Αντώνης Κεφαλάς
Μερικές σκέψεις πάνω σ’ ένα τεράστιο θέμα που πάντως δεν καλύπτεται σε μία στήλη, δείχνουν ότι η φυσιολογική λόγω των μνημονιακών εξελίξεων εμμονή που δίνουμε ως χώρα στο νομισματικό και δημοσιονομικό τομέα, μας αφήνει εκτεθειμένους σε παγκόσμιες τάσεις που ενώ μας επηρεάζουν, δεν τις προετοιμαζόμαστε να τις αντιμετωπίσουμε.
Από τον 19ο αιώνα, η παγκόσμια οικονομία κινήθηκε προς την κατεύθυνση του ελεύθερου εμπορίου, έμπρακτα αναγνωρίζοντας την θεωρητική ισχύ της θεωρίας του συγκριτικού πλεονεκτήματος. Αυτή ήταν η βάση της λεγόμενης πρώτης φάσης παγκοσμιοποίησης (όπου η αποικιοκρατία έπαιξε τον σημαντικό της ρόλο) που ξεκινά περίπου στην δεκαετία του 1870 και σταματά απότομα με τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ο δεύτερος κύκλος μπορεί να θεωρηθεί πως έχει την πηγή του στις αρχές της δεκαετίας του 1950 και απογειώθηκε στο τέλος της δεκαετίας του 1980. Με την πανδημία του covid-19 ως αφορμή αλλά με βασικό αίτιο την ιδεολογική σύγκρουση μεταξύ της δημοκρατίας και του αυταρχισμού και τις γεωπολιτικές εκφάνσεις της, κι αυτός ο κύκλος έχει διαταραχθεί, σταδιακά βαίνοντας προς το τέλος του.
Η εξέλιξη αυτή έφερε ξανά στο προσκήνιο το θέμα της βιομηχανικής πολιτικής. ΟΙ υπέρμαχοι του ελεύθερου εμπορίου την είχαν καταδικάσει σε οικονομική βάση διότι προκαλεί στρεβλώσεις στην άριστη κατανομή των πόρων, και σε ιδεολογική διότι αντιπροσώπευσε σε μεγάλο βαθμό την μορφή της εκβιομηχάνισης που επιχείρησε να εφαρμόσει η τότε ΕΣΣΔ. Η βιομηχανική πολιτική – industrial policy – χαρακτηρίζονταν ως μερκανταλισμός με έναν από τους στόχους να είναι η οικονομική ανεξαρτησία/αυτονομία της χώρας.
Στα 30 χρόνια 1990-2020, όπου έγινε εφικτή η πλήρης καθετοποίηση εθνικών κέντρων παραγωγής, η παγκοσμιοποίηση αποτέλεσε τον παγκόσμιο μοχλό ανάπτυξης. Σήμερα, πλέον, αυτό δεν ισχύει. Οι αλυσίδες παραγωγής έχουν ήδη μπει στην διαδικασία της αναδιάρθρωσης, και οι περισσότερες χώρες εφαρμόζουν πολιτικές με στόχους την διασφάλιση επαρκούς και ανταγωνιστικής παραγωγής αγαθών και την υιοθέτηση τεχνολογιών που προωθούν την ανάπτυξη, ενισχύουν την εθνική ασφάλεια και συμβάλλουν στην αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης.
Στο πλαίσιο αυτό, η βιομηχανική πολιτική έχει αναπόφευκτα έρθει ξανά στο προσκήνιο. Η ουσιαστική ιστορική διαφορά είναι πως δεν αποβλέπει στον περιορισμό του εμπορίου αλλά στην μόχλευση συγκεκριμένων αγορών προϊόντων και τεχνολογιών που έχουν στρατηγική σημασία για την οικονομία, ενισχύουν την εθνική άμυνα και ενισχύουν τον ρόλο του κράτους σε δύο κρίσιμους τομείς: την διάθεση δημοσίων αγαθών και υπηρεσιών και στην αντιμετώπιση των στρεβλώσεων που αναπόφευκτα φέρνει η ελεύθερη αγορά.
Σε μεγάλες και πολυδιάστατες οικονομίες, όπως των ΗΠΑ, ο σχεδιασμός και εφαρμογή βιομηχανικής πολιτικής αποτελεί «φυσιολογικό» οπλοστάσιο τους. Το ερώτημα είναι τι κάνουν μικρότερες οικονομίες όπως η δική μας, που έτσι κι αλλιώς έχει μεγάλη εξάρτηση από τις εισαγωγές;
Ως ένα βαθμό, η ενίσχυση της εθνικής άμυνας (που ορθά συνεχίζεται) και οι μεταρρυθμίσεις που προωθεί η κυβέρνηση στους τομείς της υγείας, της παιδείας, της δικαιοσύνης, της φορολογικής μεταρρύθμισης, της ψηφιακής μετάβασης και της πράσινης μετάβασης, κινούνται στις ράγες της σύγχρονης βιομηχανικής πολιτικής.
Δεν μπορεί, όμως, να λεχθεί το ίδιο ως προς την διαφύλαξη της βιομηχανικής βάσης που ήδη έχει η χώρα μας – κι ας είναι σχετικά περιορισμένη – αλλά ούτε και ως προς την επισήμανση ορισμένων τουλάχιστον προϊόντων και τεχνολογιών που είναι απαραίτητα για την στρατηγική επιβίωση της χώρας.
Είναι σαφές ότι έχουμε περιορισμένους βαθμούς ελευθερίας. Η πανδημία, όμως, έδειξε ότι ναι μεν η Ευρώπη ήταν απαραίτητη για την επιβίωση μας αλλά, σε αρκετές περιπτώσεις ο οικονομικός εθνικισμός υπερίσχυσε του ευρωπαϊκού—σε βάρος μικρών οικονομιών με μεγάλη εξάρτηση από τις εισαγωγές.
Έχουμε στα χέρια μας πολλά εργαλεία ( επιδοτήσεις, επιχορηγήσεις, φορολογικές απαλλαγές, εγγυήσεις δανείων) προκειμένου να ενθαρρυνθεί η παραγωγή συγκεκριμένων προϊόντων και τεχνολογιών που εμείς κρίνουμε ότι είναι απαραίτητες για την Ελλάδα. Φτάνει, βέβαια, να τις επισημάνουμε – πράγμα που δεν έχει γίνει.
Επιπλέον, μολονότι θα είναι ένα δύσκολο (νομικά και πρακτικά) εγχείρημα, η χώρα μας θα όφειλε να έχει ένα σχέδιο Β σε περίπτωση που αντιμετωπίσει παρόμοιες καταστάσεις ελλείψεων που έζησε στην διάρκεια της πανδημίας. Η αναφορά, προφανώς, δεν περιορίζεται στον συγκεκριμένο τομέα, τον περιλαμβάνει όμως.
Σε μερικούς όλα αυτά μπορεί να ακούγονται εξωπραγματικά. Οι εξελίξεις δεν θα τους δικαιώσουν. Το πρόβλημα, εξάλλου, δεν είναι το σήμερα και το αύριο αλλά ούτε και το απώτερο μέλλον. Το δίδυμο της κλιματικής κρίσης και της ψηφιακής επανάστασης μας δείχνει τον εκθετικό ρυθμό των εξελίξεων. Ας παρατηρήσουμε και ας μάθουμε. Ο χρόνος, πάντως, δεν είναι με το μέρος μας.
Διαβάστε επίσης
Η «Εξάρχεια» αντιπολίτευση, τα τσιρότα του Τσίπρα και η απόλυτη υποκρισία