• Άρθρα

    Η εμβέλεια του τεκμηρίου αθωότητας σε συναφείς ποινικές διαδικασίες που έπονται της απαλλακτικής κρίσης

    • Του Ιωάννη Ηρειώτη, Δικηγόρος, Αντιπροέδρος ΕΕΠ
    Ιωάννης Θ. Ηρειώτης, Δικηγόρος, Αντιπρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων

    Ιωάννης Θ. Ηρειώτης, Δικηγόρος, Αντιπρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων


    Η εμβέλεια του τεκμηρίου αθωότητας και πώς αυτό εφαρμόζεται σε μεταγενέστερες διαδικασίες που συνδέονται με προηγούμενη απαλλαγή ή αθώωση κατηγορουμένου αποτελεί ένα κρίσιμο ζήτημα που περιγράφεται εναργώς στο παρακάτω άρθρο του Ιωάννη Ηρειώτη, Αντιπροέδρου της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων.

    Το τεκμήριο αθωότητας κατοχυρώνεται από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) και διασφαλίζει την τιμή και την αξιοπρέπεια του κατηγορουμένου όχι μόνο κατά τη διάρκεια της δίκης, αλλά και μετά την αθώωση.

    Η μελέτη εστιάζει ιδιαίτερα σε υποθέσεις όπου μεταγενέστερες ποινικές ή άλλες συναφείς διαδικασίες αμφισβητούν άμεσα ή έμμεσα την προηγούμενη αθώωση, όπως καταδεικνύεται από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ). Παρουσιάζονται παραδείγματα από τη νομολογία, όπως η απόφαση 1161/2020 του Αρείου Πάγου, όπου το τεκμήριο αθωότητας αμφισβητήθηκε σε συναφή ποινική διαδικασία, καθώς και η σημασία της «γλωσσικής φρασεολογίας» στη διατύπωση δικαστικών αποφάσεων που προστατεύουν την αθωωτική κρίση.

    Τέλος, εξετάζεται η προστασία του αθωωθέντος ατόμου από μελλοντικές διαδικασίες που ενδέχεται να παραβιάζουν το τεκμήριο αθωότητας.

    Διαβάστε αναλυτικά το άρθρο του Ιωάννη Ηρειώτη:

    I. Εισαγωγικώς

    Το τεκμήριο αθωότητας κατοχυρώνεται με βάση τις υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ)1 και 14 παρ. 2 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (ΔΣΑΠΔ)2. Βρίσκει δε τα νομοθετικά του θεμέλια και σε έτερες αυξημένης τυπικής ισχύος διατάξεις3, ενώ θεμελιώδεις αρχές της ποινικής δίκης αποτελούν απόρροιά του4. Το εν λόγω τεκμήριο αναπτύσσει την εφαρμογή του σε όλα τα στάδια της ποινικής διαδικασίας, μέχρι την έκδοση αμετάκλητης απόφασης.5

    Μέσα από τα πορίσματά της, η νομολογία του ΕΔΔΑ κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, έχει αναγνωρίσει στο τεκμήριο αθωότητας δύο επιμέρους πτυχές. Κατά την μεν πρώτη (εσωτερική όψη), το τεκμήριο αθωότητας αποτελεί θεμελιώδη εγγύηση του δίκαιου χαρακτήρα της ποινικής διαδικασίας εν συνόλω. Η πτυχή αυτή αφορά σε ζητήματα της αποδεικτικής διαδικασίας (λ.χ. το βάρος απόδειξης6), στην διασφάλιση της αμεροληψίας των δικαστικών οργάνων, καθώς και στην τήρηση των δικονομικών κανόνων σε κάθε επιμέρους στάδιο, τόσο της προδικασίας, όσο και της κύριας διαδικασίας μέχρι την ολοκλήρωση της ποινικής δίκης.

    Το τεκμήριο αθωότητας επιδρά, λοιπόν, στην συμπεριφορά των οργάνων της ποινικής διαδικασίας, τα οποία οφείλουν να μην προκαταλαμβάνουν με τις δηλώσεις τους, τις αποφάσεις τους και την εν γένει συμπεριφορά τους την ενοχή του υπόπτου ή κατηγορουμένου.7

    Ωστόσο, δεν αποσκοπεί μόνον στην προάσπιση των υπερασπιστικών δικαιωμάτων, αλλά συμβάλλει καθοριστικά και στην διαφύλαξη της τιμής και της αξιοπρέπειας του υπόπτου – κατηγορουμένου8, ακόμα και μετά την αμετάκλητη απαλλαγή του9. Υπό την δεύτερη αυτή πτυχή (εξωτερική όψη), το τεκμήριο αθωότητας καταλαμβάνει το μεταγενέστερο της ολοκλήρωσης της ποινικής δίκης στάδιο και εξασφαλίζει, κυρίως, την προστασία της υπόληψης και της φήμης του διαδίκου. Ειδικότερη έκφανση της πτυχής αυτής αποτελεί η προστασία των ατόμων που αθωώθηκαν ή έπαυσε η ασκηθείσα σε βάρος τους ποινική δίωξη από δικαστικές αποφάσεις, -στο πλαίσιο έτερων δικαιοδοσιών-, που περιλαμβάνουν ανεπίτρεπτη απόδοση ποινικής ενοχής.

    Μόνο μέσω της «επέκτασης» αυτής, η προστασία του άρθρου 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ είναι πραγματική και ουσιαστική και όχι θεωρητική και φαινομενική10. Έτσι, η εμβέλεια του τεκμηρίου αθωότητος καταλαμβάνει και μεταγενέστερες της ποινικής δίκης διαδικασίες, οι οποίες, ανεξαρτήτως του ποινικού ή μη χαρακτήρα τους, εμφανίζουν κάποιου είδους «σύνδεσμο» (υπό την έννοια της συνάφειας) με την προηγηθείσα απαλλαγή – αθώωση.11

    Εν άλλοις λόγοις, το δικαστήριο ή η δικαιοδοτική αρχή που θα επιληφθεί της υποθέσεως12 μετά την ολοκλήρωση της ποινικής διαδικασίας, είναι αναγκαίο να σεβαστεί απόλυτα το «κεκτημένο» αυτό του διαδίκου, αφ’ ης στιγμής η αμετάκλητη αθώωση ή η καθ’ οιονδήποτε τρόπο απαλλαγή αποτελεί πλέον στοιχείο συνυφασμένο με την προσωπικότητα αυτού, το οποίο τον ακολουθεί εσαεί. 13Το τεκμήριο αθωότητας, λοιπόν, μετενεργεί – μεταλλάσσεται, δηλαδή, από δικονομική εγγύηση σε δικαίωμα, ούτως ώστε να «διατηρηθεί» η ήδη κεκτημένη αθώωση.

    Αντικείμενο, επομένως, της παρούσας μελέτης αποτελεί ο τρόπος με τον οποίο το τεκμήριο αθωότητας επιδρά – μετενεργεί ειδικώς σε μια μεταγενέστερη ποινική διαδικασία, η οποία παρουσιάζει συνάφεια με την προηγηθείσα αθώωση/απαλλαγή, καθώς και η «δικονομική συνέπεια» της επίδρασης αυτής.

    Για την ολοκληρωμένη και πολύπλευρη εξέταση του ζητήματος θα παρατεθούν τα βασικά πορίσματα της νομολογίας του ΕΔΔΑ και ακολούθως θα εξεταστούν νομολογιακές παραδοχές των εθνικών δικαστηρίων στο πλαίσιο της πολιτικής και διοικητικής δικαιοδοσίας. Εν συνεχεία, θα γίνει επισκόπηση της ημεδαπής ποινικής νομολογίας με αντικείμενο την επίδραση της αθωωτικής κρίσης σε επόμενη συναφή ποινική δίκη. Αφορμή για την προσέγγιση του τεκμηρίου αθωότητας υπό το πρίσμα αυτό αποτέλεσε η υπ’ αριθ. 1161/2020 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία «παρέλειψε» παντελώς να διατυπώσει οιαδήποτε σκέψη επί του ζητήματος, απορρίπτοντας επί της ουσίας αναιτιολογήτως τον σχετικό αναιρετικό λόγο, όπως θα αναλυθεί στο οικείο κεφάλαιο της παρούσης.

    II. Η έννοια της εμβέλειας του τεκμηρίου αθωότητας, όπως έχει διαπλαστεί από τη νομολογία του ΕΔΔΑ

    Το ΕΔΔΑ αποδέχεται παγίως μια διευρυμένη λειτουργία του τεκμηρίου αθωότητας.

    Πέραν της φύσης του ως «δικονομικής εγγύησης» της ποινικής δίκης, αναγνωρίζει ότι διασφαλίζει την τιμή και την αξιοπρέπεια του διαδίκου. Ως εκ τούτου, το τεκμήριο αθωότητας διεκδικεί εφαρμογή σε κάθε μεταγενέστερη διαδικασία, ως δικλείδα ασφαλείας και σεβασμού της αθώωσης/απαλλαγής.14

    Αναφορικά με τις προϋποθέσεις που αξιώνει το ΕΔΔΑ για την επέκταση της εφαρμογής του τεκμηρίου αθωότητας, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, επισημαίνονται τα ακόλουθα:

    Πρώτη προϋπόθεση για την ενεργοποίηση της εμβέλειας του τεκμηρίου αθωότητας είναι η έκδοση αθωωτικής ποινικής απόφασης. Το ΕΔΔΑ ερμηνεύει την έννοια της αθώωσης διασταλτικώς.

    Κατά την έννοια, λοιπόν, του άρθρου 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ αθωωτική είναι η απόφαση που δεν επιβάλλει ποινή. Στην έννοια αυτή εντάσσεται κάθε περίπτωση διαπίστωσης αθωότητας, μη διαπίστωσης ενοχής, διαπίστωσης μη συνδρομής ουσιαστικών προϋποθέσεων για την στοιχειοθέτηση του αδικήματος και την επιβολή ποινής, διαπίστωσης μη συνδρομής δικονομικών προϋποθέσεων για την κατάγνωση ενοχής ή συνδρομής πραγματικών ή νομικών λόγων που οδηγούν στην αθώωση.15

    Δεύτερη προϋπόθεση είναι η ύπαρξη συνάφειας μεταξύ των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως επί της οποίας εξεδόθη η αθωωτική απόφαση και της μεταγενέστερης διαδικασίας, ήτοι η ύπαρξη του αναγκαίου συνδέσμου. Ο σύνδεσμος αυτός εξετάζεται ad hoc και καταφάσκεται στην περίπτωση που στην επόμενη, ποινική ή μη, διαδικασία επανεξετάζεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο το ζήτημα της ενοχής του ήδη αθωωθέντος κατηγορουμένου16. Από την αξιολόγηση της νομολογίας του ΕΔΔΑ σύνδεσμος υφίσταται ιδίως όταν το «επόμενο» δικαστήριο υποχρεούται:

    (i) να αξιολογήσει την αθωωτική ποινική απόφαση, (ii) να εξετάσει το αποδεικτικό υλικό της προηγηθείσας ποινικής δίκης17, (iii) να αξιολογήσει την συμμετοχή

    Σελ. 750 του διαδίκου σε γεγονότα που αφορούν στις ήδη κριθείσες πράξεις18, (iv) να σχολιάσει τυχόν υπάρχουσες ενδείξεις πιθανής ενοχής του.19

    Επισημαίνεται δε ότι στην περίπτωση που η μεταγενέστερη διαδικασία αποτελεί κατηγορία ποινικής φύσεως για τα ίδια γεγονότα και αφορά στον ίδιο διάδικο, το τεκμήριο αθωότητας θα μπορούσε να διεκδικήσει «απευθείας» εφαρμογή, ήτοι χωρίς την εξέταση ύπαρξης ή μη του αναγκαίου συνδέσμου, καθώς η συνάφεια των διαδικασιών τεκμαίρεται.

    Περαιτέρω, το ΕΔΔΑ δέχεται ότι η διαδικασία που έπεται της αθώωσης/απαλλαγής δεν δεσμεύεται από το αθωωτικό αποτέλεσμα της προηγηθείσης ποινικής δίκης, υπό την έννοια ότι μπορούν να αξιολογηθούν διαφορετικά τα δεδομένα της υποθέσεως, με τα κριτήρια και τους αποδεικτικούς κανόνες κάθε δικαιοδοσίας20 και να οδηγηθεί σε διαφορετική κρίση.

    Ωστόσο, δεδομένου ότι η παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ (υπό την δεύτερη πτυχή του τεκμηρίου) επέρχεται, όχι μόνο μέσω του διατακτικού της μεταγενεστέρως εκδοθείσας αποφάσεως, αλλά και διά των δικανικών συλλογισμών που αναπτύσσονται στο σκεπτικό αυτής, δίδεται από το ΕΔΔΑ ιδιαίτερη έμφαση στη γλώσσα και τη φρασεολογία που χρησιμοποιείται από το επιλαμβανόμενο μετά την απαλλαγή δικαστήριο. Αυτή είναι και η σπουδαιότερη απαίτηση του ΕΔΔΑ, μέσω της οποίας διαφυλάσσεται η αθώωση, με γνώμονα την προστασία της τιμής και της υπόληψης του αθωωθέντος.

    Αναλυτικότερα, η δικαστική αρχή (πολιτικής, διοικητικής ή ποινικής δικαιοδοσίας) που θα επιληφθεί της υποθέσεως σε επόμενο στάδιο, παρά το γεγονός ότι δεν δεσμεύεται από το αθωωτικό αποτέλεσμα, δεν θα πρέπει να θέτει εν αμφιβόλω την προηγηθείσα αθωωτική κρίση -καθ΄οιονδήποτε τρόπο – διά των παραδοχών της στο αιτιολογικό της αποφάσεως. Σε κάθε περίπτωση, το ΕΔΔΑ δεν εξετάζει απομονωμένες τις γλωσσικές εκφράσεις, αλλά προσεγγίζει ολιστικά την δικαιότητα της διαδικασίας. Η κάθε λεκτική διατύπωση εξετάζεται, δηλαδή, όχι μεμονωμένα, αλλά ιδωμένη στο ευρύτερο γλωσσικό περιβάλλον που είναι ενταγμένη με σκοπό την αξιολόγηση του αληθούς νοήματος αυτής21. Ως εκ τούτου, «συγχωρούνται» ακόμα και οι ατυχείς διατυπώσεις, εφόσον, κατόπιν ορθής εκτίμησης της υπόθεσης, των χαρακτηριστικών της και του εσωτερικού δικαίου, δεν δύναται να ερμηνευτούν ως δήλωση ενοχής.22

    Τις ανωτέρω παραδοχές εφαρμόζει το Δικαστήριο όχι μόνον στις περιπτώσεις επόμενων πολιτικών ή διοικητικών διαδικασιών, αλλά και στην περίπτωση που η επόμενη συναφής διαδικασία είναι ποινική. Παρατίθενται, λοιπόν, αμέσως κατωτέρω νομολογιακά παραδείγματα που αφορούν ειδικώς στην επέκταση της προστατευτικής λειτουργίας του τεκμηρίου σε επόμενες συναφείς ποινικές διαδικασίες που έπονται\ της αθώωσης. Το ΕΔΔΑ αναγνωρίζει δε την εμβέλεια του τεκμηρίου αθωότητας σε μια μεταγενέστερη ποινική δίκη ακόμα και αν αυτή δεν αφορά στο ίδιο το πρόσωπο που έχει ήδη αθωωθεί. Αναλυτικότερα:

    Με την απόφαση A.P., M.P., T.P. κατά Ελβετίας23 το δικαστήριο του Στρασβούργου κλήθηκε να διαγνώσει τυχόν παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας από το ποινικό δικαστήριο που δίκαζε τους συγκατηγορούμενους του ήδη αθωωθέντος24 πρώην κατηγορουμένου. Στην περίπτωση αυτή είχε παύσει η ποινική δίωξη για τον πρώην κατηγορούμενο λόγω θανάτου. Κρίθηκε δε ότι παραβιάσθηκε το άρθρο 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, αφ΄ης στιγμής στη μεταγενέστερη δίκη των συγκατηγορουμένων το δικαστήριο διέλαβε κρίσεις που αφορούσαν στην ενοχή του αποβιώσαντος.

