Η εβδομάδα αυτή θα μπορούσε να αποδειχθεί κρίσιμη για την παγκόσμια οικονομία. Καταρχάς, αντί να υπάρξει μία συμφωνημένη από τους θεσμούς ομόφωνη βροντοφωνία για τις αντοχές του τραπεζικού συστήματος είχαμε τις ΗΠΑ να διαβεβαιώνουν για την ασφάλεια του, το ΔΝΤ να προειδοποιεί για την ανάγκη επαγρύπνησης και την ΕΚΤ να παραμένει ουσιαστικά σιωπηλή.
Η εξέλιξη δεν είναι πάντως παράδοξη – διότι ο δρόμος που πρέπει να ακολουθηθεί δεν είναι σαφής. Από ένα περιβάλλον άπλετης ρευστότητας και χαμηλών επιτοκίων, οι κεντρικοί τραπεζίτες και οι κυβερνήσεις βρέθηκαν στην ανάγκη να αυξήσουν τα επιτόκια προκειμένου – ακολουθώντας πάντα την κλασσική συνταγή—να ελέγξουν τον πληθωρισμό.
Για να θυμηθούμε, μάλιστα, την μορφή του οικονομικού περιβάλλοντος μετά την κρίση του 2008/9, το επιτόκιο είχε γίνει μηδενικό (αρνητικό σε πραγματικούς όρους) και ο ρυθμός ανάπτυξης αναιμικός, οπότε οι κεντρικές τράπεζες λειτουργώντας πλέον ως παραρτήματα των κυβερνήσεων τους κατέφυγαν στη άφθονη παροχή ρευστότητας, αγοράζοντας κρατικά και ιδιωτικά ομόλογα, άσχετα με την ποιότητα τους. Αυτή ήταν η πρακτική που έγινε αρχικά γνωστή ως helicopter money και στην συνέχεια, μετά την κρίση του covid-19 ως Β-52 money (από το μεγάλο βομβαρδιστικό αεροπλάνο των ΗΠΑ).
Το πρόβλημα ήταν ότι οι κεντρικές τράπεζες αγόραζαν τα ομόλογα χρησιμοποιώντας βραχυχρόνιες πιστώσεις (overnight reserves) – γεγονός που μείωνε την χρονική ωρίμανση του χρέους, όπως και των στοιχείων ενεργητικού της κεντρικής τράπεζας. Κι ενόσω οι κεντρικές τράπεζες αύξανε την ρευστότητα, οι εμπορικές τράπεζες χρηματοδοτούσαν τα αποθεματικά τους με καταθέσεις όψεως, μειώνοντας έτσι την χρονική ωρίμανση των υποχρεώσεων τους.
Έτσι, όταν ήρθε η στιγμή όπου για διάφορους λόγους αποφασίστηκε ότι μετά από 30 χρόνια ο πληθωρισμός αποτελούσε και πάλι πρόβλημα και οι αρμόδιοι προχώρησαν σε αύξηση των επιτοκίων, και από το ένα πρόβλημα έπεσαν στο άλλο. Από μία περίοδο όπου ουσιαστικά κυριαρχούσε η δημοσιονομική πολιτική (ο όρος που χρησιμοποιείται σήμερα είναι fiscal dominance) και επιχειρήθηκε η επαναφορά της κυριαρχίας της νομισματικής πολιτικής—χωρίς να δοθεί σημασία στον χρηματοπιστωτικό τομέα.
Η προσοχή των αρμοδίων ήταν, λοιπόν, στραμμένη στα μακροοικονομικά μεγέθη – τον πληθωρισμό, το επίπεδο ανεργίας, την διαφορά ανάμεσα στο τρέχων και το δυνητικό επίπεδο παραγωγής. Τώρα, η κρίση ξέσπασε σε άλλο επίπεδο.
Με την τρέχουσα ορολογία, υπάρχει η προοπτική να περάσει η οικονομία από την περίοδο της δημοσιονομικής κυριαρχίας σ’ αυτήν της χρηματοπιστωτικής (financial dominance), όπου οι κεντρικές τράπεζες δεν υπακούουν στα κελεύσματα των υπουργείων οικονομικών αλλά σ’ αυτά των αγορών. Προστίθεται, έτσι, ένα ακόμη πρόβλημα: η αύξηση των επιτοκίων επιβάλλει μεγαλύτερο βάρος στα χώρες που έχουν ήδη υψηλό χρέος (ιδιαίτερα δημόσιο) και χειροτερεύει έτι περισσότερο τις ανισότητες κάθε μορφής.
Το αποτέλεσμα είναι πως δεν υπάρχει ομοφωνία ως προς την αντιμετώπιση του προβλήματος. Εξάλλου, ενώ μία κεντρική τράπεζα μπορεί να αλλάξει κατεύθυνση σχετικά εύκολα και γρήγορα, δεν συμβαίνει το ίδιο με το τραπεζικό σύστημα –με αποτέλεσμα να αυξάνεται η εξάρτηση του από την κεντρική τράπεζα για την εξασφάλιση ρευστότητας. Αυτό ακριβώς συνέβη στο Η.Β. με την κρίση των ασφαλιστικών εταιρειών τον Οκτώβριο του 2022, αλλά το πάθημα δεν έγινε και τόσο κατανοητό.
Από μία οπτική γωνία, η οικονομία είναι ανάμεσα στην προοπτική από τη μία πλευρά να προσφέρει ρευστότητα με συνέπειες, μεταξύ άλλων την επιτάχυνση της φούσκας που έχει ήδη δημιουργηθεί καθώς και του πληθωρισμού και από την άλλη να περιορίσει την ρευστότητα όπως είχε ξεκινήσει να κάνει, επιταχύνοντας έτσι την χρηματοπιστωτική αναστάτωση και χειροτερεύοντας τις ανισότητες – με όποιες κοινωνικές και πολιτικές προεκτάσεις.
Στην παρούσα φάση, υιοθετώντας την πολιτική της συνέχισης των αυξήσεων στα επιτόκια και της διασφάλισης των καταθέσεων, οι αρμόδιοι προσπαθούν να δώσουν ταυτόχρονα την εικόνα ότι εμμένουν στην μάχη κατά του πληθωρισμού και, παράλληλα, θεωρούν το χρηματοπιστωτικό σύστημα ισχυρό, ασφαλές, υγιές, σταθερό.
Η αγωνία θα συνεχιστεί. Υπάρχει, όμως, μία έκβαση που σταδιακά θα πρέπει να αντιμετωπιστεί ως αναπόφευκτη: η σημαντική επιβράδυνση της οικονομίας, όποια και να είναι η έκβαση της σημερινής κρίσης. Αν η κρίση χειροτερεύσει η συγκεκριμένη εξέλιξη θα είναι νομοτελειακή. Αν τεθεί σε κάποιο έλεγχο, οι τράπεζες θα είναι πολύ λιγότερο φειδωλές σε δάνεια και οι κεντρικές τράπεζες στην παροχή ρευστότητας.