Κανένας πολιτικός δεν λειτουργεί εν κενώ. Η ιστορική του πορεία τον χαρακτηρίζει και – στους συνεπείς—τον καθορίζει. Το 1993 ο Αντώνης Σαμαράς δεν δίστασε να φέρει σε πρώιμο τέλος την κυβέρνηση Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, αδιαφορώντας μάλιστα για τις συνέπειες έστω στην οικονομία που μόλις είχε αρχίσει να συνέρχεται από την σπάταλη Πασοκική δεκαετία του 1980. Θα ήταν παράδοξο αν είχε δισταγμούς στην επίθεση του κατά του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Η συντεχνία με τον Κώστα Καραμανλή στηρίζεται στο γεγονός ότι μεταξύ τους δεν είχε ποτέ δημιουργηθεί αγεφύρωτο χάσμα. Ιδεολογικά, εξάλλου, ταυτίζονται περισσότερο ο ένας με τον άλλο παρά με τον νυν πρωθυπουργό. Το πρόβλημα, όμως, είναι ότι όταν πολιτικό σύστημα είναι χωρίς αντιπολίτευση και το κυβερνών κόμμα εμφανίζεται διχασμένο, η χώρα μπορεί εύκολα πρώτα να οδηγηθεί σε φάση ακυβερνησίας και, στην συνέχεια, στην άνοδο της αντιπολίτευσης όχι επειδή αυτή έχει πράγματι πείσει ότι αποτελεί εναλλακτική πρόταση εξουσίας αλλά, επειδή ο αντίπαλος της δεν πείθει πλέον.
Στις 22/9 η στήλη είχε υποστηρίξει ότι η χώρα δεν έχει την πολυτέλεια εμπλοκής της Ν.Δ. στο πολιτικό μπάχαλο των ΣΥΡΙΖΑ- ΠΑΣΟΚ. Επισήμανε ότι «Στο γενικό μπάχαλο που επικρατεί δεν μπορεί να συμμετέχει η Ν.Δ. Ο μίτος που άγγιξαν οι Κώστας Καραμανλής και Αντώνης Σαμαράς με τις «περίφημες» δυο ομιλίες τους, μπορεί να ικανοποιούσε τις δικές τους ανησυχίες (και φιλοδοξίες προσωπικές ή άλλες) αλλά δεν έλαβε υπόψη τους πως έτσι έσπρωχναν τη Ν.Δ. σε δρόμο ολισθηρό.»
Η σαφής τοποθέτησή τους στην λαϊκή δεξιά μόνο στο θέμα του γάμου των ομοφύλων έχει νόημα, διότι στο άλλο μεγάλο «ηθικό» θέμα, της μετανάστευσης, η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει υιοθετήσει σκληρή εθνική πολιτική, έχοντας μάλιστα εξαλείψει την άθλια κληρονομιά που άφησε ο ΣΥΡΙΖΑ. Εκτός κι αν, οι δύο πρώην διαφωνούν με την κοινωνική πολιτική του Μητσοτάκη – οπότε ας έχουν την τόλμη να δηλώσουν. Όσο για το θέμα των υποκλοπών, η βιασύνη της καταδίκης χωρίς την πλήρη πληροφόρηση λέει πολλά.
Αναπόφευκτο είναι το συμπέρασμα ότι η κύρια διαφωνία τους εστιάζεται στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής. Δυστυχώς, στον τομέα αυτόν, και οι δύο είχαν υιοθετήσει στην θητεία τους ουσιαστικά την πολιτική της απραξίας — οπότε η κινητικότητα Μητσοτάκη ενοχλεί. Ενοχλεί βαθύτατα, ιδιαίτερα τον Αντώνη Σαμαρά, καθώς σε ορισμένες περιπτώσεις οι θέσεις του θα μπορούσαν άνετα να χαρακτηριστούν από τρίτους ως σοβινιστικές.