    Στο ίδιο συμπέρασμα κατέληξε το ΕΔΔΑ και στην πιο πρόσφατη υπόθεση Vulakh κατά Ρωσίας25. Και στην περίπτωση αυτή η ποινική δίωξη είχε παύσει λόγω θανάτου του κατηγορουμένου και, συνεπώς, η εκδοθείσα απόφαση του ποινικού δικαστηρίου λογίζεται ως αθωωτική στο πλαίσιο του άρθρου 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, όπως προελέχθη.

    Στη μεταγενέστερη δίκη των συγκατηγορουμένων χρησιμοποιήθηκαν εκφράσεις, όπως ότι ο διάδικος είχε «οργανώσει τη συμμορία» (“organized the gang”), ότι είχε «χρήματα στη διάθεσή του» (“had money at his disposal”) και ότι είχε «χρηματοδοτήσει τη συμμορία και πλήρωνε κάθε μέλος της για να διαπράξει τα εγκλήματα» (“funded the gang and paid each member to commit the crimes”), οι οποίες υποδήλωναν ενοχή του αθωωθέντος και δεν περιορίζονταν στην απλή έκφραση υποψίας26, γεγονός που οδήγησε σε πρόδηλη παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας.

    Σελ. 751 Ενδιαφέρον παρουσιάζουν, επίσης, και οι ακόλουθες αποφάσεις, με τις οποίες ναι μεν διεγνώσθη παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας, ωστόσο, η παραβίαση αυτή προηγήθηκε της ποινικής αθώωσης. Οι αποφάσεις αυτές δεν αφορούν, λοιπόν, στην εμβέλεια του τεκμηρίου αθωότητας στο μετά την αθώωση στάδιο, αλλά ενόσω εκκρεμεί η εκδίκαση της «κυρίας» υποθέσεως.

    Εισφέρουν δε ορισμένες ενδιαφέρουσες σκέψεις σε σχέση με τις απαιτήσεις του ΕΔΔΑ για τον αναγκαίο σύνδεσμο μεταξύ των δύο -ποινικής φύσεως- διαδικασιών. Συγκεκριμένα, με την πρόσφατη ελληνικού ενδιαφέροντος απόφαση Μπέλτσιος κατά Ελλάδος27, το δικαστήριο διέγνωσε την ύπαρξη συνδέσμου ανάμεσα σε δύο ποινικές διαδικασίες, δεδομένου ότι σε αμφότερες εξετάστηκαν κοινά αποδεικτικά στοιχεία. Η παραβίαση συνίστατο στο ότι έγιναν αναφορές στο όνομα του κατηγορουμένου, δίχως να διευκρινίζεται ότι το δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της ενοχής του28. Αντιθέτως, με την απόφαση Bauras κατά Λιθουανίας29, εκρίθη ότι δεν υπήρξε παραβίαση του τεκμηρίου, διά των διατυπώσεων στην απόφαση, ενόσω εκκρεμούσαν οι λοιπές ποινικές διαδικασίες για τη δίκη συμμετόχου, καθώς το δικαστήριο στην περίπτωση αυτή διευκρίνισε ότι δεν αποφαίνεται για την ενοχή του30. Προέβη, επίσης, σε νέα αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων, δίδοντας την δυνατότητα στον διάδικο να τα αντικρούσει31.

    Τέλος, η απόφαση Karaman κατά Γερμανίας32 εξέτασε εάν επέρχεται παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας μέσα από παραδοχές της απόφασης, που αφορά σε “συν-υπόπτους” (“co-suspects”), για τους οποίους έχει κινηθεί χωριστή διαδικασία. Το Δικαστήριο επιβεβαίωσε την εφαρμογή του άρθρου 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ και σε αυτήν την περίπτωση, ήτοι σε ποινική διαδικασία που δεν στρέφεται κατά του ιδίου του υπόπτου, αλλά αφορά σε “συν-υπόπτους” στο πλαίσιο έτερης υποθέσεως. Παρ’ ότι, λοιπόν, εκρίθη ότι ένας ύποπτος ή κατηγορούμενος, ο οποίος
    διώκεται χωριστά, στερείται της δυνατότητας να αμφισβητήσει τους ισχυρισμούς που διατυπώνονται κατά τη διάρκεια της συναφούς δίκης, τελικώς, δεν διέγνωσε στην συγκεκριμένη περίπτωση παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας, καθώς απεφεύχθη με κάθε δυνατό τρόπο η διατύπωση παραδοχών που κατέτειναν στην αναγνώριση της ενοχής του.33

    III. Η εμβέλεια του τεκμηρίου αθωότητας σε συναφείς διαδικασίες που έπονται της αθώωσης/απαλλαγής, υπό το πρίσμα της εθνικής νομολογίας

    (α) Η πολιτική και διοικητική δικαιοδοσία

    Η ελληνική νομολογία κλήθηκε πολλές φορές να αντιμετωπίσει το ζήτημα της δέσμευσης ή μη των πολιτικών και διοικητικών δικαστηρίων από προηγούμενη αθωωτική ποινική απόφαση εκδοθείσα επί υποθέσεως που αφορά στο ίδιο αντικείμενο, ήτοι στον ίδιο πυρήνα πραγματικών περιστατικών. 34Διατυπώθηκαν δε αντικρουόμενες απόψεις, τόσο σε θεωρητικό επίπεδο, όσο και σε επίπεδο νομολογίας, ως εξής:

    Μέρος της θεωρίας, προτάσσοντας την ασφάλεια δικαίου και την ενότητα της έννομης τάξης, υποστηρίζει ότι η προγενέστερη αθώωση αναπτύσσει δεσμευτική ενέργεια σε κάθε επόμενη διαδικασία που αφορά στο ίδιο βιοτικό συμβάν. 35Στον αντίποδα, σε μια σύμφωνη προς τη νομολογία του ΕΔΔΑ προσέγγιση, η οποία λαμβάνει υπ’ όψιν την δομή του εθνικού συστήματος δικαιοσύνης με τους διαφορετικούς κανόνες απόδειξης Σελ. 752 ανά δικαιοδοσία36, αλλά και το δικαίωμα ακρόασης του διαδίκου που για οποιονδήποτε λόγο δεν παρέστη στο ποινικό δικαστήριο, υποστηρίζεται ότι η αθώωση δεν δεσμεύει τη μεταγενέστερη πολιτική, διοικητική ή πειθαρχική διαδικασία.37

    Σε επίπεδο πολιτικής δικαιοδοσίας το ζήτημα επιλύθηκε από την (πολιτική) Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με την υπ’ αριθ. 4/2020 απόφαση38. Η ως άνω απόφαση, υιοθετώντας τα πορίσματα του ΕΔΔΑ, έθεσε τα θεμέλια για να διαμορφωθεί μια απολύτως κρατούσα θέση39 περί της μη καθιέρωσης «δεδικασμένου» στην αστική δίκη από απόφαση ποινικού δικαστηρίου, με εμπεριστατωμένους δικανικούς συλλογισμούς και επιστημονικώς τεκμηριωμένες παραδοχές.

    Συγκεκριμένα, γίνονται δεκτά τα ακόλουθα: «Αποδεικτική δέσμευση από δικαστικές αποφάσεις άλλων δικαιοδοτικών κλάδων μπορεί να γίνει ανεκτή μόνον όταν υπάρχει σχετική νομοθετική πρόβλεψη, είτε σε διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου, είτε σε διατάξεις της οικείας δικονομίας (όπως στο άρθρο 5 παρ.2 ΚΔΔ … η αυτοτέλεια των αρμοδιοτήτων των δύο δικαιοδοσιών (ποινικής και πολιτικής) έχει την έννοια ότι το πολιτικό δικαστήριο, όταν αποφασίζει περί του αν τελέσθηκε το αστικό και συγχρόνως ποινικό αδίκημα, δεν δεσμεύεται από την τυχόν προηγηθείσα σχετική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, αθωωτική ή καταδικαστική. Επιβάλλεται όμως να λάβει σοβαρά υπόψη ως ισχυρό τεκμήριο την ποινική κρίση και μπορεί να αφίσταται από αυτήν με απόλυτα αιτιολογημένη απόφαση. Ειδικά επί αθωωτικής αποφάσεως, το τεκμήριο αθωότητας δεν συνεπάγεται αποδεικτική δέσμευση του πολιτικού δικαστηρίου που οδηγεί υποχρεωτικά σε αποδεικτικό πόρισμα σύμφωνο με την αθωωτική ποινική απόφαση και κατ΄ανάγκη σε αποκλεισμό της αστικής αδικοπρακτικής ευθύνης του αθωωθέντος και, συνακόλουθα, σε ουσιαστική απόρριψη της αποζημιωτικής αγωγής με την αιτιολογία ότι διαφορετικά δημιουργούνται αμφιβολίες για την αθώωση και παραβιάζεται η αρχή του άρθρου 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ και 14 παρ. 3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα….ο σεβασμός του τεκμηρίου αθωότητας δεν αποκλείει τις αστικές διεκδικήσεις…. Το τεκμήριο αθωότητας, όμως, σημαίνει ότι το πολιτικό δικαστήριο, όταν αποφασίζει περί του αν τελέστηκε το αστικό και συγχρόνως ποινικό αδίκημα, δεν μπορεί να αδιαφορήσει για την αθώωση του κατηγορουμένου, ούτε επιτρέπεται να χρησιμοποιήσει την αθωωτική απόφαση για να αντλήσει από αυτήν επιχειρήματα για την ενοχή του (κατηγορουμένου). Οι παραδοχές και η εν γένει συλλογιστική της πολιτικής αποφάσεως, τόσο στο αιτιολογικό – σκεπτικό, όσο και στο διατακτικό της, αφού και τα δύο αυτά στοιχεία έχουν το ίδιο δεσμευτικό αποτέλεσμα, δεν πρέπει να θέτουν, άμεσα ή έμμεσα, υπό αμφισβήτηση την ορθότητα της αθωωτικής ποινικής αποφάσεως, ιδίως με την επίκληση ότι: α) η αθωότητα του κατηγορουμένου είναι προϊόν αμφιβολιών και όχι βεβαιότητας του δικαστηρίου για την αθωότητά του, β) η απόφαση λήφθηκε κατά πλειοψηφία και όχι ομόφωνα, γ) στηρίχθηκε στη μη απόδειξη του υποκειμενικού στοιχείου του αδικήματος (δόλου), δ) διαφώνησε ο εισαγγελέας της έδρας, ε) κατά της αθωωτικής αποφάσεως ασκήθηκε αναίρεση από τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, η οποία, όμως, απορρίφθηκε για δικονομικούς – τυπικούς λόγους, κ.ά…».

    Στον χώρο της διοικητικής δικαιοσύνης η δέσμευση από αποφάσεις άλλων δικαστηρίων ρυθμίζεται στο άρθρο 5 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας40. Ωστόσο, τυχόν αναφορά στην εφαρμογή του ως άνω άρθρου από τα διοικητικά δικαστήρια και στην εμβέλεια του τεκμηρίου αθωότητας στην διοικητική δίκη, εκφεύγει του αντικειμένου της παρούσας μελέτης. Σε κάθε περίπτωση, σημειώνεται ότι έχουν γίνει βήματα σε επίπεδο νομολογίας σε κατεύθυνση σύστοιχη προς τα ανωτέρω, μολονότι οι σχετικές θέσεις δεν έχουν αποτυπωθεί με ενάργεια σε επίπεδο ανώτατου δικαστηρίου.41

    Στο σημείο αυτό, και προτού παρατεθεί η ποινική νομολογία επί του θέματος, κρίνεται σκόπιμο να επισημανθεί η θεμελιώδης διαφορά ανάμεσα στην γενική αρχή “ne bis in idem”, ήτοι την αρχή της άπαξ εκδικάσεως, με βάση την οποία καθιερώνεται το δεδικασμένο στην ποινική διαδικασία και στο τεκμήριο της αθωότητας, καθόσον οι έννοιες αυτές συνιστούν σημείο, το οποίο προκαλεί επί μακρόν νομολογιακή σύγχυση. Tούτο, διότι, πολλάκις η νομολογία ερμηνεύει τον σεβασμό του τεκμηρίου αθωότητας ως υποχρέωση δέσμευσης κάθε μεταγενεστέρως επιλαμβανόμενου δικαστηρίου από την αθωωτική απόφαση, προσδίδοντας με τον τρόπο αυτό στο τεκμήριο αθωότητας περιεχόμενο που προσιδιάζει στην έννοια του δε δικασμένου. Το ΕΔΔΑ, όμως, δεν υιοθετεί μια τέτοια θεώρηση για τους εξής λόγους:

    – Προϋπόθεση για την ενεργοποίηση του “ne bis in idem” είναι η προηγούμενη αμετάκλητη απόφαση, ανεξαρτήτως αν πρόκειται για αθωωτική ή καταδικαστική απόφαση. 42Το τεκμήριο αθωότητας, όμως, για να ενεργοποιηθεί, απαιτεί μόνο προηγούμενη αθώωση.

    – Προϋπόθεση για την ενεργοποίηση του “ne bis in idem” είναι η ποινική φύση της μεταγενέστερης διαδικασίας, η οποία δεν απαιτείται για την ενεργοποίηση του τεκμηρίου αθωότητας, το οποίο μετενεργεί και σε μη ποινικές διαδικασίες.

    – Η σπουδαιότερη, όμως, διαφορά εντοπίζεται στις απαιτήσεις συνδέσμου ανάμεσα στις δύο διαδικασίες, προκειμένου να ενεργοποιηθεί εκάστη των αρχών. Η αρχή “ne bis in idem”, όπως ερμηνεύεται από το ΕΔΔΑ, απαιτεί την ύπαρξη ”idem factum”, ήτοι ταυτότητα πραγματικών περιστατικών43, για να ενεργοποιηθεί. Απεναντίας, ο «σύνδεσμος» που αξιώνει το ΕΔΔΑ για την ενεργοποίηση του τεκμηρίου αθωότητας στις μεταγενέστερες διαδικασίες, δεν φαίνεται να είναι τόσο αυστηρά και ισχυρά οριοθετημένος.

