Η ιστορία είναι πολύ παλιά—ουσιαστικά ξεκινά από τα μέσα της δεκαετίας του 1980. Δύο ήταν, τότε, οι κρίσιμοι παράγοντες: η αναζήτηση φτηνού εργατικού κόστους και η δομή της ανάπτυξης, καθώς σταδιακά οι χώρες της Δύσης στράφηκαν σε δραστηριότητες που είχαν υψηλή προστιθέμενη αξία. Ο πρώτος παράγων ήταν πραγματικός – με την έννοια ότι το φτηνό εργατικό κόστος στις τότε αναπτυσσόμενες χώρες αποτελούσε ένα ουσιαστικό κίνητρο για να μετατοπιστεί, για παράδειγμα, η παραγωγή υφασμάτων, από την Δύση στην Άπω Ανατολή.
Ο δεύτερος παράγων, ήταν σε μεγάλο βαθμό προσχηματικός. Δεν υπήρχε κανένας εγγενής λόγος για τον οποίο, η βιομηχανία σιδήρου και ατσαλιού πρόσφερε στις ΗΠΑ χαμηλότερη προστιθέμενη αξία απ’ ότι στις Ινδίες. Το θέμα ήταν πως το καπιταλιστικό σύστημα είχε ήδη αρχίσει να στρέφεται στην αναζήτηση άμεσων κερδών, οπότε δεν είχε κανένα λόγο να επενδύσει σε νέες τεχνολογίες και σε άλλα μέσα αύξησης της παραγωγικότητας που θα απέδιδαν κέρδη μόνο σε βάθος χρόνου.
Οπωσδήποτε υπάρχουν και άλλα αίτια που συνέβαλαν στην αποβιομηχάνιση της Δύσης. Πολύ συνοπτικά, η επιθυμία των τότε υποανάπτυκτων κρατών να ακολουθήσουν την πορεία εκβιομηχάνισης της Δύσης ως το μοναδικό δρόμο προς τον πλούτο—οπότε πρόσφεραν ελκυστικά κίνητρα για άμεσες ξένες επεδύσεις. Οι χαλαροί κανόνες που ίσχυαν στις δικές τους αγορές εργασίας. Η έλλειψη αυστηρών και κοστοβόρων περιβαλλοντολογικών περιορισμών. Η άνεση έκδοσης άδειας λειτουργίας. Η ενδημική διαφθορά τους, που συνεισέφερε στην λεγόμενη «ευκολία του επιχειρείν» (the ease of doing business).
Αν στις ΗΠΑ δημιουργήθηκε η λεγόμενη «ζώνη σκουριάς» (Rust belt) στις άλλοτε βιομηχανικά πανίσχυρες πολιτείες όπως Michigan, Pennsylvania, Ohio που ουσιαστικά έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην εκλογή του Tramp το 2016, η ευθύνη βαρύνει τον καπιταλισμό του 21ου αιώνα που ως μοναδικό στόχο έχει την αποκόμιση άμεσων κερδών.
Σήμερα, η πάγια δικαιολογία για την αποβιομηχάνιση είναι το υψηλό κόστος ενέργειας και το εξίσου υψηλό κόστος για την πράσινη μετάβαση. Έχοντας καλομάθει στην φτηνή Ρωσική ενέργειας, οι ευρωπαϊκές βιομηχανίες αναζητούν διέξοδο φεύγοντας από την Ευρώπη—σε επανάληψη της φυγής του τέλους του 20ου αιώνα. Αν ο ορίζοντας κερδοφορίας ήταν μακρόχρονος, όπως στην εποχή όπου ο καπιταλισμός ήταν στο απόγειο της δημιουργίας πλούτου και αξίας, οι εταιρείες δεν θα δραπέτευαν – θα επένδυαν.
Στις οικονομίες της Δύσης τουλάχιστον, επικρατεί πλέον ένας ανελέητος πόλεμος μεταξύ της μικροοικονομίας, όπου επικρατεί ακόμη και σήμερα, κόντρα σε κάθε απόδειξη, η πίστη στις λογικές προσδοκίες (rational expectations) που οδηγούν τις αγορές σε ισορροπία (κι ας είναι υψηλά τα ποσοστά ανεργίας και καθηλωμένη η παραγωγικότητα) , και της μακροοικονομικής (πρωταρχικά Κεϋνσυανής) θέσης που βλέπει την στρεβλή λειτουργία της αγοράς (dysfunctional) και απαιτεί την κρατική παρέμβαση για να διορθωθεί.
Απόρροια της σύγκρουσης αυτής είναι και η διαμάχη ανάμεσα στη νομισματική και τη δημοσιονομική πολιτική, η εμμονή στην επίτευξη παράλογων (χωρίς θεωρητική βάση) στόχων όσον αφορά το δημόσιο χρέος και το δημοσιονομικό έλλειμμα, ο διχασμός της Ευρώπης ανάμεσα στον Βορά και το Νότο, η προοπτική νέων συγκρούσεων και διαιρέσεων με άμεση αναφορά στις γεωπολιτικές εξελίξεις.
Όσο ο νέος καπιταλισμός χαρακτηρίζεται από την χρηματοπιστωτική έκταση του και διείσδυση του, η αποβιομηχάνιση θα συνεχιστεί – κι ας ονειρευόμαστε πως μπορεί να ανακοπεί.
Διαβάστε επίσης
Ευρωεκλογές: Η απόλυτη αστοχία των κομμάτων
ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ
- Generali: Ισχυρή ανάπτυξη και άλμα 5% στα κέρδη τριμήνου
- Η Κωτσόβολος συμμετέχει για 7η συνεχή χρονιά στην έκθεση XENIA 2024 με το «K2B – Business empowerment by Kotsovolos»
- Η Pfizer κατέκτησε 13 βραβεία στα φετινά HR Awards
- Παναθηναϊκός ΑΟ: Αίτημα για ΓΣ με θέμα την πιθανή καταγγελία της σύμβασης για Βοτανικό