Μέσα στην παραζάλη των 110.000 νέων μελών, η έπαρση μπορεί ίσως να θεωρηθεί δικαιολογημένη. Μπορεί, όμως, να στοιχειώσει τον υποσχόμενο –κι αυτό είναι το πιο πιθανό.
Για ένα κόμμα που είχε 30.000 εγγεγραμμένα μέλη, το νούμερο 172.000 μοιάζει φανταστικό. Πράγματι, σ’ αυτόν το νέο τομέα ανταγωνισμού, ο ΣΥΡΙΖΑ εντυπωσίασε. Προηγήθηκε, βέβαια, ένας υπέρ πάντων αγώνας. Φανταστείτε τι θα είχε συμβεί αν το νούμερο των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε φτάσει αυτό των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ.
Το κρίσιμο ερώτημα, όμως, είναι αν αυτή ψηφοφορία και αυτό το νούμερο δικαιολογούν την πίστη ότι η εκλογική πρωτιά είναι εγγυημένη;
Η απάντηση είναι, βέβαια, όχι.
Μία γρήγορη παρατήρηση είναι πως, ακολουθώντας την ίδια λογική, ο Νίκος Ανδρουλάκης θα ήταν απόλυτα δικαιολογημένος να καταλήξει στο αυτό συμπέρασμα με τον Αλέξη Τσίπρα. Εφόσον δεν μπορεί και οι δύο να έχουν ταυτόχρονα δίκαιο, το συμπέρασμα είναι απλό: ο ισχυρισμός αυτός δεν έχει βάση.
Βλέποντας την εικόνα από διαφορετική πολιτική σκοπιά, ο άμεσος συσχετισμός του αριθμού των μελών που ψηφίζουν και του εκλογικού αποτελέσματος είναι άσχετος. Αν υπήρχε, τότε πως εξηγείται το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε τρεις εκλογές με 30.000 μέλη;
Είναι προφανές ότι ο Αλέξης πανηγυρίζει για μία εξέλιξη αύξηση που έχε, ειδικά για τον ΣΥΡΙΖΑ, ελάχιστη αν όχι ανύπαρκτη πολιτική σημασία. Το κόμμα του εξακολουθεί να ζει σε άλλη εποχή – αυτήν του 1975-1985, όταν το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα (που τόσο πολύ προσπαθεί να μιμηθεί) κέρδιζε εκλογές με την οργάνωση του σ’ όλη την Ελλάδα. Η πετυχημένη οργάνωση, όμως, στην ουσία αντανακλά τις επιθυμίες του πολίτη, την ταύτιση του με αυτά που λέει, υπόσχεται και πράττει το κόμμα.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου ίδρυσε ένα νέο κόμμα, υιοθέτησε πολιτικές με λαϊκή απήχηση, φρόντισε να οργανωθεί στην βάση και άρχισε να κερδίζει εκλογές. Συνέχισε να τις κερδίζει μέχρι που τα λόγια του δεν ανταποκρίνονταν στις πράξεις του και ο Κώστας Μητσοτάκης πρόσφερε ένα διαφορετικό αφήγημα. Η εκλογική απώλεια της Ν.Δ. το 1993 οφείλονταν κυρίως στο γεγονός ότι η χώρα δεν ήταν έτοιμη να ακούσει για λιτότητα (ως όφειλε από τότε) και δευτερευόντως στην εσωτερική έριδα για την εξωτερική πολιτική.
Καμία από τις εκλογικές αναμετρήσεις που ακολούθησαν δεν κερδήθηκε επειδή το ένα ή το άλλο κόμμα είχε πολλούς ή λιγότερους εγγεγραμμένους οπαδούς. Αν ο Αλέξης Τσίπρας βλέπει τον εαυτό του ως άλλο Παπανδρέου του 1977 και ΠΑΣΟΚ του 1977-2004, τότε ζει στον κόσμο των δικών του ονείρων.
Πολύ σωστά, βέβαια, μετά τις εκλογές του 2019 ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ συνειδητοποίησε ότι το κόμμα όφειλε να αλλάξει αν δεν ήθελε να μείνει ξανά μόνιμα στο περιθώριο. Το πρόβλημα ήταν ότι το κόμμα δεν ήθελε να αλλάξει. Με χίλια ζόρια και εκμεταλλευόμενος την προσωπική του αίγλη και την μοναδικότητα της δικής του προσωπικής απήχησης σε πολίτες που θέλγονται με τον λαϊκισμό του, ο Αλέξης Τσίπρας προχώρησε και άλλαξε μερικώς την οργάνωση του κόμματος. Η αντίδραση τον υποχρέωσε σε οργανωτικό συμβιβασμό. Παρά ταύτα ώρα, τουλάχιστον τώρα μπορεί να πει πως άλλαξε το κόμμα – το έκανε πιο σύγχρονο. Κάτι είναι κι αυτό — στα λόγια.