    Αποτέλεσμα των διαφοροποιήσεων αυτών είναι ότι είναι δυνατή η συνύπαρξη των δύο αρχών στο πλαίσιο των επόμενων της ποινικής δίκης διαδικασιών, δίχως όμως αυτό να σημαίνει ότι η παραβίαση της μίας συνεπάγεται απαραιτήτως και την παραβίαση της άλλης44. Το γεγονός, δηλαδή, ότι ανάμεσα σε δύο διαδικασίες δεν εντοπίζεται ταυτότητα πραγματικών περιστατικών, ώστε να διεκδικήσει εφαρμογή η αρχή ne bis in idem και συνεπακόλουθα να διαγνωσθεί δεδικασμένο, δεν σημαίνει ότι δεν τυγχάνει εφαρμογής το τεκμήριο αθωότητας. Τούτο διότι, ανάμεσα στις δύο διαδικασίες ενδέχεται να υφίσταται μια «πιο χαλαρή» σύνδεση των γεγονότων, ο απαιτούμενος, δηλαδή, κατά το ΕΔΔΑ σύνδεσμος, δυνάμει του οποίου αξιώνεται ο σεβασμός της προηγηθείσας αθώωσης.45

    Ειδικώς, λοιπόν, στο πλαίσιο της ποινικής δίκης, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι από την προηγούμενη αθώωση παράγεται «οιονεί δεδικασμένο», όχι υπό την έννοια της αρνητικής δικονομικής προϋπόθεσης, αλλά υπό την έννοια του επηρεασμού (χωρίς νομική δέσμευση) στο πλαίσιο του συστήματος της ηθικής αποδείξεως (άρθρο 177 ΚΠΔ).

    (β) Οι επόμενες συναφείς ποινικές δίκες

    Η ελληνική νομολογία έχει αντιμετωπίσει ελάχιστες φορές ad hoc το ζήτημα της μετενέργειας του τεκμηρίου αθωότητας σε επόμενη ποινική διαδικασία, στην οποία αμφισβητείται το κεκτημένο της προηγούμενης αθώωσης. 46Ιδιαίτερο ενδιαφέρον σε σχέση με το ζήτημα αυτό παρουσιάζουν τα κάτωθι νομολογιακά παραδείγματα:

    – Με την υπ’ αριθ. 1505, 1574/2016 απόφασή του το Τριμελές Εφετείο Πειραιώς47 κήρυξε αθώο τον κατηγορούμενο για το αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, συνεκτιμώντας προηγηθείσα αθωωτική απόφαση επί του ίδιου βιοτικού συμβάντος, πλην όμως αφορώσα στο αδίκημα της λαθρεμπορίας. Στην περίπτωση αυτή εκρίθη ότι δεν συνέτρεχαν οι όροι της αρνητικής δικονομικής προϋπόθεσης του δεδικασμένου, ελλείποντος του στοιχείου της «ταυτότητας» μεταξύ των δύο αληθώς συρρεόντων αδικημάτων. 48Πλην όμως, τυχόν καταδίκη του κατηγορουμένου για την πράξη της μη καταβολής χρεών θα προσέκρουε ευθέως στις διατάξεις προστασίας του τεκμηρίου αθωότητας αυτού, αφ’ ης στιγμής θα δημιουργούσε αμφιβολίες και υπόνοιες ως προς την αμετάκλητη αθώωσή του για το έτερο αδίκημα και μετά βεβαιότητος θα την «αποδυνάμωνε». Δέχθηκε, μάλιστα, το Δικαστήριο ότι η αθώωση του κατηγορουμένου για την αξιόποινη πράξη της λαθρεμπορίας «αποδεικνύει άμεσα το σφάλμα επιβολής του πολλαπλού τέλους σε βάρος του κατηγορουμένου, με συνέπεια να είναι ανύπαρκτο το επίδικο χρέος και, συνακόλουθα, να μην πληρούται η αντικειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο».

    Η ως άνω απόφαση49 εναρμονίζεται πλήρως με τις παραδοχές του ΕΔΔΑ αναφορικά με την εμβέλεια του τεκμηρίου αθωότητας δεχόμενη ότι η αθώωση πρέπει να διαφυλάσσεται σε κάθε επόμενη δίκη, εν προκειμένω ποινική, η οποία παρουσιάζει συνάφεια με την προηγηθείσα αθώωση. Ως προς δε το στοιχείο του αναγκαίου συνδέσμου το ποινικό Δικαστήριο έκρινε  ότι δεν ταυτίζεται με τα όρια του «idem factum», αποδεχόμενο πιο χαλαρή σύνδεση μεταξύ των πραγματικών περιστατικών των δύο δικαιοδοσιών, ως προαπαιτούμενο για την ενεργοποίηση της επίδρασης του τεκμηρίου αθωότητας στην επόμενη ποινική δίκη.50

    Οι προαναφερθείσες σύμφωνες με τα πορίσματα του ΕΔΔΑ παραδοχές, ωστόσο, δεν υιοθετήθηκαν από το Ακυρωτικό στην υπ΄αριθ. 32/2017 απόφασή του, με την οποία απερρίφθη ως αβάσιμος ο αναιρετικός λόγος της έλλειψης αιτιολογίας σε υπόθεση ιατρικής αμέλειας. Συγκεκριμένα, η αναιρεσείουσα, ιατρός, καταδικάστηκε από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο (Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης) για το αδίκημα της σωματικής βλάβης εξ αμελείας. Ο συγκατηγορούμενός της, ειδικευόμενος ιατρός, είχε αθωωθεί για το ως άνω αδίκημα ήδη από τον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας.

    Ο προβληθείς αναιρετικός λόγος συνίστατο στο εξής: το Δικαστήριο της ουσίας αιτιολόγησε την ενοχή της αναιρεσείουσας ιατρού, δεχόμενο ως ιατρικώς ακατάλληλες τις ενέργειες του αθωωθέντος ειδικευόμενου ιατρού, παραγνωρίζοντας την πρωτοβάθμια αθωωτική κρίση, η οποία στηρίζετο σε παραδοχές για την επιμελή συμπεριφορά του. Το ακυρωτικό απέρριψε τον αναιρετικό λόγο περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως αβάσιμο με το σκεπτικό ότι η κρίση της πρωτόδικης απόφασης ως προς τη μη ενοχή του ειδικευόμενου ιατρού: «δεν αποτελεί δεδικασμένο ως προς την ενοχή της αναιρεσείουσας για την ίδια πράξη και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν δεσμεύεται από τις ουσιαστικές παραδοχές και τη σχετική κρίση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, αλλά μπορεί να θεμελιώνει την κρίση του για ενοχή ή μη σε διαφορετικές ουσιαστικές παραδοχές μετά από στάθμιση της αποδεικτικής αξίας και βαρύτητας όλων των αποδεικτικών μέσων και στοιχείων, ως προς την οποία (στάθμιση) η κρίση του είναι αναιρετικά ανέλεγκτη».

    Το ως άνω νομολογιακό παράδειγμα αφορά στην προηγηθείσα αθώωση προσώπου, το οποίο στερείται της ιδιότητας του διαδίκου στην μεταγενέστερη ποινική δίκη και,\ ως εκ τούτου, διαφοροποιείται σε σχέση με όσα έχουν εκτεθεί ανωτέρω. Παρά το γεγονός ότι ορθώς δέχεται ότι το επόμενο δικαστήριο δεν δεσμεύεται από την αθωωτική απόφαση, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον λόγω του ότι απορρίπτει «επιφανειακά» τον σχετικό αναιρετικό λόγο -επαναλαμβάνοντας την κρατούσα θέση της νομολογίας περί μη δέσμευσης- δίχως να τον έχει αντιληφθεί στην ουσία του.

    Δέχεται, λοιπόν, ότι είναι νομίμως αιτιολογημένη η προσβαλλόμενη απόφαση, το σκεπτικό της οποίας θέτει εν αμφιβόλω την προηγηθείσα αθώωση. Πλην όμως, η αιτιολογία μιας απόφασης που θεμελιώνεται σε παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας του συγκατηγορουμένου είναι αμφίβολο αν πράγματι μπορεί να θεωρηθεί εμπεριστατωμένη.51

    IV. Η υπ’ αριθ. 1161/2020 απόφαση του Αρείου Πάγου: Η προστασία του τεκμηρίου αθωότητας τρίτων – μη διαδίκων στην μεταγενέστερη της αθώωσης ποινική δίκη

    Αφορμή για την παρούσα μελέτη αποτέλεσε, ως ανωτέρω αναφέρθηκε, η υπ’ αριθ. 1161/2020 απόφαση του Αρείου Πάγου. 52Η αναιρεσείουσα ιατρός (αναισθησιολόγος) καταδικάσθηκε από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο για το αδίκημα της ανθρωποκτονίας εξ αμελείας από υπόχρεη, τελεσθείσας διά παραλείψεως. Στην αίτηση αναίρεσης προβλήθηκαν οι αναιρετικοί λόγοι της εσφαλμένης εφαρμογής και ερμηνείας νόμου, της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, της υπέρβασης εξουσίας και της απόλυτης ακυρότητας. Οι προβληθέντες αναιρετικοί λόγοι απερρίφθησαν εν συνόλω. Ο λόγος που αφορά στο αντικείμενο της παρούσας μελέτης είναι αυτός της υπερβάσεως εξουσίας, ο οποίος συνίστατο στο ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο για την θεμελίωση της ενοχής της αναιρεσείουσας δέχθηκε ως ιατρικώς ακατάλληλες τις ενέργειες των συγκατηγορουμένων της στον πρώτο βαθμό, ειδικευόμενων ιατρών, παραβλέποντας την πρωτοβάθμια και πλέον αμετάκλητη αθώωσή τους, χειροτερεύοντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο αυτό, εμμέσως, τη νομική της θέση.

    Για την ολοκληρωμένη προσέγγιση της προβληματικής κρίνεται σκόπιμη η συνοπτική παράθεση της δικονομικής πορείας της υποθέσεως ως ακολούθως:

    Με την υπ’ αριθ. 1150/201853 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών η κατηγορουμένη ιατρός εκρίθη ένοχη για το αδίκημα της ανθρωποκτονίας εξ αμελείας από υπόχρεη, τελεσθείσας διά παραλείψεως· οι δε συγκατηγορούμενες αυτής, ειδικευόμενες ιατροί, αθωώθηκαν με το ακόλουθο σκεπτικό:«…εφόσον προέκυψε ότι οι δεύτερη, τρίτη και τέταρτη των κατηγορουμένων ενήργησαν με επιμέλεια και προσοχή κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, ως είναι υπόχρεοι εκ του επαγγέλματός τους και ότι κατέβαλαν κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου να αποτραπεί η επέλευση του αποτελέσματος κρίνεται ότι ουδόλως συνετέλεσαν στην πρόκληση του θανάτου του ασθενούς … και ως εκ τούτου πρέπει να κηρυχθούν αθώες.».

    Η κατηγορούμενη αναισθησιολόγος εφεσίβαλε την ως άνω απόφαση και επί της εφέσεώς της εξεδόθη η υπ’ αριθ. 1673/202054 καταδικαστική απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών. Το Δικαστήριο της ουσίας θεμελίωσε την ενοχή της, μεταξύ άλλων, στις ακόλουθες παραδοχές: «…Αποτέλεσμα των προαναφερομένων παραλείψεων της κατηγορούμενης, ήταν η μετάγγιση δύο μονάδων ολικά ασύμβατου αίματος στον ασθενή (αφού αμφότερες οι ειδικευόμενες ιατροί δεν προέβησαν στον έλεγχο και την τελική ταυτοποίηση των στοιχείων του
    προς μετάγγιση ασθενούς), στον οποίο προ κλήθηκε […] εξαιτίας των οποίων επήλθε ο θάνατός του […] οι δε πράξεις και παραλείψεις των ειδικευόμενων ιατρών … δεν διέκοψαν τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της συμπεριφοράς της και του επελθόντος αποτελέσματος αλλά συνέτρεξαν παράλληλα με τις δικές της (κατηγορούμενης) παραλείψεις…».

    Εκ των ανωτέρω, προκύπτει ότι η ενοχή της κατηγορουμένης βασίστηκε σε παραδοχές περί ακατάλληλων ενεργειών των ειδικευόμενων ιατρών, γεγονός που αφενός μεν πλήττει ευθέως το τεκμήριο αθωότητας των τελευταίων και, συνεπακόλουθα, αιτιολογεί μη νομίμως την καταδικαστική κρίση, αφετέρου δε συνιστά ανεπίτρεπτη έμμεση – νομική χειροτέρευση της θέσεως της κατηγορουμένης κατ’ άρθρο 470 ΚΠΔ, υπό την ειδικότερη μορφή της αναγνώρισης (εκ μέρους του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου) νέων πραγματικών περιστατικών.

    Αναλυτικότερα, διά των ως άνω παραδοχών της αποφάσεως του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου επλήγη το τεκμήριο αθωότητας των ειδικευόμενων ιατρών που δεν ήσαν διάδικοι σε αυτήν την επόμενη της αθωώσεως ποινική διαδικασία. Παραλλήλως, το Τριμελές Εφετείο δέχθηκε στο σκεπτικό του νέα πραγματικά περιστατικά, στην προσπάθειά του να θεμελιώσει το άδικο της αποδιδόμενης στην κατηγορουμένη ιατρό πράξεως και να «αιτιολογήσει» την καταδικαστική του κρίση. Το δικαστήριο της ουσίας, λοιπόν, παρέβλεψε και «ακύρωσε» την αθωωτική κρίση της πρωτοβαθμίου αποφάσεως για τις ειδικευόμενες ιατρούς, και αποδεχόμενο πλέον νέα πραγματικά περιστατικά περί παρανόμων ενεργειών τους που συνετέλεσαν στον θάνατο του ασθενούς, αιτιολόγησε μη νομίμως την καταδικαστική του κρίση.

    Η έμμεση – νομική χειροτέρευση της θέσεως της κατηγορουμένης, ιδωμένη από την πλευρά των μη διαδίκων στη δευτεροβάθμια δίκη – ειδικευόμενων ιατρών, συνιστά, όπως προελέχθη ευθεία παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας. Πλην όμως, η παραβίαση αυτή του τεκμηρίου δεν αφορούσε στην έχουσα έννομο συμφέρον να αναιρεσιβάλλει την κρινόμενη απόφαση. Ως εκ τούτου, η απόφαση προσεβλήθη κατ’ άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Θ΄ ΚΠΔ, καθώς το δικαστήριο της ουσίας οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση υποπίπτοντας στην αναιρετική πλημμέλεια της υπερβάσεως εξουσίας, δεδομένου ότι με το αιτιολογικό χειροτέρευσε τη θέση της κατηγορουμένης κατ’ άρθρο 470 ΚΠΔ.55

    Το ακυρωτικό, ως ανωτέρω αναφέρθηκε, απέρριψε τον σχετικό αναιρετικό λόγο με το σκεπτικό ότι «η κρίση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ως προς τη μη ενοχή των\ ειδικευόμενων ιατρών δεν αποτελεί δεδικασμένο ως προς την ενοχή της αναιρεσείουσας-κατηγορούμενης ως προς την ίδια πράξη και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν δεσμεύεται από τις ουσιαστικές παραδοχές και τη σχετική κρίση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, αλλά μπορεί να θεμελιώνει την κρίση του για ενοχή ή μη σε διαφορετικές ουσιαστικές παραδοχές μετά από στάθμιση της αποδεικτικής αξίας και βαρύτητας όλων των αποδεικτικών μέσων και στοιχείων ως προς την οποία (στάθμιση) η κρίση του είναι αναιρετικά ανέλεγκτη (ΑΠ 32/2017). Κατά συνέπεια ο λόγος αυτός της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Θ΄ του ΚΠΔ είναι αβάσιμος».

