Χωρίς να μπορώ να το υποστηρίξω με νούμερα, πιστεύω ότι στα κείμενα των ελληνικών νόμων οι δύο πιο συχνές λέξεις θα πρέπει να είναι το «αντικαθίσταται» και το «με εξαίρεση».
Μερικά πρόσφατα χαρακτηριστικά παραδείγματα.
Οi εισαγγελείς θεωρούν πως πρέπει να εξαιρεθούν και, μαζί με το ιατρικό και νοσοκομειακό προσωπικό, να είναι στην πρώτη σειρά για να εμβολιαστούν. Με τους ηλικιωμένους! Τώρα, γιατί οι εισαγγελείς και όχι άλλοι δικαστικοί λειτουργοί δεν είναι σαφές.
Οι δημόσιοι υπάλληλοι θεωρούν πως πρέπει να εξαιρούνται από τις περικοπές που οι κρίσεις επιβάλλουν στις αμοιβές – είτε πρόκειται για μνημόνια, είτε για την πανδημία. Ο πολιτικός κόσμος το δέχεται – πελατειακές οι σχέσεις γαρ. Οι ίδιοι, απλά εκμεταλλεύονται την κατάσταση. Για την ηθική της συμμετοχής στα κοινά δεν μιλάμε.
Οι ιερείς θεωρούν ότι πρέπει να εξαιρούνται από τους περιορισμούς που επιβάλλει ο κορωνοϊός. Αναρωτιέμαι, πόσοι απ’ αυτούς έχουν πραγματικά την πεποίθηση ότι η πίστη σώζει; Υποπτεύομαι πως όχι. Αλλά, το να κάνεις τον αντάρτη όταν η δουλειά σου, το σπίτι σου, το φαγητό σου, ο μισθός σου είναι εξασφαλισμένα, μπορεί να μην έχει τόλμη, έχει όμως την γοητεία του. Κάτι σαν radical chic.
Δεν είναι παράδοξο, λοιπόν, που σπάνια λειτουργούμε με ομόνοια, με σύμπνοια, ως σύνολο. Εξαιρέσεις πάντα υπάρχουν. Στην Ελλάδα ισχύει το παλιό «η εξαίρεση είναι ο κανόνας». Όπως ιστορικά οι βασιλείς αντλούμε την πεποίθηση της εξαίρεσης από τον…Θεό.
Εξαιρέσεις υπάρχουν σε πολλές χώρες. Κατά κανόνα, όμως, οφείλονται στο πολιτιστικό χάσμα, στην διαφορά κουλτούρας. Στην Ελλάδα, η εξαίρεση είναι αντίσταση. Και η αντίσταση γίνεται από ιδεολογία. Ο Έλληνας οφείλει να διαφωνεί. Δεν έχει σημασία σε τι. Φτάνει να διαφωνεί.
Πόσο άντεξε ο ΣΥΡΙΖΑ στην χλιαρή στήριξη που πρόσφερε στη Νέα Δημοκρατία στην διάρκεια του πρώτου κύματος της πανδημίας; Τόσο όσο χρειάστηκε για να κυριαρχήσουν τα εγγενή αντανακλαστικά του. Αν τώρα αυτό διευκόλυνε στην αντιμετώπιση της κομματικής εσωστρέφειας και διαμάχης είναι άλλο θέμα. Τα αντανακλαστικά είναι αντανακλαστικά και θα έρχονταν στην επιφάνεια αργά ή γρήγορα.
Βρισκόμαστε ενώπιον μεγάλων αλλαγών. Η εποχή είναι τόσο ανατρεπτική όσο, τηρουμένων των αναλογιών, ήταν η Βιομηχανική Επανάσταση του 18ου αιώνα στην Αγγλία. Τότε η κοινωνία ξεριζώθηκε και φτιάχτηκε από την αρχή.
Πριν από πολλά χρόνια, ήδη στην δεκαετία του 1970, ο Alvin Toffler είχε προειδοποιήσει για την ανικανότητα της σύγχρονης κοινωνίας να αποδεχθεί, να απορροφήσει και να εκμεταλλευτεί στην ταχύτατη έλευση της τεχνολογικής προόδου.
Οι εξελίξεις τον δικαίωσαν.
Σήμερα, ο μόνος τρόπος για να ανταπεξέλθουμε ως κοινωνία και ως άτομα στο τεχνολογικό τσουνάμι που θα ανατρέψει την καθημερινότητα, στην κλιματική αλλαγή που θα αλλάξει τον τρόπο ζωής μας, στις πανδημίες που θα μας διδάξουν με σκληρό τρόπο ποια είναι τα όρια μεταξύ ανθρώπου και φύσης, είναι να πράξουμε με γνώμονα το κοινό καλό.
Ουδείς προφήτης στον τόπο του. Κανένας από μόνος του δεν μπορεί να ισχυριστεί πως γνωρίζει με σιγουριά ποιο είναι το «κοινό καλό». Οι ιδεολογικές στρεβλώσεις από την μία μεριά και οι διαφορετικές επιπτώσεις των αλλαγών από την άλλη, αναπόφευκτα δημιουργούν συγκρούσεις συμφερόντων.
Όσο ρομαντικό και να είναι, μία αρχή θα μπορούσε να αποτελέσει η αναγνώριση πως κανένας δεν κατέχει την αλήθεια. Ίσως τότε να ξεκινούσε μία διαδικασία κοινής αντιμετώπισης τουλάχιστον των μεγάλων προκλήσεων.
Διαφορετικά, θα είμαστε εκείνοι που θα δαχτυλοδείχνουμε ο ένας τον άλλον, ενώ θα μας φυσάει ο ίδιος αέρας (για να δανειστώ από την γελοιογραφία του Χαντζόπουλου στην Καθημερινή). Και η υπόλοιπη Ευρώπη, ως ένα, θα δαχτυλοδείχνει εμάς.