Ενώ η πανδημία θερίζει ζωές και καταστρέφει οικονομίες, η Bundesbank επιχειρεί να προκαταλάβει θέσεις και καταστάσεις, ζητώντας να τεθούν αυστηροί κανόνες για το ευρωπαϊκό χρέος και τις υποχρεώσεις που θα αναλάβουν τα κράτη μέλη.
Η θέση της Γερμανικής κεντρικής τράπεζας παρουσιάζεται με αρκετή λεπτομέρεια σε άρθρο που δημοσιεύεται στο περιοδικό της τον Δεκέμβριο του 2020.
Ουσιαστικά υποστηρίζει ότι τα δάνεια που θα λάβει το κάθε κράτος-μέλος της Ε.Ε. πρέπει να προστεθούν στο εθνικό δημόσιο χρέος και το κόστος εξυπηρέτησης τους να υπολογιστεί στο έλλειμμα.
Η Budesbank βασίζει την θέση της στο γεγονός ότι η αρχική εισροή των πόρων από τα ευρωπαϊκά ταμεία θα δείξουν βελτίωση της δημοσιονομικής εικόνας, χωρίς αυτό να ισχύει στην πραγματικότητα. Επιπλέον, μετά την απορρόφηση όλων των πόρων και το τέλος των προγραμμάτων στήριξης, θα αρχίσει η αποπληρωμή και το βάρος της θα χειροτερεύσει την δημοσιονομική εικόνα.
Η κεντρική τράπεζα προϋποθέτει ότι θα παραμείνουν σε ισχύ οι δημοσιονομικοί κανόνες που υπήρχαν πριν το ξέσπασμα της πανδημίας. Από το κείμενο είναι προφανές πως δεν την απασχολεί τόσο το θέμα του χρέους, διότι οι σχετικοί κανονισμοί δεν έχουν ουσιαστικά εφαρμοστεί ποτέ μέχρι τώρα. Η αναφορά είναι στον όρο ότι το δημόσιο χρέος δεν πρέπει να ξεπερνά το 60% του ΑΕΠ κι αν είναι πάνω από το ποσοστό αυτό, το κράτος -μέλος οφείλει να ακολουθεί σαφή πολιτική μείωσης του – το ελάχιστο είναι 0,5% του ΑΕΠ το χρόνο.
Ο φόβος της Bundesbank εστιάζεται στην λαθεμένη όπως την χαρακτηρίζει εικόνα που θα δημιουργηθεί με τις εισροές. Παραθέτει μάλιστα παράδειγμα, όπως στο διάγραμμα που ακολουθεί σχετικά με την επιρροή των επιχορογήσεων, όπου συμπεριλαμβάνεται και η χώρα μας. Δείχνει, δηλαδή, πως οι επιδοτήσεις αρχικά βελτιώνουν την δημοσιονομική εικόνα αλλά στην συνέχεια η θετική επίπτωση τους εξαφανίζεται – οπότε προκύπτουν τα προβλήματα. Διότι, δάνεια και επιδοτήσεις θα βελτιώνουν το σήμερα μεταφέροντας τα βάρη στο αύριο.
Πριν την πανδημία το συνολικό ευρωπαϊκό χρέος ανερχόταν σε μόλις 260 δις. ευρώ. Σήμερα ανέρχεται σε 1,3 δις. ευρώ που αναλύεται ως εξής: 240 δις, στο ESM, 100 δις. στο SURE, 750 στο NGEU συν 200 δις. που συγκεντρώνει η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων για δάνεια στα κράτη-μέλη.
Το ποσό των 750 δις. αναλύεται σε 360 δις. για δάνεια, 310 δις. για επιχορηγήσεις που δεν αποπληρώνονται και ακόμη 80 δις. σε επιχορηγήσεις στο αποκαλούμενο Resilience and Recovery Fund, που προέρχονται από τον προϋπολογισμό της Ε.Ε. Επειδή τα ποσά αυτά είναι σε τρέχουσες τιμές του 2018 και προβλέπεται προσαρμογή κατά 2% το χρόνο, η τράπεζα εκτιμά ότι το ποσό θα ανέλθει σε 795 δις στο τέλος του 2021 και θα φτάσει τα 820 δις. το 2026. Επίσης υπολογίζει ότι η απορρόφηση των κονδυλίων θα τρέχει με ετήσιο ρυθμό 10% και όχι 6% που εκτιμά η Επιτροπή οπότε το πρόγραμμα θα έχει ολοκληρωθεί το 2026 και όχι το 2028.