    Από την αναλυτική παράθεση του δικονομικού ιστορικού της υπό κρίσιν ποινικής υποθέσεως προκύπτουν, υπό το πρίσμα της εμβέλειας του τεκμηρίου αθωότητας, τα ακόλουθα συμπεράσματα:

    Πράγματι, γίνεται δεκτό από τον Άρειο Πάγο, κατά παγία νομολογία, ότι η προηγούμενη αθωωτική απόφαση του συγκατηγορούμενου δεν αναπτύσσει δεσμευτική ενέργεια για την επόμενη ποινική κρίση. Ωστόσο, η μη ύπαρξη «δεδικασμένου», υπό την έννοια της αρνητικής δικονομικής προϋπόθεσης, συγχέεται ανεπιτρέπτως από το Ακυρωτικό, αφενός μεν με την αρχή της μη χειροτέρευσης της θέσης του κατηγορουμένου και αφετέρου με την προστασία του τεκμηρίου αθωότητας, την οποία φαίνεται να αγνοεί παντελώς.

    Παραβλέπει, λοιπόν, τη νομολογία του ΕΔΔΑ, όπως αναλύθηκε ανωτέρω, σύμφωνα με την οποία η αθώωση συνεπιφέρει ορισμένους φρασεολογικούς και γλωσσικούς περιορισμούς για το σκεπτικό της εκδοθείσας επί της επόμενης συναφούς υποθέσεως ποινικής αποφάσεως. Προβαίνει, λοιπόν, σε μία «επιδερμική προσέγγιση» του αναιρετικού λόγου, προσπαθώντας, επί της ουσίας, να τον απορρίψει με τον πιο «ανώδυνο» τρόπο και αρκείται στην επίκληση της προγενέστερης υπ’ αριθμ. 32/2017 απόφασής του, προσπαθώντας, ενδεχομένως, να καθιερώσει ένα «νομολογιακό κεκτημένο» σε σχέση με το προς εξέταση ζήτημα.

    V. Προβληματισμοί ως προς την πρόσφορη «αναιρετική δίοδο» για τον διάδικο στη διαδικασία που έπεται της αθώωσης

    Τα ανωτέρω δίδουν έναυσμα για τη διατύπωση των ακόλουθων σκέψεων:

    – Με την υπ’ αριθ. 1161/2020 απόφαση το Ακυρωτικό εκλήθη εμμέσως να επιληφθεί του ζητήματος της παραβίασης του τεκμηρίου διά του αναιρετικού λόγου της υπερβάσεως εξουσίας. Η παραβίαση δε αυτή αφορούσε σε συγκατηγορούμενες της αναιρεσείουσας στον πρώτο βαθμό ειδικευόμενες ιατρούς που λόγω της αθώωσής τους δεν είχαν την ιδιότητα του διαδίκου στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο.

    – Η υπ’ αριθ. 32/2017 απόφαση του Αρείου Πάγου εξέτασε συναφή πραγματικά περιστατικά υπό το πρίσμα, όμως, έτερου αναιρετικού λόγου, ήτοι της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας κατ΄άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ ΚΠΔ.

    – Δεδομένου ότι σε αμφότερες τις ως άνω περιπτώσεις παραβιάστηκε το τεκμήριο αθωότητας τρίτου-μη διάδικου προσώπου, ανακύπτει το ερώτημα ποιο πρόσωπο και διά ποιας αναιρετικής οδού είχε τη δυνατότητα να προσβάλλει τις ανωτέρω αποφάσεις των δικαστηρίων της ουσίας.

    – Δημιουργείται, επίσης, προβληματισμός αναφορικά με το πώς μπορεί να αποκατασταθεί η βλάβη που υφίσταται ο ίδιος ο αθωωθείς, μέσω της αμφισβήτησης της αθωότητάς του σε αντίστοιχες με τις ανωτέρω περιπτώσεις.

    Κατά την κρίση του γράφοντος συναφείς με την προβληματική αναιρετικοί λόγοι είναι οι εξής:

    (i) Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ ΚΠΔ)

    Στο προαναφερθέν νομολογιακό παράδειγμα της υπ’ αριθ. 32/2017 απόφασης του Αρείου Πάγου προκρίθηκε ως αναιρετική δίοδος για την παραβίαση της προηγούμενης αθώωσης η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας.

    Ειδικότερα, η απόφαση προσεβλήθη ως μη νομίμως αιτιολογημένη, διότι περιείχε σκέψεις περί αμελούς συμπεριφοράς (ιατρικώς ακατάλληλες ενέργειες) του αθωωθέντος. Το ακυρωτικό απέρριψε ως αβάσιμη την αιτίαση αυτή με το επιχείρημα της μη δέσμευσης του εφετείου από την προγενέστερη αθωωτική απόφαση.56

    Οι απορριπτικές όμως παραδοχές του Ακυρωτικού φαίνεται να προσκρούουν σε θεμελιώδεις αρχές, καθώς δεν δύναται να θεωρηθεί νόμιμη η αιτιολογία ποινικής απόφασης που αξιολόγησε ελλιπώς και επιλεκτικώς τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως και το αποδεικτικό υλικό, αγνοώντας την προηγηθείσα αθώωση.
    57

    Άλλωστε, η αιτιολογία της απόφασης αυτής κλονίζει τη θεμελιώδη αρχή της ασφάλειας δικαίου, καθόσον, ανατρέπει την ήδη κεκτημένη αθώωση, προκαλώντας αντιφατικές δικαστικές κρίσεις εντός της εννόμου τάξεως (και μάλιστα αντιφατικές αποφάσεις της ίδιας δικαιοδοσίας, επί των ταυτόσημων πραγματικών περιστατικών).

    (ii) Υπέρβαση εξουσίας (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Θ΄ ΚΠΔ)

    Η παράβαση του άρθρου 470 εδ. α΄ ΚΠΔ, δηλαδή η ανεπίτρεπτη άμεση ή έμμεση χειροτέρευση της θέσης του κατηγορούμενου, γίνεται παγίως δεκτό, τόσο από τη θεωρία58, όσο και από τη νομολογία59 ότι συνιστά υπέρβαση εξουσίας.

    Ως «έμμεση χειροτέρευση» νοείται η νομική χειροτέρευση, η χωρίς δηλαδή επαύξηση της ποινής αποδοχή βαρύτερης ενοχής για τον κατηγορούμενο60. Ο όρος αυτός είναι πρόσφορος εννοιολογικά να καλύψει εκείνες τις περιπτώσεις χειροτέρευσης της θέσης του κατηγορούμενου που δεν ανάγονται στο πεδίο των ποινικών κυρώσεων, αλλά στον χώρο της νομικής αξιολόγησης.

    Είναι δε αναγκαίο να επισημανθεί ότι το διατακτικό και το αιτιολογικό συναπαρτίζουν ένα ενιαίο σύνολο, ήτοι τη δικαστική απόφαση, η οποία δεν αποτελεί παρά έγγραφο αιτιολογημένης πεποιθήσεως61. Στο πλαίσιο αυτό, το μεν διατακτικό είναι κενό και στερείται δύναμηςπειθούς όταν απουσιάζει πλήρες και εμπεριστατωμένο αιτιολογικό, ενώ και το
    αιτιολογικό στερείται νοήματος άνευ διατακτικού. Ακολούθως, κάθε σκέλος της δικαστικής απόφασης πρέπει να αναπτύσσει εκείνα τα ποιοτικά χαρακτηριστικά που του προσδίδουν λειτουργική αυτοτέλεια62. Λογική επέκταση και συνέπεια αυτού αποτελεί το γεγονός ότι η χειροτέρευση του άρθρου 470 ΚΠΔ είναι δυνατό να επέλθει και από το τμήμα της αιτιολογίας της απόφασης, που εφόσον αναφερόμαστε στην έμμεση χειροτέρευση, αφορά στην ενοχή. Άλλωστε, το τμήμα του αιτιολογικού που αφορά στην ενοχή, στηρίζει – δικαιολογεί το αντίστοιχο σκέλος του διατακτικού, περιέχοντας ενίοτε συλλογισμούς που αναπτύσσουν σαφή επίδραση στην κοινωνική παράσταση του κατηγορουμένου63. Ως εκ τούτου, είτε είναι ορθή, είτε εσφαλμένη η απόφαση του δικαστηρίου που προσβάλλεται με ένδικο μέσο, σε κάθε περίπτωση, το δικαστήριο που επιλαμβάνεται του τελευταίου δεν δύναται να μεταβάλλει επί τα χείρω, ούτε την κατηγορία, ούτε την αιτιολογία αυτής.64

    Το τελευταίο συμπέρασμα δεν μπορεί να αναιρεθεί από το γεγονός ότι η αιτιολογία δεν καλύπτεται από το δεδικασμένο. Άλλωστε, η αιτιολογία δεν καταλείπεται εκτός του ενδιαφέροντος του ποινικού δικονομικού νομοθέτη, αλλά και του κατηγορουμένου.65

    Εξ όσων αναλύθηκαν αμέσως ανωτέρω προκύπτει ότι τυχόν άποψη ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί μεν στο αιτιολογικό της απόφασής του να χαρακτηρίσει ορθά την πράξη, διατυπώνοντας την κρίση ότι διαπράχθηκε βαρύτερο έγκλημα ή κρίση που προκαλεί βαρύτερη προσβολή της κοινωνικής υπόστασης του κατηγορούμενου μέσω της κατάφασης βαρύτερου αδίκου, δεν έχει όμως την εξουσία στο διατακτικό να κηρύξει την ενοχή του για το «βαρύτερο» αδίκημα, δεν μπορεί να γίνει δεκτή ως αντικείμενη στην ορθολογική αιτιολόγηση των αποφάσεων.66

    Στο πλαίσιο της υπ’ αριθ. 1161/2020 αποφάσεως του Αρείου Πάγου το ζήτημα της παράβασης του τεκμηρίου αθωότητας των ειδικευόμενων ιατρών, εξετάστηκε, λοιπόν, υπό τον μανδύα του αναιρετικού λόγου της υπέρβασης εξουσίας, όπως έχει ήδη αναφερθεί ανωτέρω, αφ’ ης στιγμής το δικαστήριο της ουσίας για να θεμελιώσει την ενοχή της κατηγορουμένης διέλαβε κρίσεις αντίθετες προς την αθωότητα των ήδη αθωωθεισών ειδικευόμενων ιατρών. Μολονότι δεν μετέβαλε τον νομικό χαρακτηρισμό της πράξης, δέχθηκε νέα πραγματικά περιστατικά τα οποία δεν προσδίδουν απλώς μεγαλύτερη αντικειμενική απαξία στην πράξη, αλλά επί της ουσίας θεμελιώνουν το άδικο αυτής.

    Το Ακυρωτικό και σε αυτήν την περίπτωση απέρριψε τον σχετικό αναιρετικό λόγο, με την αιτιολογία ότι δεν υπάρχει δέσμευση του εφετείου από την προγενέστερη αθωωτική απόφαση. Ωστόσο, αγνόησε την ύπαρξη «συνδέσμου» ανάμεσα στις δύο διαδικασίες και τη συνεπακόλουθη μετενέργεια του τεκμηρίου αθωότητας που επιβάλλει τον απόλυτο σεβασμό της προηγηθείσας αθώωσης.

    (iii) Παραβίαση δεδικασμένου (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ΣΤ΄ ΚΠΔ)

    Κοινό τόπο των απορριπτικών κρίσεων του Αρείου Πάγου στις ανωτέρω περιπτώσεις αποτελεί η μη δέσμευση του δικαστηρίου από τις ουσιαστικές παραδοχές της προηγούμενης αθωωτικής ποινικής απόφασης. 67Πράγματι, ως ανωτέρω επισημάνθηκε, η παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας δεν επιφέρει δέσμευση του μεταγενέστερου δικαστηρίου ως προς το διατακτικό της αποφάσεως. Πλην όμως, παράγεται «οιονεί» δέσμευση υπό τη μορφή του περιορισμού ως προς την εκφορά της δικανικής κρίσεως. Περιορίζεται, δηλαδή, το δικαστήριο σε σχέση με τις παραδοχές που θα διατυπώσει στο σκεπτικό της αποφάσεως, καθώς και ως προς τις γλωσσικές διατυπώσεις που θα χρησιμοποιήσει, προκειμένου να διαφυλάξει όσα έχουν ήδη κριθεί, ήτοι την αθώωση. Γεννάται, επομένως, το ερώτημα αν υπό αυτή την πτυχή της «οιονεί δέσμευσης» θα μπορούσε να τεθεί το ζήτημα ενώπιον του
    ακυρωτικού διά του αναιρετικού λόγου της παραβίασης δεδικασμένου.

    Η απάντηση στον προβληματισμό αυτόν είναι μάλλον αρνητική, διότι: (α) ελλείπει μία από τις βασικές προϋποθέσεις για την θεμελίωση του ανωτέρω λόγου, ήτοι η ταυτότητα προσώπου, (β) στην εμβέλεια του αναιρετικού αυτού λόγου υπάγονται μόνον οι περιπτώσεις, από τις οποίες παράγεται δεδικασμένο και όχι οι περιπτώσεις «οιονεί δέσμευσης». 68Ένα ακόμα επιχείρημα περί της αδυναμίας υπαγωγής των ανωτέρω περιπτώσεων στον υπό εξέταση λόγο θα μπορούσε να συνάγει κανείς και από τον χώρο της πολιτικής δικαιοσύνης, όπου η σχετική αιτίαση έχει τεθεί πολλάκις ενώπιον του ακυρωτικού. Ο προβαλλόμενος λόγος της παραβίασης δεδικασμένου δεν ευδοκιμεί, καθόσον το τεκμήριο αθωότητας αποσυνδέεται από το δεδικασμένο και δεν αναπτύσσει τέτοια δεσμευτική ενέργεια.

    Τέλος, σημειώνεται ότι εξετάστηκε και η τυχόν στοιχειοθέτηση του αναιρετικού λόγου της απόλυτης ακυρότητας που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α΄ ΚΠΔ) σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ΄ ΚΠΔ.69 Πλην όμως, ο λόγος αυτός δεν θα μπορούσε να προβληθεί βασίμως ενώπιον του Ακυρωτικού, ελλείψει εννόμου συμφέροντος, καθώς φορέας του τεκμηρίου αθωότητας που παραβιάσθηκε δεν ήταν η αναιρεσείουσα.

    Συνοψίζοντας, εκ των ανωτέρω καταλήγουμε στα ακόλουθα συμπεράσματα:

    – Εκ των «συναφών» αναιρετικών λόγων που αναλύθηκαν προκρίνεται ως βάσιμος αυτός της υπερβάσεως εξουσίας70, διότι αποτυπώνει ορθότερα τη σημαντική επίδραση που ασκεί η προσβολή του τεκμηρίου αθωότητας τρίτου στην αναιρεσείουσα. Δεν πρόκειται, απλώς, για ελλιπή αιτιολογία της καταδικαστικής κρίσης, αλλά για ουσιωδέστερη πλημμέλεια, η οποία πλήττει καίρια τα θεμέλια της απόφασης και οδηγεί σε ανεπίτρεπτη χειροτέρευση της θέσης της κατηγορουμένης.

