• Άρθρα

    Ένα μικρό παραμύθι – ένα μεγάλο ερωτηματικό

    ο αρθρογράφος αντώνης κεφαλάς

    Αντώνης Κεφαλάς


    Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η παραγωγή δημόσιων αγαθών ήταν αποκλειστικά στα χέρια του κράτους. Ενέργεια, ύδρευση, μεταφορές ήταν κρατικές επιχειρήσεις. Για μία περίοδο και με έναυσμα που έδωσε η Εργατική κυβέρνηση της Αγγλίας αλλά και ο μύθος του Σοβιετικού σοσιαλισμού, επικράτησε η τάση να κρατικοποιούνται ακόμη και οι μεγάλες επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα.

    Όπως πάντα στην Ελλάδα, η τάση αυτή έφτασε με καθυστέρηση. Η πρώτη εντυπωσιακή (αν και παράνομη όπως αποδείχθηκε στην συνέχεια) κρατικοποίηση ήταν όλων των επιχειρήσεων του Ομίλου Ανδρεάδη μέσα σε μία νύχτα του 1975 με απόφαση μάλιστα του υπουργείου συμβουλίου!

    Στην υπόλοιπη Ευρώπη, ο θαυμασμός για τον ρόλο του κράτους ως επιχειρηματία γρήγορα εξανεμίστηκε. Δύο παράγοντες λειτούργησαν αρνητικά. Οι υπερβολικές απαιτήσεις των εργαζομένων, με την λογική ότι το κράτος έχει χρήματα. Και η τάση του κράτους να φορτώνει τις δημόσιες επιχειρήσεις με τους πελάτες του. (Σ’ αυτό η Ελλάδα δεν υπολήφθηκε, δίδαξε).  Το τελικό αποτέλεσμα ήταν ότι στον Δυτικό κόσμο σχεδόν το σύνολο των δημόσιων επιχειρήσεων να είναι ελλειμματικές – οικονομικά και, στην συνέχεια, ποιοτικά.

    Ένας τρίτος παράγων ήταν η σταδιακή αποκάλυψη ότι ο πανίσχυρος σοβιετικός κεντρικός προγραμματισμός ήταν οτιδήποτε άλλο εκτός από προγραμματισμό και οι μεγάλες κρατικές επιχειρήσεις πέρα από το Παραπέτεσμα στηρίζονταν σε πήλινα πόδια.

    Στο σημείο αυτό σημειώθηκε μία ενδιαφέρουσα εξέλιξη: η πολιτική ελευθερία ταυτίστηκε απόλυτα με την οικονομική ελευθερία. Το κράτος καταπίεζε την πολιτική ελευθερία. Το κράτος, λοιπόν, ήταν εμπόδιο και στην οικονομική ελευθερία. Ακολούθησε μία εντατική και ενορχηστρωμένη ιδεολογική (Milton Friedman) και πολιτική καμπάνια (Reagan & Thatcher) όπου το κράτος κατηγορήθηκε πως δεν ήταν μέρος της λύσης αλλά το πρόβλημα.

    Το παραμύθι της οικονομικής αποτελεσματικότητας και της κοινωνικής ισότητας των ελεύθερων αγορών βάστηξε για μισό περίπου αιώνα. Τα χνάρια της φαντασιοπληξίας φάνηκαν αρκετά νωρίς, βέβαια. Σε κρατικό επίπεδο με τις χρηματιστηριακές και τις κρίσεις δημόσιου δανεισμού στις δεκαετίες του 1980 και του 1990. Σε επιχειρηματικό επίπεδο με την Enron ως απτή και σαφή προειδοποίηση για το τι θα ακολουθούσε.

    Σήμερα, το παραμύθι έφτασε στο τέλος του. Το μεγάλο ερώτημα που είχε απασχολήσει σκεπτόμενους οικονομολόγους ακόμη και στην διάρκεια του «μεσαίωνα» του μονεταρισμού αφορούσε ακριβώς την παραγωγή των δημόσιων αγαθών: μήπως είναι πολύ πολύτιμα για την κοινωνία ώστε να μην αφήνονται στα χέρια της ιδιωτικής πρωτοβουλίας;

    Μία ορθή απάντηση που δόθηκε τότε ήταν ότι «δεν με ενδιαφέρει αν η γάτα είναι άσπρη ή μαύρη—φτάνει να πιάνει ποντίκια». Η παραβολή χρησίμευσε να αναδείξει ότι σημασία είχε η αποδοτική λειτουργία της παραγωγής και όχι η ιδιοκτησία της – που θα μπορούσε να είναι ιδιωτική ή κρατική.

