο εύκολα σε οικονομίες με χαμηλή ανεργία—κι αυτές είναι οι πιο επιρρεπείς να υποκύψουν στην ψυχολογία της πληθωριστικής προσδοκίας.
Στην πράξη, τα κέντρα λήψης αποφάσεων είναι παγιδευμένα – απλά διότι δεν υπάρχει τρόπος να υπολογιστούν με ακρίβεια οι επιπτώσεις. Στην ουσία, όλα έχουν υιοθετήσει την θέση «περίμενε να δεις». Οι βιαστικές αποφάσεις του Trichet to 2008/9 δεν έχουν, εξάλλου, ξεχαστεί.
Η προοπτική είναι, λοιπόν, για συγκρατημένη στάση των κεντρικών τραπεζών (η διαφορά π.χ. ανάμεσα σε FED και ΕΚΤ δεν ανάγεται σε χάσμα) με λελογισμένες αυξήσεις αν και όταν χρειαστεί. Η ΕΚΤ επιχειρεί τούτη την στιγμή με την σχετικά ξαφνική αύξηση στο 0,75% να δημιουργήσει ένα σοκ που θα αποθαρρύνει την πληθωριστική προσδοκία. Η FED εντέχνως διαδίδοντας ότι θα ακολουθήσει σκληρή πολιτική.
Εκτός κι αν έχουμε έντονα αρνητικές εξελίξεις στο γεωπολιτικό μέτωπο, αυτή είναι η γραμμή που επικρατεί και θα παραμείνει.
Σε σημαντικό βαθμό, πάντως, το θέμα είναι ψυχολογικό: αν η Ευρώπη πεισθεί ότι μπορεί να ξεπεράσει τον Ρωσικό εκβιασμό και να επανέλθει σε διάστημα διετίας σε σημαντικό βαθμό ομαλότητας, τότε το 2023 θα δει μικρή ύφεση και το 2024 επαναφορά στην ανάπτυξη. Στην αντίθετη περίπτωση θα χρειαστούν μεγάλες αυξήσεις στα επιτόκια για να ελεγχθεί ένας καλπάζων πλέον πληθωρισμός.
Διαβάστε επίσης
Η ιδεολογική ευελιξία και ρεαλισμός των ΗΠΑ
ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ
- Κωνσταντίνος Αργυρός – Αλεξάνδρα Νίκα: Εξιτήριο από το μαιευτήριο με τον νεογέννητο γιο τους – Οι πρώτες τους δηλώσεις [εικόνες – βίντεο]
- Χάρης Βαφειάς (Stealthgas): Κέρδη ρεκόρ 55,7 εκατ. δολαρίων
- Diana Shipping (Σεμίραμις Παληού): Μειωμένα έσοδα και κέρδη
- Xclusiv: Αυξήθηκαν οι τιμές των φορτηγών πλοίων – Mειώθηκαν οι ναύλοι