Η οικονομία είναι στην πρώτη γραμμή (πριν, μαζί ή μετά την υγεία, η κοινωνία μας δεν το έχει ξεκαθαρίσει). Ήταν ήδη ευάλωτη. Η νέα μετάλλαξη θα μπορούσε δυνητικά να φέρει από ήπιες έως ριζικές αλλαγές.
Οι επόμενες εβδομάδες, λοιπόν, μετράνε πολύ. Αν η μετάλλαξη είναι επικίνδυνη, κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει ένα νέο lockdown, ιδίως αν τα υπάρχοντα εμβόλια δεν προσφέρουν επαρκή προστασία. Και κανένας δεν μπορεί να μην συνειδητοποιεί τις οικονομικές επιπτώσεις.
Στο μέτωπο της υγείας, η σημερινή αντίδραση του πρωθυπουργού είναι ενδεικτική του τι θα μπορούσε να ακολουθήσει.
Δεν θα αναφερθώ στην αντίδραση Τσίπρα-ΣΥΡΙΖΑ. Μέχρι χθες ζητούσε τον υποχρεωτικό εμβολιασμό των Σωμάτων Ασφαλείας. Σήμερα, καταδικάζει τον υποχρεωτικό εμβολιασμό των άνω των 60 – αυτών δηλαδή που έχουν τις μεγαλύτερες πιθανότητες να νοσήσουν βαριά.
Στο μέτωπο της οικονομίας, η λεπτή ισορροπία στην οποία βρίσκεται δεν μπορεί παρά να προβληματίζει.
Με το 2021 να βαδίζει προ το τέλος του, η προσοχή στρέφεται στο 2022. Ένα θέμα που λίγοι έχουν συνειδητοποιήσει είναι η μεγάλη εξάρτηση από τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης. Αρκεί να παρατηρηθεί ότι χωρίς αυτά τα κεφάλαια και τις επενδύσεις που θα υλοποιήσουν, ο ρυθμός ανάπτυξης δεν θα ήταν (ως πρόβλεψη) 4,5% αλλά 1,6%.
Μετά, δηλαδή, την απότομη ανάκαμψη σε σχήμα V, η οικονομία θα έπεφτε σε πολύ πιο χαμηλά επίπεδα σε σύγκριση με φέτος, και η πορεία της ανάπτυξης θα ήταν ένα βαθύ σχήμα της τετραγωνικής ρίζας.
Ένας δεύτερος παράγων είναι η δημοσιονομική διαχείριση. Αν λάβουμε υπόψη μας τα τελευταία στοιχεία από τον προϋπολογισμό και το πρόγραμμα σταθερότητας, το πρωτογενές έλλειμμα εκτιμάται ότι θα μειωθεί από -7,3% του ΑΕΠ το 2021 στο -1,2% το 2022. Καλό αυτό για τις αγορές και τους δανειστές αλλά για την κοινωνία σημαίνει ότι η δημοσιονομική επέκταση περιορίζεται κατά 6.1 μονάδες ή κατά περίπου 11 δισ. ευρώ. Τα λεφτά θα είναι λιγότερα, δηλαδή.
Τρίτος παράγων είναι η λαθεμένη εντύπωση που δίνεται με τον προϋπολογισμό δημοσίων επενδύσεων—καθώς είναι κυριολεκτικά φορτωμένος με δαπάνες που μπορούν ευρύτερα να χαρακτηριστούν ως καταναλωτικές. Αυτός ήταν, εξάλλου, ο κύριος λόγος για την άνοδο του το 2021: περιλαμβάνει την δαπάνη για πολλά μέτρα στήριξης.
Δεν υποστηρίζω ότι μπορούσε να γίνει αλλιώς. Αλλά, ως κοινωνία ας μην τρέφουμε αυταπάτες.
Στο πλαίσιο αυτό δύο θέματα αποκτούν μεγάλη σημασία.
Το μάλλον ελάσσων είναι οι αποφάσεις που θα ληφθούν από την Ε.Ε. και την ΕΚΤ σχετικά με την δημοσιονομική και νομισματική πολιτική. Η συνέχιση της χαλάρωσης των αυστηρών (και μη δικαιολογημένων) όρων του Συμφώνου Ανάπτυξης κα Σταθερότητας και η διατήρηση των προγραμμάτων προσφοράς ρευστότητας της ΕΚΤ, επηρεάζουν την χώρα μας σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό απ’ ότι τα περισσότερα κράτη-μέλη της ευρωζώνης. Για την Ελλάδα, το σημερινό status quo είναι η καλύτερη δυνατόν κατάσταση.
Συγκριτικά, το μείζον θέμα, όμως, είναι η ικανότητα τόσο του δημόσιου όσο και του ιδιωτικού τομέα να αξιοποιήσουν στο μέγιστο τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης. Τα χάλια της δημόσιας διοίκησης (και σ’ αυτήν περιλαμβάνονται η Τοπική Αυτοδιοίκηση και οι διοικήσεις των Περιφερειών) δεν έχουν τελειωμό. Από το ΕΦΚΑ μέχρι την συσσώρευση επενδυτικών σχεδίων στα συρτάρια της Περιφέρειας, το ζήσαμε και το ζούμε καθημερινά.
Ταυτόχρονα, οι έρευνες που δείχνουν ότι ο ιδιωτικός τομέας θέλει τα χρήματα του Ταμείου για να αποπληρώσει τρέχουσες υποχρεώσεις υποδηλώνουν τα χάλια της άλλης πλευράς.
Η κυβέρνηση θα πρέπει να αναλάβει ένα τιτάνιο έργο για να μην πάνε στράφι τα χρήματα αυτά. Η ευάλωτη ισορροπία της ελληνικής οικονομίας το απαιτεί. Κι ας μην στηρίζεται στους καλούς βαθμούς που έδωσε η Επιτροπή. Όπως φάνηκε σε podcast του ερευνητικού ινστιτούτου Bruegel, σχεδόν όλες οι χώρες πήραν βαθμολογία άριστα (Α) σχεδόν σε όλα τα σχέδια που υπέβαλλαν.
Ο κίνδυνος της σπατάλης και της εκτροπής πόρων ελλοχεύει. Αν χαθεί κι αυτή η μοναδική ευκαιρία που βοηθά να καλύψουμε το τεράστιο έλλειμμα επενδυτικών κεφαλαίων που αντιμετωπίζουμε, τότε ήλιο στην μοίρα μας δεν θα έχουμε. Και θα φταίμε εμείς.