    – Η παράθεση των ως άνω αναιρετικών λόγων, επί της ουσίας, αποτυπώνει τη «δικονομική» προσπάθεια του διαδίκου τον οποίο επηρεάζει άμεσα η παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας έτερου προσώπου, να «διορθώσει» την παραβίαση αυτή.

    – Ανακύπτει δε το ζήτημα της προστασίας του αθωωθέντος τρίτου (ήτοι του «αμέσως προσβληθέντος»), ο οποίος δεν νομιμοποιείται να ασκήσει το ένδικο μέσο της αναίρεσης κατά αποφάσεως εκδοθείσας επί υποθέσεως στην οποία δεν ήταν διάδικος.

    – Λύση στο «αδιέξοδο» μπορεί να δοθεί με την καταφυγή στο πάντοτε ενεργό δικαίωμα του Εισαγγελέως, να προσβάλλει την απόφαση που παραβιάζει καθ’ οιονδήποτε τρόπο το τεκμήριο αθωότητος «τρίτου – μη διαδίκου», το οποίο ενεργοποιείται, είτε αυτεπάγγελτως, είτε κατόπιν σχετικής αιτήσεως των εμπλεκόμενων μερών.

    VI. Η προστασία του αθωωθέντος από την προσβολή του τεκμηρίου αθωότητάς του στην εθνική έννομη τάξη

    Εξ όσων αναλυτικώς εκτέθηκαν ανωτέρω, κατέστη απολύτως σαφές ότι η προσπάθεια προστασίας του τεκμηρίου αθωότητας διά της αναιρετικής οδού, προϋποθέτει την ιδιότητα του διαδίκου.

    Παραμένει, επομένως, σε «εκκρεμότητα» το ζήτημα της προστασίας του τρίτου – μη διαδίκου, που δικαιούται να διασφαλίσει την κεκτημένη αθώωσή του, η οποία αποτελεί πλέον αναπόσπαστο τμήμα της προσωπικότητάς του. Ανακύπτει, δηλαδή, το ερώτημα πώς, στο υπό εξέταση παράδειγμα θα μπορούσαν οι ειδικευόμενες ιατροί να αξιώσουν προστασία λόγω της παραβίασης της αθωότητάς τους.

    Απάντηση στο ερώτημα αυτό δίδει ο νόμος 4596/2019, ο οποίος είναι αποτέλεσμα συμμόρφωσης με την Οδηγία (ΕΕ) 2016/34371. Στο άρθρο 7 του ως άνω νόμου προβλέπεται η δυνατότητα αποζημίωσης για την παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας στο προ της αθώωσης στάδιο72. Για τις προσβολές που λαμβάνουν χώρα μετά την αθώωση η αιτιολογική έκθεση του νόμου προβλέπει ότι «μετά δεν υπάρχει “ύποπτος” ή “κατηγορούμενος”, αλλά αμετάκλητα αθωωθείς, … οπότε το τεκμήριο αθωότητας μετενεργεί και απαγορεύεται οποιαδήποτε έκφραση υπονοιών ως προς την αθωότητα … ο δε απαλλαγείς προστατεύεται με βάση τις σχετικές αστικές και ποινικές διατάξεις για την προστασία της προσωπικότητας και της τιμής, αντίστοιχα»73. Στο μετά την αθώωση στάδιο ο νομοθέτης δεν ρυθμίζει ειδικώς την προστασία της τιμής και της προσωπικότητας του αθωωθέντος, αλλά παραπέμπει στις γενικές διατάξεις του ποινικού και αστικού δικαίου. Η διαφοροποίηση της προστασίας, μεταξύ δύο αυτών σταδίων, δημιουργεί την εντύπωση νομοθετικού κενού, καθώς φαίνεται πιο δραστική η προστασία σε ένα στάδιο που η αθωότητα είναι τεκμαιρόμενη, ενώ λιγότερο ισχυρή και πιο «αδύναμη» στο στάδιο που καθίσταται κεκτημένη – «αποδεδειγμένη».74

    VII. Επίλογος

    Σκοπός της παρούσης μελέτης ήταν να «φωτιστεί» κυρίως η δεύτερη πτυχή (εξωτερική όψη) του τεκμηρίου αθωότητας, η οποία εκτείνεται στο μεταγενέστερο της ολοκλήρωσης της ποινικής δίκης στάδιο και εξασφαλίζει την προστασία της υπόληψης και της φήμης του διαδίκου. Έγινε, λοιπόν, χρήση των όρων «εμβέλεια» και «μετενέργεια» του τεκμηρίου, έννοιες που φιλοδοξούν να αποτυπώσουν την αρχή της διατήρησης των κεκτημένων75 και στον χώρο της ποινικής δικαιοσύνης.

    Ανεδείχθη η σημασία της προστασίας της αμετάκλητης αθώωσης (τόσο του διαδίκου, όσο και του τρίτου – μη διαδίκου) και στο πλαίσιο επόμενων διαδικασιών, ιδίως της ποινικής δικαιοδοσίας, ζήτημα το οποίο έχει ελάχιστα απασχολήσει, τόσο τα δικαστήρια της ουσίας, όσο και το Ακυρωτικό. Κατέστη δε σαφής η «εξασθένηση» της προστασίας του τεκμηρίου στην πράξη, στο στάδιο που έπεται της εκδόσεως αμετάκλητης ποινικής αποφάσεως. Το γεγονός αυτό φαντάζει οξύμωρο, αν αναλογιστεί κανείς ότι προφυλάσσεσαι εντονότερα από τις εισαγγελικές και δικαστικές αρχές η τεκμαιρόμενη αθωότητα του διαδίκου από την αμετακλήτως «αποδεδειγμένη» (!)

    Ωστόσο, κατά την άποψη του γράφοντος η διαφοροποίηση αυτή, οφείλεται μάλλον σε «παράλειψη» των δικαστικών αρχών που επιλαμβάνονται ποινικής φύσεως υποθέσεων να συμμορφωθούν με τις επιταγές της νομολογίας του ΕΔΔΑ και να προστατεύσουν την κεκτημένη αθώωση και εν τοις πράγμασι.

    Ανεξαρτήτως δε του δικονομικού μέσου με το οποίο θα επιτευχθεί η μέγιστη δυνατή προστασία του αθωωθέντος, κρίνεται σημαντικό να εδραιωθεί η πεποίθηση σε όλους τους παράγοντες της ποινικής δίκης σε κάθε στάδιο αυτής, για τον ειλικρινή, και όχι «θεωρητικό» και κατ’επίφαση76, σεβασμό του τεκμηρίου και τη διαφύλαξη της αθώωσης. Ο ειλικρινής αυτός σεβασμός όλων των εκφάνσεων του τεκμηρίου αθωότητας προϋποθέτει διεργασίες βαθύτερες, αποτελώντας έναν «ενδείκτη» της νομικής μας παιδείας και του νομικού πολιτισμού μας. 77Άλλωστε, η προστασία του δεν θα πρέπει να αποτελεί «ευχολόγιο», αλλά καθίσταται δικαιοπολιτικώς επιβεβλημένη, αν αναλογιστούμε τον αντίκτυπο της ενδεχόμενης παραβίασης αυτού, ιδίως στο πλαίσιο της ποινικής δίκης σε ένα κράτος δικαίου.

    References

    • Andreou F., Code of Criminal Procedure, 2005, p. 1260.
    • Apostolakis G., Presumption of innocence and civil litigation: An intra-jurisdictional dialogue, in www.lawspot.gr, 2019.
    • Bourmas G., Remarks on the no. 32/2017 judgment of the Supreme Court (Penal) (Bodily injury caused by negligence – Medical liability – Grounds for conviction – Absolute invalidity) in Criminal Justice 2018, p. 1129.
    • Chioni-Chotouman C., Remarks on judgment no. 57333/14 ECtHR of 28.11.2023, case M. v. Greece – Presumption of innocence and statements in separate proceedings, Criminal Justice 2024, pp. 97-99.
    • Chirdaris V., Comment on judgment Allen v. United Kingdom, Nomiko Vima 2016, p. 1523.
    • Delikostopoulos I., The ground of appeal under article 559 n. 11 of the Civil Code after the application of law 4335/2015, Greek Justice 2017, p. 667.
    • Delikostopoulos I., Remarks on the judgment no 4/2020 of the Grand Chamber of the Supreme Court of Greece, Greek Justice 2020, p. 1039.
    • Gialamas Ch., Issues from the binding scope of judicial decisions between civil and criminal proceedings (On the occasion of decisions 715/2017, 1422/2017), Greek Justice 2018, p. 1626.
    • Ηarris, O’ Boyle & Warbrick, Law of the European Convention on Human Rights, Fourth edition, 2018, p. 464.
    • Kaiafa-Gbandi M., Remarks on judgment no 538/1996 of the Supreme Court of Greece, in Defense 1996, p. 1286.

    • Kotsoglou K., Judgment of acquittal – Statement of reasons – Independent pleas – In dubio pro reo or presumed innocence, Chriminal Chronicles 2023, p. 84.
    • Magrippi A., Limitations on the protection of Article 6 ECHR in criminal cases, 2016, p. 13.
    • Margaritis L., Code of Criminal Procedure, Interpretation by article, v. II, p. 2087.
    • Margaritis L., The New Code of Criminal Procedure, Interpretation by article of Law 4620/2019, v. II, 2020, p. 1713.
    • Margaritis L./Adambas V., Prohibition of deterioration of the position of the accused, 2011, p. 692.
    • Margaritis L./Vasileiadis N., Ne bis in idem and presumption of innocence – Bribery and Law 1608/1950 – Self-incrimination, double criminality and money laundering – Private Consultancy, Part A’ and Part B, in Criminal Justice 2018, pp. 809 and 976.
    • Oikonomou A., Scope of the presumption of innocence after the acquittal of the accused, in particular in the context of different jurisdictions, Criminal Chronicles 2023, p. 241.
    • Papadamakis A.Ch., Criminal Procedure, Theory – Practice – Jurisprudence, 10th Edition, 2021, p. 612.
    • Pennington Κ., Innocent Until Proven Guilty: Τhe Origins of a Legal Maxim, in Τhe Jurist, 2003, p. 106.
    • Platia Ch., The presumption of innocence and its power in civil proceedings after the end of criminal proceedings – The development of the case law of the ECHR and the Supreme Court, Peiraiki Nomologia 2017, p. 292.
    • Savvidis N., The presumption of innocence in criminal proceedings in the light of the case law of the European Court of Human Rights and the Greek Supreme Court – Current issues related to the “burden of proof” in criminal proceedings, the principle “in dubio pro reo” and the need for a reasoned rejection (solely?) of the “independent pleas”, in Criminal Justice 2023, p. 1297.
    • Salamoura E., Comment on the judgment Kapetanios and Others v. Greece, in Nomiko Vima 2015, p. 848.
    • Sevastidis Ch., Criminal Code (Law 4619/2019) & Code of Criminal Procedure (Law 4620/2019), 4th edition (with selective comments), 2023.
    • Sevastidis Ch., Commitment of a civil court by an acquittal of a criminal judgment: application of the presumption of innocence or exceeding the letter and purpose of Article 6 para. 2 ECHR, Greek Justice 2019, p. 682.
    • Sevastidis Ch., Code of Criminal Procedure, Law 4620/2019, Interpretation by article, v. I (Articles 1-88), 2nd Edition, 2023, p. 1312.
    • Syrogianni S., The aftereffect of presumption of innocence, Diploma Thesis in the framework of the LLM in Criminal Sciences, Specialization in Criminal Law and Criminal Procedure, University year 2022-2023, available in electronic form in the electronic database of the National and Kapodistrian University of Athens, https://pergamos.lib.uoa.gr
    • Tsiridis P., Presumption of innocence and the new EU Directive, Criminal Justice 2017, p. 10.
    • Triantafyllou G. in Kotsalis L.G., European Convention on Human Rights and Criminal Law, Interpretation and application of articles 1-10 ECHR, 2014, p. 470.
    • Vogiatzis P. G., Ne bis in idem and presumption of innocence from criminal to administrative proceedings: issues of incompatibility between the ECtHR and the
    Council of State, in Theory and Practice of Administrative Law, 2015, p. 533.
    • Vogiatzis P. in Sisilianos L.A., European Convention on Human Rights Interpretation by Article, 2nd updated edition, 2017, p. 306.
    • Voulgaris D., Comments on no. 1505, 1574/2016 judgment of the Piraeus Court of
    Appeals, in Criminal Chronicles 2017, p. 438.

    1 . Κατά την ακριβή διατύπωση της διάταξης: «Παν πρόσωπον κατηγορούμενον επί αδικήματι τεκμαίρεται ότι είναι αθώον μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του».

    2 . Σύμφωνα με την διάταξη: «Κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για ποινικό αδίκημα τεκμαίρεται ότι είναι αθώο έως ότου η ενοχή του αποδειχθεί σύμφωνα με το νόμο».

    3 . Για τη νομοθετική κατοχύρωση του τεκμηρίου αθωότητας σε διεθνές επίπεδο ορ. σχετικά το άρθρο 9 της Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη του 1789, στο οποίο ορίζεται ότι «επειδή κάθε άνθρωπος θεωρείται αθώος έως ότου αποδειχτεί η ενοχή του, αν κριθεί αναγκαίο να συλληφθεί, κάθε αυστηρό μέτρο που δεν θα ήταν αναγκαίο για τη σύλληψή του απαγορεύεται αυστηρά από το νόμο», το άρθρο 11 παρ. 1 της Οικουμενικής Διακήρυξης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, σύμφωνα με το οποίο «κάθε κατηγορούμενος για ποινικό αδίκημα πρέπει να θεωρείται αθώος, ωσότου διαπιστωθεί η ενοχή του σύμφωνα με τον νόμο, σε ποινική δίκη, κατά την οποία θα του έχουν εξασφαλιστεί όλες οι απαραίτητες για την υπεράσπισή
    του εγγυήσεις» και το άρθρο 40 παρ. 2 της Διεθνούς Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού, στο οποίο αναφέρεται ότι «β. κάθε παιδί ύποπτο ή κατηγορούμενο για παράβαση του ποινικού νόμου να έχει τουλάχιστον δικαίωμα στις ακόλουθες εγγυήσεις: i) να θεωρείται αθώο μέχρι να αποδειχθεί νόμιμα η ενοχή του.» Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, πλην της ΕΣΔΑ, το τεκμήριο αθωότητας κατοχυρώνεται στο άρθρο 48 παρ. 1 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο οποίο ορίζεται ότι «κάθε κατηγορούμενος τεκμαίρεται ότι είναι αθώος μέχρι αποδείξεως της ενοχής του σύμφωνα με τον νόμο». Σε επίπεδο δε εθνικής νομοθεσίας, κατοχυρώνεται πλέον στο άρθρο 71 ΚΠΔ, το οποίο είναι αποτέλεσμα συμμόρφωσης με την Οδηγία (ΕΕ) 2016/343, καθώς και με τον εφαρμοστικό αυτής νόμο υπ’ αριθ. 4569/2019. Σύμφωνα με το άρθρο 71 ΚΠΔ: «Οι ύποπτοι και οι κατηγορούμενοι τεκμαίρονται αθώοι μέχρι να αποδειχθεί η ενοχή τους σύμφωνα με τον νόμο».

    4. Ενδεικτικώς, η αρχή της μη αυτοενοχοποίησης και η αρχή in dubio pro reo, οι οποίες διαμορφώνουν ένα stricto sensu πλέγμα προστασίας για τον κατηγορούμενο. Ορ. αναλυτικά σε Μαγρίππη Α., Περιορισμοί στην προστασία του αρ. 6 ΕΣΔΑ στις ποινικές υποθέσεις, 2016, σ. 13 επ.

