Η γκρίνια είναι το μεγάλο εθνικό χαρακτηριστικό μας. Ως πολίτες έχουμε τον φθόνο, αλλά αυτό είναι άλλου παπά ευαγγέλιο. Γκρινιάζουμε γιατί έχουμε δακτύλιο, γκρινιάζουμε που δεν έχουμε. Γκρινιάζουμε για τον εμβολιασμό, γκρινιάζουμε για τους μη εμβολιασμένους. Γκρινιάζουμε που η κυβέρνηση ακούει τους ειδικούς, γκρινιάζουμε που δεν τους ακούει.
Δεν θα συνεχίσω με τα παραδείγματα – είναι ατέλειωτα. Σημασία έχει ότι η γκρίνια αποτελεί εύφορο πεδίο για διχασμό. Και από διχασμούς έχουμε χορτάσει.
Βέβαια, συγκεκριμένες δυνάμεις προσβλέπουν σ’ αυτόν. Ο διχασμός της περιόδου 2010-1019 μας έφερε κυριολεκτικά στο χείλος του γκρεμνού. Κάποια μέρα θα πρέπει να μάθουμε τι ακριβώς έγινε και άλλαξε γνώμη ο Αλέξης Τσίπρας προχωρώντας στην γνωστή κυβίστηση με το δημοψήφισμα. Αλλά, κατά κύριο λόγο, ο διχασμός που υπέθαλψε τον έφερε στην εξουσία.
Σήμερα η χώρα βαδίζει ταχέως σε νέο διχασμό με αφορμή την πανδημία. Μία μειοψηφία έχει αποφασίσει στο όνομα της δημοκρατίας να επιβάλει το δικό της θέλω—αδιαφορώντας ακόμη για τον δικό της θάνατο. Φαίνεται ότι δεν έχουμε αποβάλει ακόμη το σύνδρομο του Χορού του Ζαλόγγου.
Ύπουλα ο ΣΥΡΙΖΑ δεν τάσσεται μαζί της. Απλά χαιρέκακα καυτηριάζει την κυβερνητική διαχείριση, που αναπόφευκτα κάπου θα χωλαίνει, και επενδύει στην ακατάσχετη γκρίνια του Έλληνα που ποτέ δεν είναι ευχαριστημένος με κάτι, για την άγρα ψήφων. Η κριτική από τον πάγκο του προπονητή στο γήπεδο είναι πάντα εύκολη. Η εκ των υστέρων ακόμη ευκολότερη.
Ορθά τον χαρακτήρισε ο πρωθυπουργός γυρολόγο της δυστυχίας. Διότι, αυτή η κυβέρνηση έχει με το μέρος της ένα σημαντικό επίτευγμα: χρησιμοποιεί τα σύγχρονα όπλα της τεχνολογίας, ακούει προσεκτικά τις απόψεις των ειδικών και στην συνέχεια λαμβάνει πολιτικές αποφάσεις. Ακολουθεί, δηλαδή, ένα «προσές» που ενδείκνυται για μία σύγχρονη χώρα.
Η αμιγής τεχνολογική προσέγγιση – ας πούμε μία που βασίζεται στην τεχνητή νοημοσύνη (ΑΙ) μόνο, θα μπορούσε να υποστηρίξει με ακράδαντα στοιχεία (data) ότι η χώρα οφείλει να προχωρήσει σε lock down. Στην εκάστοτε κυβέρνηση εναπόκειται να αποφασίσει το ανθρώπινο (οπότε και το οικονομικό) κόστος μίας τέτοιας πρότασης και να πράξει ανάλογα.
Εδώ βρίσκεται η διαφορά ανάμεσα στην σημερινή κυβέρνηση και την αντιπολίτευση. Ο ΣΥΡΙΖΑ, για παράδειγμα, προσπαθεί να εκμεταλλευτεί τις ανεπάρκειες στα μέσα μαζικής μεταφοράς. Ο υπουργός υποδομών Κώστας Αχ. Καραμανλής απάντησε με συγκεκριμένα νούμερα που δείχνουν την τεράστια προσπάθεια που έχει γίνει για να διορθωθούν μερικά από τα χάλια που άφησε ο ΣΥΡΙΖΑ. Όπως, ότι έχει αυξηθεί κατά 55% ο στόλος των λεωφορείων που κυκλοφορούν στην Αθήνα. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ενδιαφέρεται για τα στοιχεία – πολύ λιγότερο για τις δικές του ευθύνες. Απλά επιχειρεί να εκμεταλλευτεί την γκρίνια του πολίτη, ακίζοντάς την.
Το ενδιαφέρον είναι ότι η κοινωνία δείχνει τάσεις απογαλάκτισης από την αιώνια γκρίνια της. Παρά το σημαντικό ενδιαφέρον που συγκεντρώνει η μάχη για την αρχηγία του ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ , οι δημοσκοπήσεις εξακολουθούν να δίνουν σημαντικό προβάδισμα στη Νέα Δημοκρατία – τόσο στην πρόθεση ψήφου, όσο πολύ περισσότερο στην παράσταση νίκης.
Είναι απορίας άξιον πότε ο ΣΥΡΙΖΑ θα κατανοήσει το απόλυτο αδιέξοδο της στρατηγικής του – κακέκτυπη αντιγραφή της περιόδου 2012-2015; Το πρόβλημα δεν λύνεται με την δημιουργία ομάδας συμβούλων – όλοι τους άξιοι κατά τεκμήριο και γνώση. Αποτελούν στην μεγάλη τους πλειοψηφία ξένο φυτώριο, αποκομμένο από το κύριο σώμα του κόμματος—την ιδεολογία του και τους ανθρώπους του.
Θα όφειλε ο Αλέξης Τσίπρας να είχε ζητήσει την γνώμη του Κώστα Σημίτη. Θα είχε πολλά να του πει για τακτικές αυτής της μορφής.
Αν ο ΣΥΡΙΖΑ δεν καταφέρει να τσιμπήσει δημοσκοπικά τώρα που η κυβέρνηση βρίσκεται στο ναδίρ της αποτελεσματικότητας της ( φωτεινές εξαιρέσεις υπάρχουν) τότε είναι καταδικασμένος να ζήσει όπως ο ασπάλακας.