Οι δημοσκοπήσεις (με πιο πρόσφατη αυτή της Pulse) δείχνουν με σαφήνεια ότι η Ν.Δ. διατηρεί τις δυνάμεις της, ο ΣΥΡΙΖΑ συνεχίζει την πτωτική του πορεία, το ΠΑΣΟΚ έχει μεν περάσει στη δεύτερη θέση αλλά παραμένει πάντα σε χαμηλά επίπεδα και στα υπόλοιπα κόμματα η εικόνα δεν αλλάζει. Η πολιτική σκηνή παραμένει έτσι παγωμένη.
Έχοντας εισάγει μία από τις πιο έντονες μεταρρυθμιστικές περιόδους της μεταπολίτευσης, η κυβέρνηση δεν χάνει την στήριξη που πήρε στις εκλογές του Ιουλίου. Η ισχύς της οφείλεται ουσιαστικά στο γεγονός ότι κανένα από τα άλλα κόμματα δεν είναι σε θέση να αποσαφηνίσει την ιδεολογική του ταυτότητα και να αποκτήσει βάση για να κτίσει την δική του πρόταση εξουσίας.
Τα αίτια είναι διαφορετικά για το κάθε κόμμα. Ιδιαίτερα, όμως, για τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ έχουν το κοινό χαρακτηριστικό του εγκλωβισμού τους αφενός στο παρελθόν τους, αφετέρου στην παγίδα να προσδιορίζονται με αναφορά στη Ν.Δ. Καθώς η κυβέρνηση έχει αναγάγει την πολιτική τριγωνοποίηση σε υψηλή τέχνη, τα βάρη από το παρελθόν δεν αφήνουν κανένα από τα δύο πιο σημαντικά (για «μεγάλα» δεν μιλάμε) κόμματα της αντιπολίτευσης είτε να εκμεταλλευτεί τις αδυναμίες αυτής της στρατηγικής (29/12/23) είτε την υιοθέτηση της από τα ίδια.
Η ισχυρή πολιτικό-κοινωνική στήριξης προς την κυβέρνηση Μητσοτάκη έρχεται σε αντιπαράθεση με τις εικόνες διαμαρτυρίας και βίας που βιώνουμε τούτες τις ημέρες. Η εξέλιξη ήταν αναπόφευκτη (30/12/23) ως αναπόφευκτο αποτέλεσμα της τριγωνοποίησης. Είναι η αχίλλειος πτέρνας της και, ταυτόχρονα, το ισχυρότερο χαρτί της. Κι αυτό διότι οι συμμαχίες που δημιουργούνται κάθε φόρα ενάντια σε μία μεταρρύθμιση είναι προσωρινές και ετερόκλητες. Τη μία ημέρα στηρίζονται στο αριστερό κατεστημένο κατά των ξένων ιδιωτικών πανεπιστημίων, την άλλη στη δεξιά κατά του γάμου των ομοφυλόφιλων, την τρίτη σ’ ένα απροσδιόριστο σύνολο δεξιών και αριστερών κατά των εξοπλιστικών προγραμμάτων κοκ.
Έχουμε πολλές φωτιές να δούμε στους δρόμους, πολλά συλλαλητήρια, πολλές διαδηλώσεις, πολύ βία. Είναι η ώρα της κόλασης, της σύγκρουσης ιδεολογιών και προκαταλήψεων, της ημιμάθειας και της ιδιοτέλειας.
Πρόκειται για συμμαχίες ειδικών συμφερόντων και ιδεοληψιών με συγκολλητική ουσία την αντίσταση σε συγκεκριμένη μεταρρύθμιση – οπότε και την διάλυση τους μόλις η μεταρρύθμιση περάσει. Στην κυβέρνηση εναπόκειται να μην χάσει την ψυχραιμία της και την βούληση της, αλλά, επίσης, να μην αφήσει την γραφειοκρατία να υπονομεύσει την μεταρρύθμιση εκ των έσω: με τυπικές καθυστερήσεις, εγκυκλίους που γράφονται και ξαναγράφονται, με υπουργικές αποφάσεις που δεν εκδίδονται, με… αρμόδια όργανα που δεν εφαρμόζουν τα προβλεπόμενα.
Στην κυβέρνηση, όμως, επίσης εναπόκειται να μην κάνει λάθη που την μειώνουν ως προς τις προθέσεις της και την αποτελεσματικότητα της. Αν τα αυτιά ακούνε και τα μάτια βλέπουνε, τότε θα συνειδητοποιούσε ότι η κοινωνία δεν θέλει την χρυσή βίζα διότι έχει αρνητικές πολιτισμικές και οικιστικές επιπτώσεις. Ότι διαφωνεί με απολύσεις συμβασιούχων (που στην ουσία εργάζονται ως μόνιμοι) χωρίς να υπάρχει η παραμικρή έγνοια για το αύριο – π.χ. προσφορά εναλλακτικής απασχόλησης. Ότι οι γεωργοί δικαίως διαμαρτύρονται, όχι μόνο λόγω της κοινής αγροτικής πολιτικής αλλά επειδή για δεκαετίες τώρα όλες οι κυβερνήσεις τους εξαγοράζουν με επιδόματα, επιχορηγήσεις, προνόμια και δεν ασχολούνται με τον εκσυγχρονισμό του πρωτογενούς τομέα και την επιθυμητή κοινωνική αποδοχή των ανθρώπων που παράγουν.
Με τα πολιτικά της νώτα καλυμμένα η κυβέρνηση έχει την άνεση να ασχοληθεί με προβλήματα που αν δεν αντιμετωπιστούν – όπως η γεωργία—θα οδηγήσουν τη χώρα σε νέα αδιέξοδα. Ή, όπως η εμμονή σε ένα τόσο παραδοσιακό για την Ελλάδα και ξεπερασμένο για την Ευρώπη πρότυπο ανάπτυξης. Ή, τέλος, με την μη εξασφάλιση μίας καλύτερης ισορροπίας ανάμεσα στην κυριαρχία της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και του κρατικού παρεμβατισμού. Η ελεύθερη αγορά από μόνη της δεν έλυσε ποτέ κανένα πρόβλημα – γι’ αυτό η δημοκρατία απαιτεί ισχυρούς ανεξάρτητους θεσμούς.
Διαβάστε επίσης
Επτά ερωτήσεις για την καθημερινότητα του πολίτη