Η θέση της Γερμανικής ορθοδοξίας προβληματίζει, σε δύο επίπεδα.
Αν τα χρέη και η εξυπηρέτηση τους ενταχθούν στον κανονικό κρατικό προϋπολογισμό, θα πρέπει από την αρχή να υπολογιστεί μία ροή μελλοντικών πληρωμών κεφαλαίου και τόκων σε βάθος 30 ετών. Μία τέτοια πρόβλεψη είναι ουσιαστικά αδύνατη –αν θέλουμε να είναι και ρεαλιστική.
Αλλά, σε πλαίσιο οικονομικής πολιτικής, αυτή η θέση συνεπάγεται σταδιακή προσαρμογή στο συσσωρευμένο χρέος, οπότε και σφιχτή δημοσιονομική πολιτική. Δηλαδή, το ακριβώς αντίθετο από αυτό που θα χρειάζεται η κοινωνία. Η πανδημία έχει φέρει καταστροφές που θα αποκαλυφθούν μετά την απόσυρση των μέτρων στήριξης και σε βάθος τριετίας τουλάχιστον. Ήδη, οι εκτιμήσεις για ανάκαμψη αναθεωρούνται προς το χειρότερο καθώς η πανδημία με τις μεταλλάξεις της δεν λέει να υποχωρήσει εύκολα και γρήγορα.
Η ανάκαμψη λοιπόν, θα είναι δύσκολη και αργή, την στιγμή όπου ο κόσμος θα έχει ανάγκη να περπατήσει η οικονομία με γοργούς ρυθμούς για να επιζήσουν οι επιχειρήσεις και να ανακάμψουν οι οικογένειες. Επιπλέον, οι φιλελεύθερες κυβερνήσεις θα οφείλουν να αφιερώσουν σημαντικούς πόρους για να αναβιώσει το κοινωνικό κράτος, με ιδιαίτερη έμφαση στη δημόσια υγεία, και να προετοιμαστούν οι υποδομές για την κλιματική αλλαγή.
Η σταδιακή προσαρμογή κινδυνεύει στην καλύτερη περίπτωση να μας εγκλωβίσει σε χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και στην χειρότερη να μας οδηγήσει σε ανάκαμψη τη μορφής Κ – όπου ένα μικρό μέρος της κοινωνίας θα ευημερεί και η μεγάλη πλειοψηφία θα ζει στην ένδεια.
Ο Γερμανικός δρόμος θα εντείνει τις οικονομικές ανισότητες, θα αυξήσει τις εθνικές διαφορές και θα θέσει σε κίνδυνο την Ένωση. Η λύση οφείλει να αναζητηθεί σε κατευθύνσεις που θα προσφέρουν πολύτιμο χρόνο και προϋποθέσεις για ταχεία ανάπτυξη.
Η συνολική αναδιάρθρωση των χρεών της πανδημίας με την έκδοση ομολόγων στο διηνεκές είναι η άριστη. Εναλλακτικά μπορεί να αποφασιστεί η μη εφαρμογή των κανόνων του Συμφώνου Ανάπτυξης και Σταθερότητας για μία σοβαρή χρονική περίοδο, π.χ. για μια επταετία. Στην ίδια λογική εύκολα θα μπορούσε να αποφασιστεί ότι οι προϋπολογισμοί δημοσίων επενδύσεων δεν προσμετρώνται ούτε στο χρέος ούτε στο έλλειμμα.
Το θέμα είναι ουσιαστικά πολιτικό: η σύναψη συμμαχιών που θα υποχρεώσουν την γερμανική οικονομική ορθοδοξία να υποχωρήσει. Διαφορετικά θα διακυβεύεται το μέλλον της Ευρώπης. Κανένα κράτος-μέλος του Νότου δεν είναι διατεθειμένο να υποστεί ξανά την μεταφορά πόρων από το Νότο στον Βορά.