Το επόμενο κρίσιμο ερώτημα, όμως, είναι αν άλλαξε και το αφήγημα του κόμματος; Η απάντηση είναι δυστυχώς όχι.
Αν ένας πολίτης συγκρίνει τον ΣΥΡΙΖΑ του 2012-2015 με τον ΣΥΡΙΖΑ του 2019-2022,διαπιστώνει ότι η μορφή του κόμματος δεν έχει αλλάξει: οι ίδιοι άνθρωποι στις ίδιες θέσεις. Άλλαξε ο τρόπος εκλογής του σήμερα μόνιμου αρχηγού (οπότε αυτό αφορά το απώτερο μέλλον) και της κεντρικής επιτροπής (παραπομπές για τους γνώστες στην ΕΣΣΔ). Τα υπόλοιπα είναι κοσμητικά. Τουλάχιστον για τώρα.
Αν επεκταθεί στον τρόπο άσκησης του αντιπολιτευτικού λειτουργήματος η διαπίστωση του πολίτη θα είναι η ίδια: τίποτα δεν έχει αλλάξει. Απεναντίας, όσο πλησιάζουν οι εκλογές και ο ΣΥΡΙΖΑ βλέπει πως δεν κερδίζει δημοσκοπικά, τόσο η πρακτική του επανέρχεται στην περίοδο 2012-2015: ακραία εκφορά λόγου, προκλητική συμπεριφορά, στοχευμένες προσωπικές επιθέσεις στους αντιπάλους, αδίστακτα ψέματα.
Το περίφημο κερασάκι στην τούρτα έρχεται με το αφήγημα του ΣΥΡΙΖΑ. Όποιος πολίτης διακρίνει διαφορά ανάμεσα στις δυο περιόδους θα πρέπει να βλέπει ιδέες και πράγματα αόρατα στην συντριπτική πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας.
Πριν γίνει κυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ υπόσχονταν τα πάντα, στους πάντες και μάλιστα με το κούνημα ενός μαγικού ραβδιού. Το με «ένα άρθρο, σ’ ένα νόμο» έχει περάσει στην ιστορία ως το κατ’ εξοχήν παράδειγμα πολιτικής αβελτηρίας. Το ίδιο το «go back madame Merckel”—για να αναφέρω δύο από τα πιο εξόφθαλμα παραδείγματα.
Τι κάνει σήμερα ο «καινούργιος» ΣΥΡΙΖΑ; Υπόσχεται να νικήσει την ακρίβεια, να λύσει το θέμα της ενέργειας, να διαπραγματευτεί νέα ανταλλάγματα με τις ΗΠΑ, να τακτοποιήσει το Ελληνό-Τουρκικό. Πριν από μερικούς μήνες υποσχόταν τα πάντα για την πανδημία—αλλά αυτή βολικά ξεχάστηκε, δεν προσφέρεται πλέον για εκμετάλλευση. Κι ας μην ξεχαστούν οι τοποθετήσεις του για την εργασία και το κοινωνικό κράτος: ένα αμάλγαμα Ζάππειου και Θεσσαλονίκης.
Πολύ απλά ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει αφήγημα. Η τακτική του (για στρατηγική δεν μπορούμε να μιλήσουμε γιατί δεν υπάρχει) είναι απλή: επισημαίνει το θέμα που απασχολεί το πολίτη σε μία συγκεκριμένη περίοδο και το προβάλει διαρκώς, με ένταση, καταδικάζοντας τους κυβερνητικούς χειρισμούς και υποσχόμενος ότι αυτός θα τα διαχειριστεί πολύ καλύτερα.
Το θέμα είναι ότι, στην διαχείριση κρίσεων, η πλειοψηφία των πολιτών τρέμει απλά με την ιδέα ότι ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να είναι στην εξουσία και να έχει έτσι την ευθύνη. Να διαχειριστεί την κρίση όπως τα μνημόνια και το Μάτι.
Αλλά, βέβαια, όπως λένε οι Τζανακόπουλοι και οι Σκουρλέτηδες, δεν φταίει ο ΣΥΡΙΖΑ: τα ΜΜΕ και οι εταιρείες δημοσκοπήσεων φταίνε.
Διαβάστε επίσης:
Ο Ερντογάν στο Σταθμό της Φινλανδίας
Είναι πολλά τα προβλήματα Jerome
ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ
- Στέφανος Γκίκας: Σημαντική η Διάκριση για την “Δράση Στήριξης των Εγκύων και Νέων Γονέων στα Μικρά Νησιά
- Pantelakis Securities για ΕΧΑΕ: Η μετοχή αξίζει να αναβαθμιστεί σε υψηλότερα επίπεδα
- Σκέρτσος: Δουλειά μας είναι τα επιτεύγματα της οικονομίας να μεταφέρονται ως βίωμα στην καθημερινότητα
- Γεραπτετρίτης – Ρούτε: Ενισχυμένος ο ρόλος της Ελλάδας στη διεθνή διπλωματία