Διαβάζω άρθρα στον διεθνή Τύπο για επιφυλάξεις κεντρικών τραπεζιτών σχετικά με την ανοδική πορεία των επιτοκίων. Διαβάζω στον ελληνικό Τύπο για τις διαμάχες ανεξάρτητων αρχών και ιδιωτικών εταιρειών στον τομέα της ενέργειας. Βλέπω ανακοινώσεις κυβερνητικές για μέτρα που μπορούν να ληφθούν επειδή δημιουργείται δημοσιονομικός χώρος. Μελετώ ανακοινώσεις της αντιπολίτευσης για τα λάθη της κυβέρνησης. Και ακούω ότι η Ε.Ε. θα ( ναι «Θα») λάβει μέτρα.
Αναρωτιέμαι γιατί κανείς δεν μιλά για την ταμπακέρα;
Το θέμα είναι πλέον ένα: αν η ενέργεια είναι ιδιωτικό ή δημόσιο αγαθό;
Η απάντηση είναι σαφής. Η άκρατη φιλελευθεροποίηση του 1980 και 1990 κόντεψε να τινάξει τον τομέα στον αέρα. Λίγα μαθήματα πήραμε, απλά κάποια τάξη μπήκε στην αγορά. Και έτσι πορευτήκαμε μέχρι σήμερα. Με την ιδιωτική αγορά να καθορίζει και τις τιμές και την ποσότητα. Επειδή, όμως, επικρατούσαν ομαλές συνθήκες και το γεωπολιτικό παιγνίδι δεν είχε αποκαλυφθεί, οι τιμές ήταν ανεκτές—αν όχι για όλους πάντως για σημαντική μερίδα της κοινωνίας.
Τώρα η εικόνα έχει αλλάξει ριζικά. Η ενέργεια έγινε στρατηγικό όπλο σε μία εκτεταμένη, σοβαρή και σίγουρα μακρόχρονη γεωπολιτική σύγκρουση μεταξύ της Δύσης και της Ρωσίας—με την Κίνα να κρατά στάση ευμενούς ουδετερότητας προς τον Πούτιν. Ταυτόχρονα, ο ΟΠΕΚ παίζει το δικό του παιγνίδι, που εστιάζεται στην μεγιστοποίηση των κερδών που μπορεί να αποκομίσει με βάση τα αποθέματα που έχει σε συνδυασμό με την πολιτική της πράσινης μετάβασης.
Σήμερα, η Δύση είναι αυτή που βρίσκεται σε μειονεκτική θέση. Μπορεί μέχρι το 2030 η εικόνα να έχει ανατραπεί, καθώς επιταχύνεται η προσπάθεια απεξάρτησης από το πετρέλαιο και τον άνθρακα. Το άμεσο κόστος, όμως, θα είναι υψηλό – θα απαιτηθούν νέος προγραμματισμός, τεράστιες επενδύσεις, υψηλές επιδοτήσεις εταιρειών και νοικοκυριών, αντοχές οικονομικές και ψυχολογικές.
Μέχρι σήμερα, η Δύση δείχνει να θεωρεί ότι η κρίση μπορεί να αντιμετωπιστεί με τα παραδοσιακά μέσα των κοινωνικά στοχευμένων και δημοσιονομικά ορθών κρατικών παρεμβάσεων. Αν αυτή η νοοτροπία δεν αλλάξει, οι κυβερνήσεις θα βρεθούν προ σοβαρών εκπλήξεων. Ο χαρακτηρισμός «κοινωνική έκρηξη» δεν αποδίδει την σοβαρότητα της κατάστασης. Ούτε αυτός της «πολιτικής αστάθειας». Πολύ περισσότερο αυτός της «στροφής του κόσμου στον λαϊκισμό».
Οι κοινωνίες της Δύσης είναι κατά κανόνα ώριμες –με την έννοια ότι κατανοούν το παιγνίδι που παίζεται και – προς το παρόν τουλάχιστον – δείχνουν διατεθειμένες να πληρώνουν το κόστος.
Είναι βέβαιο, όμως, ότι σε βάθος χρόνου το οικονομικό κόστος θα είναι δυσβάστακτο και η πολιτική ορθότητα θα υποχωρήσει. Αν φτάσουμε σ’ αυτό το σημείο θα είναι αργά. Η εμβάθυνση της κοινωνικής δυσαρέσκειας, η χειροτέρευση της οικονομικής κατάστασης, η πολιτική στροφή στον λαϊκισμό πρέπει να αποφευχθούν.
Αυτό σημαίνει ότι, κόντρα στην κρατούσα φιλοσοφία και πρακτική, η ενέργεια οφείλει να αναγνωριστεί ως αναγκαίο δημόσιο αγαθό και η διαχείριση του να περάσει από τον ιδιωτικό στον δημόσιο τομέα.
Πολύ απλά, η ενέργεια δεν μπορεί πλέον να αντιμετωπίζεται με όρους ελεύθερης αγοράς. Ούτε το κοινωνικό κόστος με όρους δημοσιονομικής πειθαρχίας. Η απραξία της Ε.Ε. κινδυνεύει να βάλει νάρκη στα θεμέλια της.
Η πιο ανώδυνη λύση θα ήταν να ιδρυθεί ένα νέο Ταμείο Ενέργειας (κατά το πρότυπο του Ταμείου Ανάκαμψης) με την διαφορά ότι οι επιδοτήσεις θα είναι για την ανακούφιση των νοικοκυριών και των ενεργοβόρων εταιρειών, και τα δάνεια για πράσινες επενδύσεις. Τα δάνεια δεν θα βαρύνουν το χρέος, αλλά το κράτος-μέλος θα έχει την υποχρέωση να τα αποπληρώσει σε βάθος χρόνου που να σχετίζεται με την διάρκεια ζωής της επένδυσης.
Η εθελοτυφλία, η καθυστέρηση, η εμμονή στα …παραδοσιακά με αναφορά στην ενέργεια θέτουν σε κίνδυνο την κοινωνική συνοχή, την πολιτική σταθερότητα, την οικονομική υγεία και προδικάζουν ήττα στην γεωπολιτική σύγκρουση.
Διαβάστε επίσης