• Άρθρα

    Γιατί ο πληθωρισμός θα παραμείνει υψηλότερος από το παρελθόν

    WarningExclamation mark in a circleΑπαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
    Αντώνης Κεφαλάς

    Αντώνης Κεφαλάς


    Η συζήτηση στην Βουλή δεν ήταν βέβαια για τον πληθωρισμό και δεν κατέληξε βέβαια σε κάποιο συμπέρασμα πολιτικής. Τώρα, λοιπόν, που κόπασε η επίσημη κοκορομαχία, οφείλουμε να εκτιμήσουμε το συμβαίνει με τον πληθωρισμό και ποιες είναι οι προοπτικές τουλάχιστον για τα αμέσως επόμενα χρόνια.

    Μία ενδιαφέρουσα μελέτη των A. Afronzi και P. Yared (αμφότεροι του Columbia), με την M. Halac (Yale) και K. Rogoff (Harvard) επιχειρεί να ερευνήσει την πορεία του πληθωρισμού στον 21ο αιώνα και καταλήγει σε μερικά ενδιαφέροντα συμπεράσματα. Στην ουσία απομυθοποιεί την παντοδυναμία της νομισματικής πολιτικής, αναδεικνύοντας πολλαπλούς παράγοντες που είχαν συμβολή στην διατήρηση της περιόδου του χαμηλού πληθωρισμού (κυρίως από την δεκαετία του 1990 μέχρι την κρίση του 2008/9) και επισημαίνοντας ότι η αντιστροφή των παραγόντων αυτών αρχίζοντας κυρίως από την εποχή της πανδημίας, μας οδηγεί σε περίοδο υψηλότερου από το παρελθόν πληθωρισμού (δηλαδή πάνω από το 2%), οπότε και σε εποχή υψηλότερων επιτοκίων.

    Όταν παρουσιάστηκαν οι πρώτες πληθωριστικές πιέσεις μετά την κάμψη της πανδημίας, η στήλη αυτή είχε υποστηρίξει ότι ο πληθωρισμός δεν είναι αποκλειστικά νομισματικό φαινόμενο, αλλά οφείλεται σε διαρθρωτικά αίτια. Η απότομη αύξηση των επιτοκίων μάλιστα κίνδυνε να ρίξει την παγκόσμια οικονομία σε ύφεση, με αρνητικές πολιτικές επιπτώσεις. Η ύφεση δεν ήρθε, συνέβη όμως η επιβράδυνση, οπότε σε περιβάλλον αυξανόμενων ανισοτήτων, οι πολιτικές επιπτώσεις πράγματι προέκυψαν. Όποιος θεωρεί ότι η άνοδος της ακροδεξιάς στην Ευρώπη δεν συνδέεται άμεσα με την οικονομία και το επιχειρηματικό μοντέλο που ακολουθείται, φοβάμαι πως πλανάται οικτρά.

    Στην περιοδο από τα μέσα της δεκαετίας και μετά, ο υψηλός πληθωρισμός των ετών 1975-1985 κάμφθηκε όχι μόνο από την στοχοθέτηση των κεντρικών τραπεζών για πληθωρισμό 2% και την ανεξαρτησία τους από τις πολιτικές ηγεσίες αλλά, επειδή ταυτόχρονα η παγκοσμιοποίηση έφερε φτηνά αγαθά, η ισχύς των εργατικών συνδικάτων μειώθηκε και σε παγκόσμιο πλαίσιο επικράτησε η οικονομική πολιτικής της συνετής δημοσιονομικής διαχείρισης (μέρος του λεγόμενου Washington Consensus).

    Η εικόνα έχει αλλάξει, όμως. Η από-παγκοσμιοποίηση, σε σημαντικό βαθμό ωθούμενη από την γεωπολιτική, έχει αυξήσει κόστη παραγωγής, οδηγήσει στην διάσπαση των ροών κεφαλαίων, επιμηκύνει τις εφοδιαστικές αλυσίδες. Το υψηλό χρέος που δημιουργήθηκε από την πανδημία, η υιοθέτηση νέας βιομηχανικής πολιτικής με έμφαση στην εθνική αυτάρκεια,  η πράσινη μετάβαση, η ραγδαία άνοδος των αμυντικών δαπανών, έχουν εντείνει την δημοσιονομική πίεση και απαιτούν σε αντίβαρο υψηλά επιτόκια. Θα μπορούσε κανείς να προσθέσει, επίσης, ότι οι κεντρικές τράπεζες έχουν χάσει ένα μέρος της ανεξαρτησίας τους.

    Στο πλαίσιο αυτό, η μελέτη των τεσσάρων οικονομολόγων θεωρεί πως η επιστροφή στην εποχή των ονομαστικών επιτοκίων κοντά στο μηδέν (zero lower bund) είναι πλέον εξαιρετικά αμφίβολη. Έχει αποδειχθεί, εξάλλου, όπως τονίζουν, ότι ο πληθωρισμός είναι ευαίσθητος σε ξαφνικά γεγονότα, αντιδρά άμεσα – γι’ αυτό και παρατηρούνται ξαφνικές εξάρσεις του (spikes) – που μπορεί να  επανέρχεται ξανά σε χαμηλότερο επίπεδο, αλλά αυτό είναι υψηλότερο από το προηγούμενο χαμηλότερο. Επιβεβαιώνουν, έτσι, την γνωστή θεωρία ότι οι τιμές δείχνουν ακαμψία στην καθοδική πορεία (stickiness).

    Τι σημαίνουν όλα  αυτά για εμάς, στην Ελλάδα; Ότι σε μία μικρή και ανοιχτή πλέον οικονομία, οι παγκόσμιες εξελίξεις μας επηρεάζουν άμεσα, ιδιαίτερα όταν η διάρθρωση της οικονομίας μας την καθιστά ιδιαίτερα ευαίσθητη στις αλλαγές των ανέμων του εμπορίου (trade winds). Η πίεση για υψηλότερα από το παρελθόν επιτόκια και η εγκαθίδρυση υψηλότερου από το παρελθόν πληθωρισμού έρχεται πλέον όχι από το νομισματικό κανάλι, αλλά μέσω του δημοσιονομικού μηχανισμού διάδοσης.

    Η πολιτική, λοιπόν, της κυβέρνησης για σφιχτή δημοσιονομική διαχείριση και η άρνηση να υποκύψει στις πιέσεις της αντιπολίτευσης στην χαλάρωση που θα φέρει η κατάργηση του ΦΠΑ είναι ορθή ως τις αμφιβολίες ότι η μείωση δεν θα περάσει στον καταναλωτή (sticky prices), τον φόβο του χρέους και, σύμφωνα με την μελέτη, τους παράγοντες που έτσι κι αλλιώς θα συνεισφέρουν στην διατήρηση των πληθωριστικών πιέσεων.

    Διαβάστε επίσης

    Βουλή: Μία από τα ίδια



    ΣΧΟΛΙΑ