    Οι υπέρμαχοι της ελεύθερης αγοράς ερμήνευσαν την θέση αυτή ως άδεια/παραδοχή πως μπορεί και πρέπει να είναι και το κράτος κερδοφόρο. Οι υποστηρικτές του κράτους πρόνοιας την χρησιμοποίησαν  ως ανάχωμα στις άκρατες κρατικοποιήσεις. Ένας ανεξάρτητος παρατηρητής δεν θα υποστήριζε πως η ελεύθερη αγορά ήταν αυτή που έχασε. Στην Ελλάδα, το κατ’ εξοχήν παράδειγμα ήταν η πώληση του ΟΛΠ και όχι η υιοθέτηση της λύσης για την αποτελεσματική εκμετάλλευση του με σύμβαση παραχώρησης.

    Σήμερα, όπου οι αγορές παίζουν με το βιός δισεκατομμυρίων ανθρώπων, το ερώτημα για την ιδιοκτησία της παραγωγής δημόσιων αγαθών δεν είναι απλά επίκαιρο. Είναι θέμα ζωής ή θανάτου.

    Ο καπιταλισμός-καζίνο έχει μετατρέψει τα πάντα σε χρηματιστηριακά είδη: από την ενέργεια μέχρι τα τρόφιμα και από τις υπηρεσίες μέχρι τις πρώτες ύλες. Όταν σε μία νύχτα μία τεράστια επιχείρηση χάνει το 25% της αξίας της και την επομένη δεν υπάρχει καμία επίπτωση πέρα από τους τίτλους των ΜΜΕ, τότε κάτι το στραβό υπάρχει στο σύστημα. Όταν, χωρίς λόγο η αύξηση της ποσότητας (π.χ. του ακατέργαστου πετρελαίου) οδηγεί σε άνοδο της τιμής, τότε κάποιοι μηχανισμοί της «ελεύθερης» αγοράς δεν λειτουργούν όπως μας τους περιγράφει η θεωρία. Όταν η κερδοσκοπία τινάζει στον αέρα το χρηματιστήριο του νικελίου, όταν το χρηματιστήριο για το χοιρινό κρέας στερεί τροφή σε εκατομμύρια, όταν η αγορά αδιαφορεί για την μύγα που απειλεί να καταστρέψει τα αμπέλια της Καλιφόρνιας, τότε το σύστημα δεν εκπληρώνει τις προσδοκίες της κοινωνίας και καθίσταται έτσι πολιτικά επικίνδυνο και κοινωνικά ανάλγητο.

    Ούτε η ενέργεια, ούτε το νερό, ούτε οι πρώτες ύλες θα πρέπει να είναι στα χέρια ενός συστήματος που έχει επιδείξει απερίγραπτη απληστία, βαθιά αδιαφορία για την ανθρώπινη ζωή, απόλυτη εθελοτυφλία για το αύριο των ίδιων των παιδιών του.

    Είναι προφανές ότι οι γνωστικοί δεν υποστηρίζουν την επιστροφή στην εποχή του άκρατου κρατισμού– καθώς υπάρχει ο δρόμος της καμήλας: η δημόσια ιδιοκτησία π.χ. της ύδρευσης, με την εταιρία να λειτουργεί με «πειραγμένα» ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, και συγκεκριμένα με την υποχρέωση η κερδοφορία της να μπορεί να εξυπηρετεί τον δανεισμό της που θα γίνεται μόνο για επενδύσεις και όχι να επιδιώκεται η μεγιστοποίηση των κερδών ανά τρίμηνο μάλιστα.

    Το παραμύθι της ελεύθερης αγοράς τελείωσε. Η Shahrazad πήγε για ύπνο. Η κοινωνία της Δύσης υφίσταται ένα ξαφνικό και άγριο ξύπνημα από το όνειρο της Δυτικής Φιλελεύθερης Διεθνούς Διακυβέρνησης. Θα εμείνει στο αμετανόητο της Merkel ή θα προσαρμοστεί στη νέα πραγματικότητα του Putin και του Xi, του Orban και του Erdogan; Το εκκρεμές της ελεύθερης αφοράς πήγε πολύ δεξιά, όπως αυτό των κρατικοποιήσεων είχε πάει πολύ αριστερά. Καιρός είναι να θυμηθούμε την ρήση του Goethe για την ιδιοφυία της μετριοπάθειας.

    Διαβάστε επίσης

    Ασύντακτα βαδίζοντας μέσα στην αβεβαιότητα

     



    ΣΧΟΛΙΑ