    5 . Ορ. σχετικά Σεβαστίδη Χ. Θ., Ποινικός Κώδικας (Ν. 4619/2019) & Κώδικας Ποινικής Δικονομίας (Ν. 4620/2019), Δ΄ έκδοση (με επιλεκτικά σχόλια), 2023, σ. 587, και ΟλΑΠ 4/2020, δημοσιευμένη μεταξύ άλλων σε ΧρΙΔ Κ/2020, σ. 692, όπου αναφέρεται ότι: «…πριν από το νόμο 4596/2019 η κατοχύρωση του τεκμηρίου αθωότητας στα προαναφερθέντα συμβατικά κείμενα (6 παρ. 2 Ε.Σ.Δ.Α., 14 παρ. 2 Δ.Σ.Α.Π.Δ. και 48 παρ. 1 Χ.Θ.Δ.Ε.Ε.) επέκτεινε τη ρυθμιστική εμβέλεια του τεκμηρίου εντός της ημεδαπής έννομης τάξεως δυνάμει του άρθρου 28 παρ. 1 του Συντάγματος, ενώ πλέον η προστασία αυτού (τεκμηρίου), ως περιεχομένου της ανωτέρω οδηγίας, αποτελεί κανόνα δικαίου της Ενώσεως. Με τις ως άνω αυξημένης τυπικής ισχύος διατάξεις κατοχυρώνεται και προστατεύεται το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου, το οποίο αποτελεί κατ’ αρχήν την δικονομική έκφανση του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, συνδεόμενο άμεσα με την αρχή της ενοχής (άρθρα 7.1. Συντ. και 14 Π.Κ.). Συνιστά ταυτόχρονα έκφραση της συνταγματικής αρχής του κράτους δικαίου, με την έννοια ότι καθιερώνει υποχρέωση της Πολιτείας και αντίστοιχο δικαίωμα του κάθε εμπλεκόμενου στην ποινική διαδικασία προσώπου να αξιώνει την ποιότητα της μεταχειρίσεως που θα επιφυλασσόταν σε έναν αθώο, μέχρις ότου να κηρυχθεί η ενοχή του.»

    6 . Ορ. σχετικά άρθρο 178 παρ. 2, 3 ΚΠΔ, στο οποίο ορίζεται ότι: «2. Οι δικαστές και οι εισαγγελείς εξετάζουν αυτεπαγγέλτως όλα τα αποδεικτικά μέσα, που θεμελιώνουν την ενοχή ή κατατείνουν στην αθωότητα του κατηγορουμένου καθώς και κάθε στοιχείο που αφορά την προσωπικότητά του και επηρεάζει την επιμέτρηση της ποινής. Ο κατηγορούμενος δεν είναι υποχρεωμένος να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία για τα πραγματικά περιστατικά που επικαλείται υπέρ του. Οι δικαστές και οι εισαγγελείς είναι υποχρεωμένοι να ερευνούν με επιμέλεια κάθε στοιχείο ή αποδεικτικό μέσο που επικαλέστηκε υπέρ αυτού ο κατηγορούμενος, αν αυτό είναι χρήσιμο για να εξακριβωθεί η αλήθεια. 3. Οποιαδήποτε αμφιβολία περί της ενοχής είναι προς όφελος του κατηγορουμένου ή του υπόπτου.» και τον σχολιασμό του Χ. Θ. Σεβαστίδη στον Ποινικό Κώδικα (Ν. 4619/2019) & Κώδικα Ποινική Δικονομίας (Ν. 4620/2019), ό.π., σελ. 652, όπου αναφέρει ότι το ως άνω άρθρο «ενισχύει το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου, θέτοντας τις προϋποθέσεις και τους όρους της ερευνητικής διαδικασίας των δικαστικών και εισαγγελικών αρχών και του σχηματισμού πλήρους δικανικής πεποίθησης σχετικά με την ενοχή του κατηγορουμένου, υποχρεώνοντας τους δικαστές και τους εισαγγελείς να λαμβάνουν υπόψη και να θέτουν στο επίκεντρο της κρίσης τους όχι μόνο τους λεγόμενους «αυτοτελείς ισχυρισμούς», αλλά και κάθε άλλο ισχυρισμό ή επιχείρημα του κατηγορουμένου που μπορεί να επηρεάσει τη δικαστική κρίση» (για τη λειτουργία του άρθρου 178 παρ. 2 και 3 ΚΠΔ βλ. και Σεβαστίδη Χ., η σημασία και η λειτουργία του άρθρου 178 παρ. 2 και 3 του νέου ΚΠΔ (έννοια «βάρους απόδειξης» και ενίσχυση τεκμηρίου αθωότητας), ΠοινΔικ (2019), σελ. 431 επ.)». Όπως εύστοχα επισημαίνει ο Κ. Κώτσογλου, Αθωωτική Απόφαση – Αιτιολογία – Αυτοτελείς Ισχυρισμοί. In dubio pro reo ή τεκμαιρόμενη αθωότητα; ΠοινΧρ 2023, 84, «…οι δικαστές και οι εισαγγελείς εξετάζουν αυτεπαγγέλτως όλα τα στοιχεία, ακόμη και αυτά που ‘κατατείνουν στην αθωότητα του κατηγορουμένου’. Αυτό ωστόσο αφορά την ύπαρξη του διαγνωστικού καθήκοντος, όχι την έκταση αυτού. Ο δικαστής χρειάζεται να εξετάσει το εκάστοτε αποδεικτικό μέσο μόνο κατά το μέτρο που αυτό θεμελιώνει εύλογη αμφιβολία. Αν και τα όρια είναι δυσδιάκριτα, μόλις θεμελιωθεί η εύλογη αμφιβολία, ο δικαστής θα πρέπει να θεωρήσει ότι έκανε το διαγνωστικό του καθήκον. Η ποινική δίκη υπόκειται σε χρονικούς και οικονομικούς περιορισμούς και θα πρέπει να είναι στοχευμένη και αποτελεσματική.»

    7 . Τριανταφύλλου Γ. σε Κοτσαλή Λ., Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου & Ποινικό Δίκαιο, Ερμηνεία και εφαρμογή των άρθρων 1-10 ΕΣΔΑ, 2014, σ. 470.

    8 . Τριανταφύλλου Γ. σε Κοτσαλή Λ., ό.π., σ. 472.

    9 . Όπως εύστοχα επισημαίνεται από την Οικονόμου Α. στην μελέτη της υπό τον τίτλο «Εμβέλεια του τεκμηρίου αθωότητας μετά την αθώωση του κατηγορουμένου, ιδίως στο πλαίσιο διαφορετικών δικαιοδοσιών», ΠοινΧρ 2023, σ. 241 επ.: «…επειδή μόνον η νόμιμη κατά το εκάστοτε εθνικό δίκαιο απόδειξη της ενοχής του κατηγορουμένου καταλύει το τεκμήριο αθωότητας, τούτο εξακολουθεί να ισχύει μετά την αθώωσή του, ανεξαρτήτως του αν αυτή επήλθε λόγω αμφιβολιών, ή με την περάτωση της δίκης καθ’ οιονδήποτε νόμιμο τρόπο, επί παραδείγματι με την παύση της ποινικής δίωξης εις βάρος του ή την κήρυξη αυτής ως απαράδεκτης».

    10 . Βλ. σχετικά την απόφαση μείζονος συνθέσεως του ΕΔΔΑ Allen κατά Ηνωμένου Βασιλείου της 12.07.2013 αρ. πρ. 25424/09, σκέψη 94: «However, in keeping with the need to ensure that the right guaranteed by Article 6 § 2 is practical and effective, the presumption of innocence also has another aspect […] is to protect individuals who have been acquitted of a criminal charge, [….] from being treated by public officials and authorities as though they are in fact guilty of the offence charged. […] Without protection to ensure respect for the acquittal or the discontinuation decision in any other proceedings, the fair-trial guarantees of Article 6 § 2 could risk becoming theoretical and illusory. What is also at stake once the criminal proceedings have concluded is
    the person’s reputation and the way in which that person is perceived by the public.»

    11 . Ορ. σχετικά Βογιατζή Π. σε Σισιλιάνο Λ.–Α., «Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου Ερμηνεία κατ’ άρθρο», 2 έκδοση ενημερωμένη & εμπλουτισμένη, 2017, σελ. 306, ο οποίος διακρίνει τρεις περιπτώσεις εφαρμογής του τεκμηρίου αθωότητας εκτός της ποινικής δίκης, ως εξής: α) υποθέσεις που αφορούν σε καταβολή δικαστικών εξόδων ή αποζημίωση μετά
    την αθώωση ή την παύση της ποινικής δίωξης, β) περιπτώσεις που το τεκμήριο «ακολουθεί» τον διάδικο σε επόμενες συναφείς δίκες και γ) υποθέσεις για προσβολή του τεκμηρίου από μη δικαστικές αρχές.

    12 . Η υποχρέωση σεβασμού του τεκμηρίου αφορά, τόσο σε μεταγενέστερες της αθωωτικής/απαλλακτικής κρίσης διαδικασίες εντός της ίδιας ποινικής υποθέσεως, όσο και εκτός αυτής στο πλαίσιο συναφών διαδικασιών (ποινικών και μη ποινικών). Όσον αφορά δε στις δικαστικές αποφάσεις το αθωωτικό διατακτικό δεν θα πρέπει να «αναιρείται» από το σκεπτικό, ενώ αιτιολογίες και παραδοχές που προσκρούουν στην αθωωτική κρίση δεν γίνονται αποδεκτές ούτε στο κείμενο αποφάσεων εκδοθεισών επί συναφών δικαστικών διαδικασιών.

    13 . Ορ. σχετικά Βογιατζή Π. σε Σισιλιάνο Λ.-Α., ό.π., σ. 306, ο οποίος επισημαίνει ότι το τεκμήριο αθωότητας ως στοιχείο της προσωπικότητας του διαδίκου οφείλει να γίνεται σεβαστό από τις κρατικές αρχές πέρα από τα στενά όρια της ποινικής δίκης.

    14 . Ορ. ενδεικτικώς την απόφαση Allen κατά Ηνωμένου Βασιλείου (αρ. πρ. 25424/09), σκέψη 103 επ., με τις εκεί νομολογιακές παραπομπές σε προγενέστερη νομολογία του δικαστηρίου. Ομοίως, οι μεταγενέστερες αποφάσεις του δικαστηρίου που εξετάζουν την προβληματική της παραβίασης ή μη του τεκμηρίου αθωότητας: Agapov κατά Ρωσίας της 06.10.2020 (αρ. πρ. 52464/15), Farzaliyer κατά Αζερμπαϊτζάν (αρ. πρ. 29620/07), Διαμαντόπουλος κατά Ελλάδας της 08.03.2022 (αρ. πρ. 68144/13), Ηλίας Παπαγεωργίου κατά Ελλάδος της 10.12.2020 (αρ. πρ. 44101/13), Fleischner κατά Γερμανίας 03.10.2019 (αρ. πρ. 61985/12). Χαρακτηριστικά δε ο Σεβαστίδης Χ. αναφέρει στην μελέτη του υπό τον τίτλο «Δέσμευση πολιτικού δικαστηρίου από αθωωτική ποινική απόφαση: εφαρμογή του τεκμηρίου αθωότητας ή υπέρβαση του γράμματος και του σκοπού του άρθρου 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ;» (ΕλλΔνη 3/2019, σ. 682-700): «Αποτέλεσμα της συλλογιστικής αυτής του ΕΔΔΑ είναι να θεωρείται ως απαγορευμένη (και) κάθε μεταγενέστερη της αμετάκλητης αθώωσης του κατηγορουμένου δικαστική κρίση που θέτει υπό αμφισβήτηση την ορθότητα της αθώωσής του».

    15 . Ορ. σχετικά Σεβαστίδη Χ., Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Ν. 4620/2019, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, τόμος Ι (Άρθρα 1-88), Β΄ έκδ. 2023, σ. 1312, όπου σημειώνει ότι αθωωτική ποινική απόφαση κατά την ως άνω έννοια μπορεί να είναι η απόφαση που διαπιστώνει πανηγυρικά την μη τέλεση του εγκλήματος, π.χ. την έλλειψη στοιχείων της αντικειμενικής ή υποκειμενικής υπόστασης ή απόφαση που απαλλάσσει τον κατηγορούμενο «λόγω αμφιβολιών» ή απόφαση που αναστέλλει την ποινική διαδικασία ή που παύει οριστικά την ποινική δίωξη ή ακόμα και αντίστοιχου περιεχομένου βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου, με εκεί παραπομπές σε νομολογία του ΕΔΔΑ. Επισημαίνει δε ότι παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας μπορεί να προκύψει ακόμα και από προηγούμενη αρχειοθέτηση μήνυσης λόγω παραγραφής του αδικήματος. Στην ίδια κατεύθυνση το ΕΔΔΑ (υπόθεση A.P., M.P. και T.P. κατά Ελβετίας, 29.08.1997) δέχθηκε παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας στην περίπτωση που έπαυσε η ποινική δίωξη, λόγω θανάτου του κατηγορουμένου, και σε επόμενη δίκη σε βάρος των συγκατηγορουμένων του το ποινικό δικαστήριο διατύπωσε παραδοχές περί της ενοχής του αποβιώσαντος, όπως θα αναλυθεί κατωτέρω.

    16 . Ορ. και Τριανταφύλλου Γ., ό.π., σ. 502 επ., Βογιατζή Π., ό.π., σ. 310.

    17 . Κατά τον Βογιατζή Π., ό.π., σ. 310, αυτό μπορεί να συμβεί όταν, μεταξύ άλλων, η επακολουθήσασα διαδικασία συνεπάγεται την επανεξέταση της κρίσης του ποινικού δικαστηρίου και ιδιαίτερα, στην περίπτωση που το αρμόδιο δικαστήριο επανεκτιμήσει τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίστηκαν ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου ή αποφανθεί επί της τέλεσης από τον προσφεύγοντα μιας ή περισσοτέρων πράξεων που αποτέλεσαν στοιχεία της ποινικής του δίωξης, με την εκεί παραπομπή στην Allen κατά Ηνωμένου Βασιλείου της (αρ. προσφυγής 25424/09). Ορ. σχετικά και απόφαση Agapov κατά Ρωσίας (αρ. προσφυγής 52464/15), στην οποία το ΕΔΔΑ επεσήμανε ότι «there was a direct link between the concluded criminal proceedings and the civil proceedings». Ο σύνδεσμος αυτός εντοπίστηκε στα ακόλουθα δύο σημεία: (1) οι αστικές αξιώσεις βασίστηκαν στο αποδεικτικό υλικό που συνελέγη από τον ανακριτή και (2) η αξίωση αποζημίωσης αντιστοιχούσε στην ζημία του ποινικού αδικήματος.

    18 . ΕΔΔΑ Fleischner κατά Γερμανίας την 03.10.2019 (αρ. προσφυγής 61985/12), στην οποία αξιολογήθηκε η συμμετοχή του διαδίκου στις πράξεις, για τις οποίες απηλλάγη, για τον προσδιορισμό της αστικής του ευθύνης.

