Στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη όλοι περιμένουν πως, με την FED να κινείται πρώτη και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) να ακολουθεί, τα επιτόκια θα μειωθούν – οπότε το πάρτι του Χρηματιστηρίου ξεκίνησε προκαταβολικά. Η κατάσταση στην Μέση Ανατολή, όπου η προοπτική επέκτασης του πολέμου παραμένει άμεσα ορατή, και οι επιπτώσεις των Χούτι στην διεθνή ναυσιπλοΐα μέσω του Σουέζ είναι σαφείς, δεν φαίνεται να ανησυχούν και πολλούς—ούτε ως προς την επάρκεια των αλυσίδων εφοδιασμού, ούτε ως προς τον πληθωρισμό.
Η κατανάλωση στις ΗΠΑ βαστά καλά, στην Ευρώπη ανακάμπτει, και μαζί η ζήτηση για δάνεια. Η μαύρη προοπτική της Γερμανίας, που έχασε τους δύο από τους τρεις πυλώνες στήριξης της (την φτηνή ενέργεια και την απρόσκοπτη παρουσία στην αγορά της Κίνας, η τρίτη που αφορά την εκμετάλλευση του Ευρωπαϊκού Νότου από τον Ευρωπαϊκό Βορά αντέχει ακόμη), υποφέρει από μία εξαιρετικά ελλειμματική διακυβέρνηση και αντιμετωπίζει την άνοδο της άκρας δεξιάς (μολονότι η διαδήλωση εναντίον είναι ενθαρρυντική) διόλου πτοεί τους επενδυτές.
Άτρομοι παραμένουν οι επενδυτές απέναντι και στης Κίνας τα προβλήματα. Ο τομέας των ακινήτων έχει καταρρεύσει, οι χρεοκοπημένες δημόσιες επιχειρήσεις αριθμούνται στις χιλιάδες, οι πολίτες έχουν επιστρέψει στην παραδοσιακή λογική της αποταμίευσης—με αποτέλεσμα η κατανάλωση να καρκινοβατεί, ενώ ο φόβος για το βαρύ χέρι του Κόμματος έρχεται σε άμεση αντίθεση με τις αρχές ακόμη κι αυτού του ίδιου του αυταρχικού καπιταλισμού. Για 3-4 δεκαετίες τουλάχιστον η Κίνα χρησίμευσε ως η ατμομηχανή της παγκόσμιας οικονομίας με εκρηκτική ζήτηση για εισαγωγές και φτηνό εργατικό δυναμικό για εξαγωγές. Το θαύμα έληξε, αλλά κατά άλλα συνεχίζουμε όπως πριν. Ούτε τα προβλήματα των κυρώσεων, των απαγορεύσεων και των εθνικών συγκρούσεων φαίνεται να διαφοροποιούν την ευνοϊκή εικόνα ως προς τις ροές του παγκόσμιου εμπορίου.
Στις ΗΠΑ η οικονομία δείχνει να αντέχει, αλλά η πολιτική εικόνα χειροτερεύει μέρα με τη μέρα και η κοινωνία είναι στα πρόθυρα ανοιχτού εμφυλίου – με την πρόσθετη διάσταση πως τώρα έχει ξεσπάσει και μάχη ανάμεσα σε αρκετές πολιτείες και την ομοσπονδιακή κυβέρνηση ως προς τα δικαιώματα της κάθε πλευράς και την έκταση του ομοσπονδιακού παρεμβατισμού είτε απευθείας είτε μέσω των ομοσπονδιακών θεσμών – όπως για παράδειγμα με τις εντολές του Food & Drug Administration.
Για την στάση των επενδυτών, βέβαια, υπάρχει μία σοβαρή εξήγηση που την δικαιολογεί σε μεγάλο βαθμό –κι αυτή είναι η εκτίμηση του ρίσκου. Το πρόβλημα ξεκινά από το πως «βλέπουμε» τις τιμές. Αν θεωρούμε – όπως και γίνεται – ότι δίνουν όλη την πληροφόρηση τότε κάνουμε λάθος. Οι τιμές, ιδιαίτερα των μετοχών, δεν αντανακλούν τα πολλά και διάφορα κόστη που οι εταιρείες περνούν στην κοινωνία επιβαρύνοντάς την. Αυτά είναι αόρατα κέρδη που τα αποκομίζουν όσοι ενδιαφέρονται όχι για το πόσο πλήρωσαν για να αγοράσουν μία μετοχή αλλά πόσο θα εισπράξουν στην πώληση. Η πίεση, λοιπόν, για την διαρκή άνοδο των τιμών είναι ανελέητη. Τα πραγματικά γεγονότα που μπορεί να την επηρεάσουν δεν λαμβάνονται υπόψη—η αγορά μιλά και η ομιλία πιέζει ανοδικά.
Σε αντίστοιχη λογική κινείται ο χρηματοπιστωτικός τομέας – όπου το χρηματοπιστωτικό ρίσκο του δανεισμού έχει μεταφερθεί από τον χρηματοπιστωτικό σύστημα στην κοινωνία. Μπορεί ο Dragi να είχε απόλυτα δίκαιο όταν είπε ότι θα κάνει ότι χρειάζεται για να υπερασπιστεί το ευρώ — whatever it takes – αλλά προς την κατεύθυνση αυτή είχαν ήδη κινηθεί οι κεντρικοί τραπεζίτες για να αντιμετωπίσουν την κρίση του 2008/9—οπότε ο δρόμος ήταν ανοιχτός και για το 2015, και για το covid-19 ακόμη και για μικρές περιφερειακές τράπεζες των ΗΠΑ το 2022/23.
Πολύ απλά δεν υπάρχει ρίσκο, διότι η παραδοσιακή λογική του «είναι πολύ μεγάλος για να αποτύχει» (too big to fail) καλύπτει τώρα όλους τους παίκτες του χρηματοπιστωτικού συστήματος, οπότε η έννοια του ρίσκου έχει υποβαθμιστεί και η εκτίμηση του δεν έχει πια σχέση με την πραγματικότητα. Όσο ανά τρίμηνο οι εταιρείες επιβεβαιώνουν τις προβλέψεις των αναλυτών όλα είναι καλά. Τι γίνεται τώρα με τον μικροεπενδυτή ή με τον μικροαστό που δανείστηκε για να αποκτήσει σπίτι είναι άλλο θέμα.
Δύσκολα, λοιπόν, συμμερίζομαι την αισιοδοξία. Μπορεί να βλέπω το ποτήρι μισοάδειο όταν οι άλλοι το βλέπουν μισογεμάτο, αλλά αυτή ακριβώς είναι η διαφορά: στην εκτίμηση του ρίσκου. Και οι μεν επενδυτές έχουν την πλάτη των κεντρικών τραπεζών. Ο πολίτης, όμως, ποιανού την πλάτη έχει – όταν δεν μπορεί να βασιστεί ούτε καν στο περίφημο κοινωνικό κράτος;
Διαβάστε επίσης
ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ
- Ιράν: Δεν θα αντιμετωπίσει κατηγορίες η Ιρανή φοιτήτρια που γδύθηκε δημοσίως
- Aktor: Γκάζι στο επενδυτικό πλάνο Εξάρχου μετά τη «δεδηλωμένη» από τους μετόχους
- Intrakat: «Πράσινο φως» από ΓΣ για αύξηση μετοχικού κεφαλαίου και αλλαγή επωνυμίας
- ΗΠΑ: Ο Χάουαρν Λούτνικ φέρεται να είναι ο εκλεκτός του Τραμπ για το Υπουργείο Εμπορίου