Δεν θα μιλήσω για τις βαθιές αλλαγές που φέρνει ο πόλεμος στο Ισραήλ, αλλά σε πιο… ταπεινό επίπεδο, γι’ αυτές που έχουν συντελεστεί στην παγκόσμια οικονομίας και πώς μας επηρεάζουν ως χώρα.
Τουλάχιστον μέχρι να φτάσει η στιγμή για τον Αρμαγεδδών, οφείλουμε να πολεμάμε για μία καλύτερη ζωή.
Μία σύντομη ιστορική αναδρομή θα μας θυμίσει ότι στην περίοδο χονδρικά από το 1995 έως το 2020 και με εξαίρεση την παγκόσμια κρίση το 2008/9 στην παγκόσμια οικονομία η Κίνα διασφάλισε ότι δεν θα υπήρχαν προβλήματα από την πλευρά της παραγωγής. Οπότε δεν υπήρχαν προβλήματα ούτε από το μέτωπο των τιμών.
Λίγοι, όμως, παρατηρούν ότι σ’ αυτήν τη… χρυσή εποχή, η παραγωγικότητα δεν αυξανόταν.
Αντίθετα είχαμε μείωση της. Ήταν προμήνυμα των δεινών που ακολούθησαν; Ίσως.
Σήμερα, βέβαια, ζούμε σε διαφορετικό κόσμο. Η Κίνα και μερικές από τις αναπτυσσόμενες αγορές αντιμετωπίζουν εσωτερικά προβλήματα και δεν αποτελούν πλέον πηγή πολλών και φτηνών αγαθών. Ειδικά στην Κίνα, ο αυταρχικός καπιταλισμός φαίνεται να έχει πλησιάσει τα όρια της ανάπτυξης του, καθώς το Κόμμα επαναπροσδιορίζει τον βαθμό ελέγχου που ασκεί στην οικονομία.
Παράλληλα, οι εμπειρίες από την πανδημία, ο φόβος των επιπτώσεων της κλιματικής κρίσης και οι γεωπολιτικές αναταραχές έχουν μόνιμα διαφοροποιήσει τις αλυσίδες εφοδιασμού και τις εθνικές πολιτικές. Ενώ πριν η ενασχόληση ήταν με την αποτελεσματικότητα και το συγκριτικό πλεονέκτημα, τώρα οι πολιτικές καθορίζονται από τις αντοχές της οικονομίας και την ανάγκη εθνικής ασφάλειας.
Αναπόφευκτα, η αλλαγή στην πλευρά της παραγωγής έφερε πληθωριστικές πιέσεις –οπότε και την παραδοσιακή αντίδραση της αύξησης του κόστους χρήματος. Δυστυχώς, αυτή η πολιτική έχει τρία προβλήματα:
- Οδηγεί σε πολιτική αναταραχή, ενθαρρύνοντας την ισχύ των άκρων
- Δημιουργεί προβλήματα εξυπηρέτησης χρέους σε πολλές αναδυόμενες οικονομίες –και όχι μόνο, οπότε και κινδύνου στο διεθνές οικονομικό σύστημα
- Αποτρέπει τις επενδύσεις ακριβώς την στιγμή που αυτές χρειάζεται η οικονομία.
Η απάντηση σε μεγάλο βαθμό βρίσκεται στην ανάγκη να τονωθεί η παραγωγικότητα, γεγονός που συνεπάγεται μεταξύ άλλων αλλαγές στην αγορά εργασίας – οπότε και στην εκπαίδευση.
Η αγορά εργασίας (όχι πως μου αρέσει ο συγκεκριμένος όρος) πάσχει από έλλειψη ειδικοτήτων, δηλαδή γνώσεων. Εξάλλου, πέρα από τις δουλειές που συνδέονται με τον τομέα της τεχνολογίας, οι άλλοι τομείς χαρακτηρίζονται από επικινδυνότητα, χαμηλό βαθμό ευελιξίας, έλλειψη ανθρώπων, μειωμένη παραγωγικότητα, αδυναμία προσαρμογής.
Η σύγχρονη οικονομική πολωτική θα όφειλε να αφιερωθεί στην ενίσχυση της παραγωγής – πράγμα που θα σήμαινε επίσης αλλαγή του σημερινού επιχειρηματικού μοντέλου που δίνει τεράστια, σχεδόν αποκλειστική έμφαση στην επίτευξη άμεσων κερδών – έστω και λογιστικών – στην ουσία αποθαρρύνοντας τις επενδύσεις.
Με βάση την ανάγκη της ενίσχυσης της παραγωγικότητας, σημασία έχει η συνολική παρουσία του κράτους ως προμηθευτή δημόσιων αγαθών και υπηρεσιών. Η παραγωγικότητα δεν είναι, τουλάχιστον πλέον, ένα απλό τεχνητό μέγεθος αλλά το αποτέλεσμα μίας συνισταμένης που περιλαμβάνει την προσωπική ευτυχία, την προσωπική ικανοποίηση, του εργαζόμενου.
Ειδικά, τώρα, για την Ελλάδα, το πρόβλημα είναι σημαντικό πρώτο, διότι το κράτος ως προμηθευτής δημόσιων αγαθών και υπηρεσιών παρουσιάζει τραγικές ελλείψεις και, δεύτερο, αυτό το πρόβλημα είναι ιδιαίτερα έντονο στον τομέα της παιδείας.
Στο πλαίσιο αυτό, η επανάσταση που φέρνει στον τομέα της επαγγελματικής εκπαίδευσης ο υπουργός παιδείας Κυριάκος Πιερρακάκης αποτελεί ένα τεράστιο πρώτο βήμα που ανταποκρίνεται με μεγάλη ευστοχία στην ανάγκη των καιρών μας.
Η ιδέα και μόνο της δημιουργίας 60 περίπου campuses που θα μπορούν έτσι να προσφέρουν ποιοτικές και ολοκληρωμένες επαγγελματικές γνώσεις σε άμεση συνάρτηση με το τι ζητά η οικονομία, αλλάζει τον χάρτη της επαγγελματικής εκπαίδευσης στην χώρα.
Η κυβέρνηση είχε θέσει ως προτεραιότητα τις ριζικές μεταρρυθμίσεις ακριβώς στους τομείς που το σύγχρονο κράτος φέρνει την κύρια ευθύνη.
Αναμένουμε τα αντίστοιχα βήματα στην υγεία και στην δικαιοσύνη και, βέβαια, την συνέχεια στην παιδεία. Διαφορετικά δεν υπάρχει πραγματικά βιώσιμο μέλλον.
Διαβάστε επίσης:
Το ταγκό (και το φορολογικό) χρειάζεται δύο
Ερευνα: 6 στις 10 επιχειρήσεις θα προχωρήσουν σε νέες αυξήσεις τιμών