    19 . Για όλα τα ανωτέρω ορ. Σεβαστίδη Χ., Δέσμευση πολιτικού δικαστηρίου από αθωωτική ποινική απόφαση: εφαρμογή του τεκμηρίου αθωότητας ή υπέρβαση του γράμματος και του σκοπού του άρθρου 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ, ό.π., υποσημείωση 42.

    20 . Ενδεικτικώς η ελληνικού ενδιαφέροντος απόφαση του ΕΔΔΑ Ηλίας Παπαγεωργίου κατά Ελλάδος, με την οποία κρίθηκε ότι η απαλλαγή από την ποινική ευθύνη δεν αποκλείει την αστική ευθύνη για αποζημίωση, ακόμα και αν η αδικοπρακτική βάση της αξίωσης ταυτίζεται με πραγματικά περιστατικά της ποινικής υποθέσεως. Ορ. και Σεβαστίδη Χ., Κώδικας Ποινικής Δικονομίας Ν. 4620/2019, ό.π., σ. 1310 επ.

    21 . ΕΔΔΑ, Fleischner κατά Γερμανίας, ό.π., με την οποία κρίθηκε ότι δεν επήλθε παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, καθόσον ναι μεν η μεταγενέστερη απόφαση περιείχε τη δήλωση ότι οι ενέργειες του προσφεύγοντος «πληρούσαν τα συστατικά στοιχεία της στέρησης ελευθερίας» κατά τις διατάξεις του οικείου ΠΚ, ωστόσο επρόκειτο για τεχνικό όρο και όχι για δήλωση – παραδοχή ποινικής ευθύνης. Επίσης, στην ΕΔΔΑ Παπαγεωργίου κατά Ελλάδος, ό.π., κρίθηκε ότι δεν επήλθε παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας, καθώς η χρήση της φράσης «οδηγούσε υπό την επήρεια αλκοόλ» ιδωμένη εν συνόλω, δεν αποτελεί ποινική ορολογία, αλλά όρο που χρησιμοποιείται και σε άλλους κλάδους του δικαίου, όπως το αστικό δίκαιο.

    22 . Οικονόμου Α., ό.π.

    23 . Αρ. προσφυγής 71/1996/690/882, 29.08.1997, σκέψεις 44-48.

    24 . Στην περίπτωση αυτή είναι μάλλον ορθότερος ο όρος «ήδη απαλλαγέντος» κατά τις επιταγές της εθνικής μας έννομης τάξης στον χώρο του ποινικού δικονομικού δικαίου.

    25 . Αρ. προσφυγής 33468/03, 10.01.2012, σκέψεις 32-37.

    26 . Μάλιστα οι ίδιες διατυπώσεις, ακόμα πιο εμφατικά, χρησιμοποιήθηκαν και στη μεταγενέστερη δίκη σχετικά με τις αστικές αξιώσεις θυμάτων. Ορ. σχετικά σκέψη 35 αποφάσεως: «The wording used in the subsequent civil proceedings concerning the victims’ claims for pecuniary and non-pecuniary damage was even more explicit».

    27 . Απόφαση της 28.11.2023 (αρ. προσφυγής 57333/14). Ορ. σχολιασμό της απόφασης αυτής σε Χ. Χιόνη-Χότουμαν, «Παρατηρήσεις στην ΕΔΔΑ 57333/14, απόφ. της 28.11.2023, υπόθ. Μ. κατά Ελλάδας – Τεκμήριο αθωότητας και δηλώσεις στο πλαίσιο χωριστών διαδικασιών», ΠοινΔικ 1/2024, σελ. 97-99.

    28 . Ορ. σκέψη 19 αποφάσεως, σύμφωνα με την οποία: «However, assessing the impugned statements in their context, in the proceedings against A.T. the court did not make it clear that it was not determining the applicant’s guilt».

    29 . Απόφαση της 31.10.2017 (αρ. προσφυγής 56795/13).

    30 . Ορ. σκέψη 54 αποφάσεως: «In the present case, assessing the impugned statements in their context, the Court considers that, in the proceedings against D.A., the courts made it clear that they were not determining the applicant’s guilt.».

    31 . Ορ. σκέψη 55 αποφάσεως: “It underlines that the courts which examined the case against the applicant carried out a new assessment of all the evidence, including D.A.’s letter, and the applicant had the opportunity to contest the truthfulness of its contents…”.

    32 . Απόφαση της 27.02.2014 (αρ. προσφυγής 17103/10).

    33 . Ορ. σκέψεις 70-71: “The Court is thus satisfied that the courts avoided, as far as possible -in the context of the of a judgement involving several co- suspects not all of whom were present – giving the impression that they were prejudging the applicant’s guilt. There is nothing in the judgement of the Frankfurt am Main Regional Court that makes it impossible for the applicant to have a fair trial in the cases in which he is involved. In the view of the above considerations, the Court concludes that the impugned statements in the reasoning of the Frankfurt am Main Regional Court’s judgment of 17 September 2008 did not breach the principle of the presumption of innocence. There has accordingly been no violation of Article 6 § 2.».

    34 . Ορ. ενδεικτικώς σχετική αναφορά σε νομολογιακό παράδειγμα του Τσιρίδη Π., Τεκμήριο αθωότητας και η νέα Οδηγία της ΕΕ, Τελετή επιδόσεως Τιμητικού Τόμου στον Χριστόφορο Δ. Αργυρόπουλο, ΠοινΔικ 1/2017, σ. 10 επ., ως ακολούθως: «Δικαστικές αποφάσεις δεν μπορούν να παραβιάζουν το τεκμήριο της αθωότητας. Είναι χαρακτηριστικό και αξίζει να πω μόνο χάριν του τιμώμενου, ότι στο πλαίσιο πολιτικής δίκης υπεστήριξε μια άποψη ως αναιρεσείων, όπου ένα πολιτικό Δικαστήριο (Εφετείο της Κρήτης) επιδίκασε χρηματική ικανοποίηση σε βάρος του εναγομένου για αποζημίωση για αδικοπραξία (δυσφήμηση), παρά το γεγονός ότι το ποινικό Δικαστήριο αμετακλήτως τον είχε απαλλάξει. Προέβαλε ως αναιρεσείων ότι αυτή η απόφαση είναι αντίθετη με το άρθρο 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ εφ’ όσον αμφισβητήθηκε το τεκμήριο της αθωότητας και έγινε δεκτή η τέλεση αδικοπραξίας, παρά την αμετάκλητη παραδοχή του ποινικού Δικαστηρίου, η οποία ενίσχυσε το τεκμήριο της αθωότητας. Το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου δέχτηκε ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ και ανήρεσε την απόφαση του πολιτικού Εφετείου Κρήτης».

    35 . Βλ. ενδεικτικά Χειρδάρη Β., Σχόλιο σε Allen κατά Ηνωμένου Βασιλείου, ΝοΒ 2016, σ. 1523 επ. και Γιαλαμά Χ., Ζητήματα από τη δεσμευτική εμβέλεια των δικαστικών αποφάσεων μεταξύ πολιτικής και ποινικής δίκης (Με αφορμή τις ΑΠ 715/2017, 1422/2017), ΕλλΔνη 2018, σ. 1626 επ., αλλά και Πλατιά Χ., Το τεκμήριο αθωότητας και η ισχύς του στην αστική δίκη μετά το πέρας της ποινικής διαδικασίας – Η εξέλιξη της νομολογίας του ΕΔΔΑ και του Αρείου Πάγου ΠειρΝομ 2017, σ. 292-299, με τον εκεί προβληματισμό:«ποια είναι η ορθότερη απόφαση από τις δύο αντίθετες, που έχουν εκδοθεί από δύο δικαστήρια με ομοιόβαθμους δικαστές, που έχουν τις ίδιες θεωρητικές γνώσεις και που αποτελούν όργανα του ίδιου κράτους και της ίδιας εξουσίας (δικαστικής);».

    36 . Ορ. σχετικά Σεβαστίδη, ό.π., Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Ν. 4620/2019, Ερμηνεία κατ΄άρθρο, Τόμος Ι (Άρθρα 1-88), ό.π., σελ. 1315, όπου επισημαίνει τη διαφορετική φύση κάθε δικαιοδοσίας, αλλά και τους διαφορετικούς κανόνες κατανομής του βάρους αποδείξεως.

    37 . Αναλυτικά τα επιχειρήματα στην ΟλΑΠ 4/2020, ό.π., ορ. σχετικά και Δεληκωστόπουλο Ι., Ο αναιρετικός λόγος του 559 αρ. 11 ΚΠολΔ μετά την εφαρμογή του 4335/2015 ΕλλΔνη 58/2017, σ. 667, καθώς και παρατηρήσεις από τον ίδιο στην ως άνω ΟλΑΠ 4/2020, ΕλλΔνη 4/2020, σ. 1039, όπου κάνει λόγο για «δεδικασμένο από την πίσω πόρτα», αλλά και Σεβαστίδη, ό.π., ΕλλΔνη 3/2019, ο οποίος αναφέρει ως παραδείγματα περιπτώσεις κατά τις οποίες ο ζημιωθείς δεν παρέστη στο ποινικό δικαστήριο, για λόγους που δεν αφορούν στον ίδιο, και άρα αποκλείεται η δικαστική του ακρόαση. Αναλυτικά η εξέλιξη της νομολογίας και οι προβληματισμοί ως προς την έκταση της δέσμευσης ή μη σε Αποστολάκη Γ., Τεκμήριο αθωότητας και αστικές διαφορές: Ένας ενδο-νομολογιακός διάλογος, διαθέσιμο σε www.lawspot.gr.

    38 . Ό.π.

    39 . Ορ. ενδεικτικώς τις υπ’ αριθ. ΑΠ 1238/2021, 1459/2022, 1577/2022, 588/2022 αποφάσεις πολιτικών τμημάτων, διαθέσιμες στο www.areiospagos.gr, με τις οποίες αναιρέθηκαν οι αποφάσεις των δικαστηρίων της ουσίας, διότι μέσω της φρασεολογίας στο σκεπτικό τους παραβιάσθηκε το τεκμήριο αθωότητας.

    40 . Σύμφωνα με την ισχύουσα μορφή του ως άνω άρθρου: «1. Τα δικαστήρια δεσμεύονται από τις αποφάσεις άλλων διοικητικών δικαστηρίων, κατά το μέρος που αυτές αποτελούν δεδικασμένο, σύμφωνα με όσα ορίζουν οι σχετικές διατάξεις. 2. Τα δικαστήρια δεσμεύονται από τις αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων, οι οποίες, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις,
    ισχύουν έναντι όλων. Δεσμεύονται, επίσης, από τις αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων ως προς την ενοχή του δράστη, από τις αμετάκλητες αθωωτικές αποφάσεις, καθώς και από τα αμετάκλητα αποφαινόμενα να μην γίνει η κατηγορία βουλεύματα, εκτός εάν η απαλλαγή στηρίχθηκε στην έλλειψη αντικειμενικών ή υποκειμενικών στοιχείων που δεν αποτελούν προϋπόθεση της διοικητικής παράβασης.».

    41 . Oρ. ενδεικτικώς τις υπ’ αριθ. ΣτΕ 359/2020, 57/2020, 138/2021, 902/2022, 971/2022, διαθέσιμες στο www.adjustice.gr, καθώς και Βογιατζή Π., Ne bis in idem και τεκμήριο αθωότητας από την ποινική στη διοικητική δίκη: ζητήματα ασυμβατότητας μεταξύ του ΕΔΔΑ και του Συμβουλίου της Επικρατείας ΘΠΔΔ, 6/2015, σ. 533 – 548, όπου επισημαίνει την διστακτικότητα του ανώτατου διοικητικού δικαστηρίου να προσαρμοστεί στις οικείες θέσεις του ΕΔΔΑ.

    42 . Ορ. και Σαλαμούρα Ε., Σχόλιο στην απόφαση Καπετάνιος και λοιποί κατά Ελλάδος, ΝοΒ 2015, σ. 848.

    43 . Εν άλλοις λόγοις, ταυτόσημο γεγονοτικό πυρήνα.

    44 . Βογιατζής Π., Ne bis in idem και τεκμήριο αθωότητας από την ποινική στη διοικητική δίκη, ζητήματα ασυμβατότητας μεταξύ του ΕΔΔΑ και του Συμβουλίου της Επικρατείας, ό.π.

    45 . Αναφορικά με την αιτιολόγηση της διαβαθμισμένης και αυτοτελούς εξέτασης των προϋποθέσεων για την εφαρμογή των δύο αρχών ορ. ενδεικτικώς τις αποφάσεις Καπετάνιος και λοιποί κατά Ελλάδος, ό.π., Σισμανίδης και Σιταρίδης κατά Ελλάδος (της 09.06.2016, αρ. πρ. 66602/09 & 71879/12).

    46 . Επί του ζητήματος ορ. σχετικά ιδιωτική γνωμοδότηση των Μαργαρίτη Λ./ Βασιλειάδη Ν., υπό τον τίτλο Ne bis in idem και τεκμήριο αθωότητας – Δωροδοκία και Ν. 1608/1950 – Αυτοενοχοποίηση διττό αξιόποινο και νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα – Ιδιωτική Γνωμοδότηση ΜΕΡΟΣ Α΄ και ΜΕΡΟΣ Β΄, ΠοινΔικ, 8, 9, 10/2018, σ. 809 – 816 & 976-985. Η γνωμοδότηση καταλήγει και στο ακόλουθο συμπέρασμα: «οι προηγούμενες δικαιοδοτικές κρίσεις που αφορούν στον έλεγχο των πράξεων χάριν των οποίων φέρεται ότι τελέστηκε η δωροδοκία (και από τις οποίες προκύπτει η μη τέλεση κάποιας αξιόποινης πράξης), καθιστούν ανεπίτρεπτη την απόδοση κατηγορίας τουλάχιστον υπό το πρίσμα αξιολόγησης της αξίας της φερόμενης ζημίας που προέκυψε στο Δημόσιο από την υπηρεσιακή ενέργεια ή παράλειψη του υπαλλήλου. Διαφορετικά παραβιάζεται αφενός η αρχή ne bis in idem, αφετέρου το τεκμήριο της αθωότητας του κατηγορουμένου κατ’ άρθρο 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ».

    47 . ΠοινΧρ 2017, σ. 438.

    48 . Ορ. και την ακριβή διατύπωση της απόφασης: «Συνεπώς, σε περίπτωση έκδοσης αμετάκλητης αθωωτικής απόφασης του ποινικού δικαστηρίου για την αξιόποινη (χρονικά πρότερη) πράξη της λαθρεμπορίας δεν υφίσταται δεδικασμένο, κατά την έννοια του άρ. 57 ΚΠΔ, για την (δεύτερη χρονικά) πράξη της μη καταβολής χρεών, γιατί δεν υπάρχει ταυτότητα δικονομικής πράξης (ταυτότητα ενέργειας και αποτελέσματος), όπως η έννοια αυτής αναπτύχθηκε στην προηγούμενη νομική σκέψη (βλ. ad hoc ΑΠ 1487/2006 ΠοινΧρ 2007, 701 και Νόμος). Είναι, βέβαια, αληθές ότι η δεύτερη ως άνω πράξη (μη καταβολή χρέους) εντάσσεται στο ίδιο βιοτικό συμβάν, γιατί και αυτή ανάγεται στην (αρχική) πράξη της λαθρεμπορίας, πλην όμως δεν παράγεται δεδικασμένο από την αμετάκλητη αθώωση για την λαθρεμπορία, αφού δεν υπάρχει το στοιχείο της ταυτότητας της πράξης μεταξύ των δύο αυτών αδικημάτων, τα οποία τελούν σε αληθή πραγματική συρροή και διώκονται με βάση διαφορετικούς νόμους, που αποσκοπούν στην προστασία διαφορετικών εκφάνσεων του δημόσιου συμφέροντος».

