- Το υψηλό δημόσιο χρέος, που μας εμποδίζει να δανειστούμε ελεύθερα, οπότε περιορίζει την χρήση της δημοσιονομικής πολιτικής ως μέσο για την ανάπτυξη αλλά και για την βελτίωση της παραγωγής δημόσιων αγαθών.
- Το υψηλό ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων, που μαζί με την αναβαλλόμενη φορολογία περιορίζει τον ρόλο των τραπεζών στην χρηματοδότηση της ανάπτυξης και στην παροχή βοήθειας σε επιχειρήσεις που παραπαίουν μεν αλλά έχουν προοπτική επιβίωσης.
- Οι μεγάλες περιφερειακές ανισότητες, που δυσκολεύουν την ομαλή εφαρμογή της οικονομικής πολιτικής, την κοινωνική εξέλιξη και την λειτουργία της αγοράς εργασίας
- Η υπερβολική εξάρτηση από τον τουρισμό, που μας καθιστά ιδιαίτερα ευάλωτους στις αρνητικές διεθνείς εξελίξεις
- Η υπανάπτυξη της γεωργίας, όπου δεν εκμεταλλευόμαστε το συγκριτικό πλεονέκτημα μας, χάνοντας έτσι δυνητική ανάπτυξη
- Η υψηλή ανεργία, που επίσης επιδρά στην ανάπτυξη, σε συνδυασμό με την χαμηλή μετεκπαίδευση – οπότε δεν ικανοποιούνται οι ανάγκες της παραγωγής.
- Η χαμηλή παραγωγικότητα, πρωταρχικά απόρροια της αγοράς εργασίας, του συνδικαλισμού και της χαμηλής επένδυσης.
- Ο χαμηλός ρυθμός αύξησης των επενδύσεων, γεγονός που επηρεάζει αρνητικά την ανταγωνιστικότητα, την αγορά εργασίας, την παραγωγή και την ανάπτυξη.
- Η αρνητική καθαρή διεθνής επενδυτική θέση μας, που απλά επιβεβαιώνει ότι είμαστε χρεώστες προς τον υπόλοιπο κόσμο.
- Το κακοσχεδιασμένο και αναποτελεσματικό σύστημα δημόσιας υγείας που αυξάνει το κόστος του συγκεκριμένου δημόσιου αγαθού (δηλαδή την σπατάλη των πόρων) και επιδρά αρνητικά στην αγορά εργασίας και στην ανάπτυξη.
Δεν είναι πως τα προβλήματα εξαντλούνται εδώ. Θα μπορούσε κανείς να προσθέσει την υπερφορολόγηση, τις υψηλές ασφαλιστικές εισφορές, την έλλειψη υποδομών για δια βίου εκπαίδευση, το υπανάπτυκτο συνταξιοδοτικό σύστημα, την τεράστια πληγή των πανεπιστημίων και της εκπαίδευσης ευρύτερα, την εκκολαπτόμενη κρίση στην τοπική αυτοδιοίκηση, την ανεπάρκεια της δικαιοσύνης κοκ.
Μερικά από τα προβλήματα αυτά είναι διαρθρωτικά, μερικά μπορούν να επιλυθούν με απλούς τρόπους. Αυτό που ξεχωρίζει, όμως, τις «δέκα πληγές» και ταυτόχρονα δικαιολογεί την συγκεκριμένη επιλογή είναι η σχεδόν απόλυτη αλληλεξάρτησή τους.
Για παράδειγμα, αν η χώρα μας είχε έγκαιρα κατανοήσει τις επισημάνσεις ότι στην γεωργία έχουμε ένα μεγάλο συγκριτικό πλεονέκτημα και τις προειδοποιήσεις ότι ο κόσμος εδώ και χρόνια βαδίζει προς μία επισιτιστική κρίση, θα είχαμε φροντίσει να απαλύνουμε το κοινωνικό στίγμα της γεωργικής απασχόλησης, να έχουμε αναπτύξει συστήματα έγκαιρης προειδοποίησης για τον καιρό, να έχουμε αναπτύξει την βιομηχανική και την συμβολαιακή γεωργία. Το κυριότερο, να είχαμε προχωρήσει σε μία εκτεταμένη αναδιάρθρωση του κλήρου έτσι ώστε να σχηματιστούν και πάλι οικονομικές από πλευράς μεγέθους καλλιέργειες.
Σε μεγάλο βαθμό, τα διαρθρωτικά μας προβλήματα έχουν παραμείνει διαρθρωτικά διότι δεν υπήρχε η πολιτική βούληση. Παρά τις εξωγενείς κρίσεις η σημερινή κυβέρνηση έκανε μερικά πρώτα βήματα. Αν τα ολοκληρώσει σε δεύτερη και, ίσως, πιο ανέφελη θητεία η χώρα μπορεί να πάει μπροστά. Αν όχι, ή αν δεν της δοθεί η ευκαιρία, τότε αυτή η χώρα μπορεί νοητικά και πρακτικά να «περάσει» και πάλι στην κατηγορία των υπανάπτυκτων κρατών – σήμερα λέγονται αναδυόμενα και αναπτυσσόμενα.
Η φρασεολογία μας έλειπε!