Αντώνης Κεφαλάς-Αρθρογράφος
Η επισήμανση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) για πανευρωπαϊκή αύξηση των πτωχεύσεων μετά την απόσυρση των μέτρων στήριξης ήταν αναμενόμενη. Για την ακρίβεια, μάλιστα, πολλοί οικονομικοί παράγοντες θεωρούν ότι η πρόβλεψη της αύξησης του 20% είναι ιδιαίτερα αισιόδοξη.
Η επιχειρηματολογία στηρίζεται σε ιστορικά γεγονότα – για παράδειγμα μετά την απόσυρση των μέτρων στήριξης στην κρίση του 2008/9, ο ρυθμός αύξησης των πτωχεύσεων διπλασιάστηκε στις περισσότερες χώρες. Κατά μέσο όρο, πριν την κρίση πτώχευσε περίπου το 2,5%-3% των εν λειτουργία επιχειρήσεων. Μετά το τέλος των μέτρων ανακούφισης, το ποσοστό έφτασε το 6%.
Η εξέλιξη σχετικά με τις επιχειρήσεις έχει προβλεφθεί και γραφτεί εδώ και καιρό. Ήδη, στην περίοδο από το 2012 μέχρι το 2019, το παγκόσμιο επιχειρηματικό τοπίο είχε χωριστεί στις εταιρείες που έβλεπαν την αξία τους να μεγεθύνεται διαρκώς –κυρίως στις τηλεπικοινωνίες, στις τεχνολογίες, σε τομείς των μεταφορών και των υπηρεσιών – και στις άλλες, που είτε διατηρούσαν μία σταθερή πορεία είτε ακολουθούσαν μία πτωτική τροχιά.
Είναι απλά λογικό ότι μετά την κρίση, αυτές οι τελευταίες θα βρίσκονται πρώτες στον κατάλογο των πτωχεύσεων.
Το μακροοικονομικό περιβάλλον δεν θα βοηθήσει, εξάλλου.
Η αύξηση της αποταμίευσης θα φέρει αρχικά άνοδο της ζήτησης και άνοδο τιμών. Οι πιο ψύχραιμοι οικονομολόγοι θεωρούν ότι το φαινόμενο αυτό ενδέχεται να είναι παροδικό. Αρκετοί πιστεύουν ότι σίγουρα θα είναι παροδικό. Δεν θα είναι η ζήτηση, δηλαδή, αυτή που θα αποτελέσει μοχλό της ανάπτυξης. Η ώθηση θα έρθει πρωταρχικά από την πλευρά της επένδυσης.
Αυτός είναι ο στόχος, εξάλλου. Όταν στην Ευρώπη μιλάνε για ανθεκτικότητα (resiliency) αυτό εννοούν: ανάπτυξη που να στηρίζεται στις επενδύσεις και όχι στην ημερήσια δαπάνη των νοικοκυριών.
Παράλληλα, θα σημειωθεί μία άνοδος της μέσης παραγωγικότητας – αλλά αυτό θα είναι τεχνητό. Αποτέλεσμα, δηλαδή, του γεγονότος ότι οι λιγότερο παραγωγικές επιχειρήσεις θα κλείσουν, οπότε η μέση παραγωγικότητα θα αυξηθεί.
Ταυτόχρονα, όμως, θα υπάρξουν αυξήσεις στο κόστος μέσω των εφοδιαστικών αλυσίδων (supply chains). Η προσπάθεια να διαφυλαχτούν ορισμένες δραστηριότητες σε εθνικό επίπεδο θα τις επηρεάσει, ενώ ταυτόχρονα η αβεβαιότητα θα οδηγήσει σε αύξηση των αποθεμάτων (stocks). Αυτή η άνοδος του κόστους παραγωγής θα επηρεάσει αναλογικά δυσμενέστερα τις πιο ευάλωτες επιχειρήσεις.
Επιπλέον, έχει ήδη παρατηρηθεί μία σημαντική αύξηση των συγκεντρώσεων στην αγορά, καθώς η μεγάλες αποτιμήσεις ορισμένων εταιρειών τις έχουν οδηγήσει σε σειρά εξαγορών και συγχωνεύσεων. Αρκετοί κριτικοί παράγοντες θεωρούν πως αυτή είναι μία αναπόφευκτη τάση της μορφής του καπιταλισμού που έχει αναπτυχθεί στα τελευταία τριάντα χρόνια – οπότε τα μονοπώλια και ολιγοπώλια που δημιουργούνται καταπνίγουν τον ανταγωνισμό σε βάρος εκείνων των επιχειρήσεων που βρίσκονται κάπου μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας.
Είναι σαφές ότι κρατικοί φορείς και τράπεζες θα αντιμετωπίσουν δύσκολες καταστάσεις στους επόμενους 12-18 μήνες, από την στιγμή που θα αποσωληνωθεί η οικονομία. Πίσω από την κάθε εταιρεία που θα παίρνει τον δρόμο της πτώχευσης, θα υπάρχουν ανθρώπινες ιστορίες και δράματα.
Για τον λόγο αυτόν στην Ευρώπη ειδικά, η προσπάθεια θα είναι να σωθούν επιχειρήσεις μέσω αναδιαρθρώσεων, παροχής ρευστότητας, εισόδου νέων επενδυτών, ανταλλαγής χρέους με μετοχές.
Στην Ευρώπη. Στην Ελλάδα, η κατάσταση θα είναι πιο σκληρή. Η κυβέρνηση θα το παίξει λίγο Πόντιος Πιλάτος, καθώς υπάρχουν ακόμη πολλοί βουλευτές που διακατέχονται από τον φόβο της Aριστεράς. Δηλαδή, δεν θέλουν να κατηγορηθούν ότι μεροληπτούν υπέρ του ενός ή του άλλου επιχειρηματία.
Οι τράπεζες θα κληθούν να σηκώσουν το βάρος των δύσκολων και των επώδυνων (από πλευράς ανθρωπιάς) αποφάσεων –γι’ αυτό και ο συνεταιρισμός με τους ξένους. Εξάλλου, παρά τις τεράστιες αλλαγές που έχουν συντελεστεί στα τελευταία χρόνια, ο ελληνικός τραπεζικός τομέας εξακολουθεί να υστερεί σε σύγκριση με τον ευρωπαϊκό σε γνώσεις, δεξιότητες και προϊόντα. Ο ξένος είναι πιο απόμακρος, πιο σκληρός και αποτελεί –κατά τεκμήριο—απόδειξη αντικειμενικότητας.