    49 . Στην περίπτωση αυτή προστατεύεται το τεκμήριο της αθωότητας διαδίκου της διαδικασίας που έπεται της αθώωσης. Φορέας δηλ. του τεκμηρίου είναι ο διάδικος και όχι τρίτος, όπως στις υποθέσεις επί των οποίων εξεδόθησαν οι ΑΠ 32/2017 και 1161/2020, όπως θα αναλυθεί κατωτέρω.

    50 . Βλ. επί του ζητήματος Βούλγαρη Δ., Παρατηρήσεις στην υπ’ αριθ. 1505, 1574/2016 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς ΠΧ 2017, σ. 438, ο οποίος επισημαίνει ότι «σε κάθε περίπτωση όπου γενεσιουργός αιτία του χρέους προς το Δημόσιο είναι πράξη η οποία συνιστά (και) ποινικό αδίκημα, όπως εν προκειμένω η λαθρεμπορία, είναι αμφίβολο αν θα συμβάδιζε με την ως άνω νομολογία του ΕΔΔΑ καταδίκη του κατηγορούμενου για μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο, χωρίς να έχει προηγηθεί ποινική καταδίκη για το βασικό αδίκημα για το οποίο επιβλήθηκε το πρόστιμο. Ο λόγος είναι ότι στην περίπτωση αυτή η επιβολή του προστίμου θα ενείχε αναγκαία -τουλάχιστον- υπόνοια τέλεσης του βασικού αδικήματος».

    51 . Βλ. σχετικό προβληματισμό Μπουρμά Γ., Παρατηρήσεις στην ΑΠ (Ποιν) 32/2017 (Σωματική βλάβη από αμέλεια – Ιατρική ευθύνη – Αιτιολογία καταδικαστικής απόφασης – Απόλυτη ακυρότητα), ΠοινΔικ 11/2018, σ. 1129- 1133, ο οποίος θεωρεί τη σχετική αναιρετική πλημμέλεια ως ανεπίτρεπτη χειροτέρευση της θέσεως του κατηγορουμένου κατ’ άρθρο 470 ΚΠΔ και χαρακτηρίζει την απόρριψη του αναιρετικού λόγου ως ιδιαιτέρως εσφαλμένη.

    52 . Διαθέσιμη στο www.areiospagos.gr. Σημειώνεται ότι παρέστην ενώπιον του ΣΤ΄ Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου κατά την συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως της κατηγορουμένης ιατρού, επί της οποίας εξεδόθη η εν λόγω απόφαση του Ακυρωτικού, υπό την ιδιότητα του πληρεξουσίου δικηγόρου της αναιρεσείουσας.

    53 . Αδημοσίευτη.

    54 . Αδημοσίευτη.

    55 . Σύμφωνα με το άρθρο 470 ΚΠΔ: «Στην περίπτωση που ασκήθηκε ένδικο μέσο εναντίον καταδικαστικής απόφασης από εκείνον που καταδικάστηκε ή υπέρ αυτού, δεν μπορεί να γίνει χειρότερη η θέση του ούτε να ανακληθούν τα ευεργετήματα που δόθηκαν με την απόφαση που προσβάλλεται…».

    56 . Επί λέξει το απορριπτικό σκεπτικό: «Η αιτίαση αυτή είναι αβάσιμη, καθόσον η κρίση της πρωτόδικης απόφασης ως προς τη μη ενοχή του ειδικευόμενου ιατρού (για σωματική βλάβη από αμέλεια του νεογνού) δεναποτελεί δεδικασμένο ως προς την ενοχή της αναιρεσείουσας για την ίδια πράξη και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν δεσμεύεται από τις ουσιαστικές
    παραδοχές και τη σχετική κρίση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, αλλά μπορεί να θεμελιώνει την κρίση του για ενοχή ή μη σε διαφορετικές ουσιαστικές παραδοχές μετά από στάθμιση της αποδεικτικής αξίας και βαρύτητας όλων των αποδεικτικών μέσων και στοιχείων, ως προς την οποία (στάθμιση) η κρίση του είναι αναιρετικά ανέλεγκτη. Οι λοιπές αιτιάσεις, που περιέχονται στον ίδιο λόγο αναίρεσης, συνιστούν ευθεία αμφισβήτηση της κρίσης του Εφετείου για την ουσία της υπόθεσης και είναι, γι’ αυτόν τον λόγο, απαράδεκτες».

    57 . Αντί πολλών βλ. σχετικά 2/2017 ΟλΑΠ. Γίνεται παγίως δεκτό, ότι για να είναι ειδική και εμπεριστατωμένη η αιτιολογία της αποφάσεως, πρέπει να συνάγεται, κατά τρόπο αναμφισβήτητο, ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μερικά απ’ αυτά κατ’ επιλογή.

    58 . Ορ. Μαργαρίτη Λ./Αδάμπα Β., Απαγόρευση χειροτερεύσεως θέσης κατηγορουμένου, 2011, σ. 692 επ., με εκεί παραπομπές σε Ανδρουλάκη Ν., Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, έκδ. γ΄ 2007, σ. 525, Καρρά Α., Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, έκδ. γ΄, 2007, σ. 1012, Κονταξή Αθ., Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, έκδ. δ΄, 2006, τόμ. β΄, σ. 2703, Μαργαρίτη Λ., Ποινική Δικονομία, Ένδικα μέσα, έκδ. γ΄, 2005, σ. 395, Μπουρόπουλο Α., Ερμηνεία της Ποινικής Δικονομίας, έκδ. β΄, 1957, τομ. Β΄, σ. 156, Παπαδαμάκη Αδ., Ποινική Δικονομία, έκδ. δ΄, 2008, σ. 613, Παπαδόπουλο Φ., Η απαγόρευση της non reformation in pejus στο ποινικό δικονομικό δίκαιο, (διδακτορική διατριβή), 1992, σ. 12.

    59 . Ορ. Μαργαρίτη Λ./Αδάμπα Β., ό.π., με τις εκεί νομολογιακές παραπομπές, μεταξύ άλλων σε: ΑΠ 1071/2009 ΠοινΔικ 2010, 144 (περιλ.), ΑΠ 1037/2009 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1502/2009 ΠοινΔικ 2010, 503 (περιλ.), ΑΠ 1859/2009 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 247/2010 ΠοινΔικ 2010, 1099 (περιλ.), ΑΠ 299/2010 ΠοινΔικ 2010, 1109 (περιλ.), ΑΠ 301/2010 ΠοινΔικ 2010, 1109 (περιλ.), ΑΠ 346/2010 ΠοινΔικ 2010, 1221 (περιλ.), ΑΠ 696/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 853/2010 ΠοινΔικ 2011, 253 (περιλ.), ΑΠ 1146/2010 ΠοινΔικ 2011, 415 (περιλ.).

    60 . Βλ. σχετικά Παπαδαμάκη Α., Ποινική Δικονομία, Θεωρία – Πράξη – Νομολογία, 10 έκδ., 2021, σ. 612, και Ανδρέου Φ., Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, β΄ εκδ., 2005, σ. 1260.

    61 . Ορ. Μαργαρίτη Λ./Αδάμπα Β., ό.π., σ. 275 με εκεί παραπομπή σε Ζησιάδη, Ποινική Δικονομία, τόμος Ι, εκδ. γ΄, σ. 189.

    62 . Έτσι Αδάμπας, ό.π., σ. 276.

    63 . Έτσι Αδάμπας, ό.π., σ. 276.
    64 . Έτσι Μαργαρίτης Λ., Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, τόμος ΙΙ, σ. 2087.

    65 . Υπέρ αυτού συνηγορούν και τα οριζόμενα στο άρθρο 486 παρ. 1 περ. α΄ Κ.Π.Δ σύμφωνα με το οποίο: «Έφεση κατά της αθωωτικής απόφασης του μονομελούς και του τριμελούς πλημμελειοδικείου και του εφετείου για πλημμέλημα (περ. δ΄ άρθρου 110) μπορούν να ασκήσουν: α) ο κατηγορούμενος, μόνο αν αθωώθηκε για έμπρακτη μετάνοια ή με αιτιολογία που, χωρίς να είναι αναγκαίο, θίγει την υπόληψή του …», καθώς και στο άρθρο 506 περ. α΄ Κ.Π.Δ. σύμφωνα με το οποίο: «Την αναίρεση αθωωτικών αποφάσεων μπορεί να ζητήσει: α) ο κατηγορούμενος, αν αθωώθηκε λόγω έμπρακτης μετάνοιας για όλους τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 510 παρ. 1». Στις ως άνω επικαλούμενες διατάξεις η διαμόρφωση του αιτιολογικού της απόφασης θέτει την παράμετρο προσδιορισμού του εννόμου συμφέροντος του εκκαλούντος ή αναιρεσείοντος κατηγορούμενου. Ως εκ τούτου, η διασάφηση του πραγματικού υλικού είναι, σύμφωνα με το άρθρο 369 παρ. 3 εδ. α΄ ΚΠΔ δυνατή και επιθυμητή, πλην όμως αυτή η διαδικασία όταν λάβει χώρα από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, είναι δυνατόν υπό προϋποθέσεις να οδηγήσει στη χειροτέρευση της θέσης του κατηγορούμενου, ακόμη και αν δεν τεθεί ζήτημα ανεπίτρεπτης μεταβολής της κατηγορίας ή ακόμη και αν οι όποιες σκέψεις τροποποίησης των πραγματικών περιστατικών της κατηγορίας περιορισθούν στο αιτιολογικό της απόφασης. Έτσι Αδάμπας, ό.π., σελ. 277.

    66 . Βλ. σχετικά Καϊάφα – Γκμπάντι Μ., παρατηρήσεις στην ΑΠ 536/1996 Υπερ 1996, σ. 1286 επ.

    67 . ΑΠ 1161/2020, ΑΠ 32/2017, ό.π.

    68 . Όπως για παράδειγμα οι περιπτώσεις έκδοσης εισαγγελικών διατάξεων κατά τα άρθρα 43, 51 και 52 ΚΠΔ, ορ. σχετικάΜαργαρίτη Λ., Ο Νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο του Ν. 4620/2019, τ. ΙΙ, 2020, σ. 1713.

    69 . Σύμφωνα με το οποίο: «απόλυτη ακυρότητα υπάρχει: 1. Αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν: (…) δ) την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου ή του προσώπου στο οποίο αποδίδεται η πράξη κατά την προκαταρκτική εξέταση και την άσκηση των δικαιωμάτων που τους παρέχονται από τον νόμο, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα και τον Χάρτη Θεμελιωδών Ελευθεριών της Ε.Ε.».

    70 . Στην ίδια κατεύθυνση και ο Μπουρμάς Γ., ό.π.

    71 . Ό.π., υποσημείωση 3.

    72 . Σύμφωνα με την ακριβή διατύπωση του άρθρου 7: «Ο ύποπτος ή κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να ασκήσει αγωγή αποζημίωσης ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 105 και 106 του Εισαγωγικού νόμου του Αστικού Κώδικα, προς αποκατάσταση της βλάβης, την οποία υπέστη εξαιτίας της προσβολής του τεκμηρίου αθωότητάς του από δηλώσεις δημόσιων αρχών που έλαβαν χώρα σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας πριν την έκδοση της απόφασης σε πρώτο ή δεύτερο βαθμό, οι
    οποίες αναφέρονται κατά τρόπο άμεσο στην εκκρεμή ποινική διαδικασία και είτε παροτρύνουν το κοινό να πιστέψει στην ενοχή του είτε προβαίνουν σε εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών με την οποία προδικάζουν τη δικαστική κρίση της υπόθεσης.»

    73 . Ορ. σελίδα 7 της Αιτιολογικής Έκθεσης.

    74 . Ο όρος χρησιμοποιείται σε εισαγωγικά, καθόσον αντικείμενο της ποινικής δίκης είναι η απόδειξη της ενοχής και όχι της αθωότητας. Ορ. σχετικά Κώτσογλου Κ., ό.π., ο οποίος επισημαίνει ότι «η αθωότητα του κατηγορουμένου τεκμαίρεται κατ’ άρθρο 6(2) ΕΣΔΑ και δεν χρειάζεται να θεμελιωθεί με αποδεικτικό υλικό, δεν είναι αυτός ο ρόλος της ποινικής δίκης.».
    75 . Εν προκειμένω της κεκτημένης αθώωσης, ορ. σχετικά Συρογιάννη Σ., Η μετενέργεια του τεκμηρίου αθωότητας, Διπλωματική Εργασία στο πλαίσιο του Π.Μ.Σ. Ποινικών Επιστημών, Ειδίκευση Ποινικό Δίκαιο και Ποινική Δικονομία, Πανεπιστημιακό έτος 2022-2023, διαθέσιμη σε ηλεκτρονική μορφή στην ηλεκτρονική βάση δεδομένων του ΕΚΠΑ., https://pergamos.lib.uoa.gr, 5 επ.

     76 . Ό.π., υποσημείωση 10: “the fair-trial guarantees of Article 6 § 2 could risk becoming theoretical and illusory”, αλλά και Ηarris, O’ Boyle & Warbrick, Law of the European Convention on Human Rights, Fourth edition, Oxford University Press, 2018, 464, όπου αναφέρει: ”Τhis second dimension counters the risk that the fair trial guarantees in Article 6 may be ‘theoretical and illusory’ only and serves to protect the individual’s reputation.”.

    77 . Επισημαίνεται ότι η αρχή του τεκμηρίου αθωότητας έχει βαθιές ιστορικές ρίζες, σύμφωνα, μάλιστα με τον Cesare Beccaria “one witness is not sufficient; for whilst the accused denies what the other affirms, truth remains suspended and the right that every one has to be believed innocent turns the balance in his favour”, έτσι Kenneth Pennington, “Innocent Until Proven Guilty: Τhe Origins of a Legal Maxim, Τhe Jurist 63 (2003) 106-124, με την εκεί παραπομπή (σελ. 110) σε Leonard MacNally, “The Rules of Evidence on Pleas of the Crown” (London-Dublin: 1802) 19. Charles Louis de Secondat Montesquieu, De l’ esprit des lois in Oeuvres complètes ed. Daniel Oster (Paris: 1964) Βook 12, chapter 3:599. Όπως εύστοχα επισημαίνει ο Σαββίδης Ν., στο άρθρο του υπό τον τίτλο: Το τεκμήριο αθωότητας στην ποινική διαδικασία υπό το πρίσμα της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Αρείου Πάγου- Επίκαιρα ζητήματα σχετικά με το «βάρος απόδειξης» στην ποινική δίκη, την αρχή in dubio pro reo και την ανάγκη αιτιολογημένης απόρριψης (μόνο;) των «αυτοτελών ισχυρισμών», ΠοινΔικ 12/2023, σ. 1297-1306: «το τεκμήριο αθωότητας αποτελεί κεντρικό πυλώνα του κράτους δικαίου και της αρχής προστασίας της αξίας του ανθρώπου».



    ΣΧΟΛΙΑ