Η στασιμότητα δεν ευνοεί πλέον την Ελλάδα. Ναι, σε αντίθεση με το παρελθόν και των δύο πρώην, η νυν κυβέρνηση προχώρησε σε τεράστια βελτίωση της αμυντικής μας ισχύος. Ναι, έδωσε έτσι την δυνατότητα στην χώρα να ακολουθεί το δόγμα «μίλα ήρεμα και κράτα ένα χοντρό μπαστούνι». Ναι, βλέπει τις οικονομικές ευκαιρίες που χάνονται, π.χ. στην ΑΟΖ, και αναζητά λύσεις. Ναι, βλέπει τις μαξιμαλιστικές απαιτήσεις της Τουρκίας και με την διπλωματία, δηλαδή την συζήτηση, προσπαθεί να αποφύγει μονομερείς τελεσίδικες πράξεις – π.χ. τα δύο κράτη στην Κύπρο. Ναι, βλέπει ότι η προσοχή των Μεγάλων Δυνάμεων είναι στραμμένη αλλού και επιδιώκει να φέρει τουλάχιστον το Κυπριακό ξανά στο προσκήνιο.
Η εξωτερική πολιτική δεν ασκείται ούτε με θεωρίες, ούτε με φαντάσματα, ούτε με ιδεοληψίες. Ασκείται με ρεαλισμό – κι αυτό σημαίνει αναγνώριση της ισχύς των θέσεων του αντιπάλου σου, κατανόηση των γεωπολιτικών εξελίξεων, αποδοχή των διεθνών συμφωνιών και, τελικά, διάθεση συμβιβασμού ώστε να κλείνουν τα μέτωπα.
Μερικές αλήθειες οφείλουν να λεχθούν. Ακόμη κι αν πάμε στην Χάγη μόνο για το θέμα της ΑΟΖ, η Ελλάδα δύσκολα θα κερδίσει την μαξιμαλιστική της θέση που ουσιαστικά εγκλωβίζει την Τουρκία στα παράλια της – της στερεί την δική της ΑΟΖ. Κι αυτό επειδή το άρθρο 59 της UNCLOS III σε συνδυασμό με το άρθρο 38 του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης επιτρέπει στους διαιτητές/δικαστές να αποφασίζουν όχι μόνο με βάση την μέση γραμμή που χωρίζει τα ύδατα δύο κρατών (median line) αλλά και με βάση την έννοια της ισότητας και της δικαιοσύνης (equity), στηριζόμενοι στην αρχή Ex aequo et bono δηλαδή, «σύμφωνα με το σωστό και το καλό».
Βρισκόμαστε μπροστά σε συνταρακτικές εξελίξεις. Είμαστε μία μικρή χώρα, με οικονομία που μόλις κατάφερε να αναπνεύσει, αμυντική ισχύ που την πληρώνουμε με αίμα, αγκυλώσεις από καταβολής που ακόμη δεν αντιμετωπίζουμε. Το τελευταίο που χρειαζόμαστε είναι ανταρτοπόλεμο από δύο πρώην και, δυστυχώς, όχι ιδιαίτερα πετυχημένους πρωθυπουργούς που ταράζουν τη νέα πολιτική και κοινωνική συμμαχία που έχτισε ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Δεν χρειάζεται να συμφωνούν – αλλά η εποχή τους πέρασε. Μπορεί να γίνονται λάθη (και γίνονται) αλλά η ιδιωτική αντίθεση και η δημόσια σιωπή θα ήταν η πιο εθνική στάση που θα μπορούσαν να υιοθετήσουν.
Διαβάστε επίσης
Η αποδέσμευση των χρηματαγορών από το ρίσκο
Τι μπορεί να σημαίνει το Νόμπελ Οικονομίας στους Acemoglu, Johnson και Robinson
Πέντε κρίσιμοι τομείς αναζητούν λύσεις με τεράστιο πολιτικό κόστος
ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ
- «Gigabit Voucher»: Πώς μπορείτε να λάβετε την επιδότηση 200 ευρώ για γρήγορο Internet
- Κεντρική Τράπεζα Ισπανίας: Πιθανή μείωση ΑΕΠ κατά 0,2% το τέταρτο τρίμηνο
- Ford Explorer: Κορυφαία ασφάλεια 5 αστέρων (video)!
- Κίεβο: Φόβοι ότι επίκειται μεγάλο χτύπημα των Ρώσων – Ήχησαν οι σειρήνες, έκλεισαν πρεσβείες