Συνθήκες επισφάλειας όχι μόνο για τις ευάλωτες και οικονομικά αδύναμες ομάδες του πληθυσμού, αλλά και για τα νοικοκυριά των μεσαίων εισοδημάτων δημιουργεί πλέον το ράλι των τιμών στα ακίνητα. Την ώρα που η ανεργία έχει… κολλήσει λίγο πάνω από το 10% και από ότι φαίνεται θα παραμείνει εκεί «κολλημένη» και το 2023, ενώ και οι μισθοί παραμένουν καθηλωμένοι χωρίς ουσιαστικές αυξήσεις – τουλάχιστον στα επίπεδα του πληθωρισμού – τα νοικοκυριά της λεγόμενης μεσαίας τάξης στενάζουν όχι μόνο υπό το βάρος της ακρίβειας σε τρόφιμα και ενέργεια, αλλά και από τις απανωτές αυξήσεις στα ενοίκια.
Το ράλι στην κτηματαγορά, που πιέζει σημαντικά όσους μισθωτούς ή επαγγελματίες δεν είναι ιδιοκτήτες Α κατοικίας, δεν έχει συνδυαστεί με μια ολοκληρωμένη αναδιάρθρωση της ελληνικής οικονομίας, ώστε αυτή να παράγει περισσότερες καλοπληρωμένες θέσεις εργασίας. Τουλάχιστον το ένα δεν ακολουθεί την ταχύτητα του άλλου….
Αντίθετα, όπως δείχνουν τα στοιχεία οι περισσότερες θέσεις εργασίας που δημιουργούνται ανήκουν στους κλάδους του εμπορίου, της εστίασης και των καταλυμάτων και συνεπώς δεν ανταποκρίνονται σε μια οικονομία ακινήτων που τρέχει σε… άλλα επίπεδα, την ώρα μάλιστα που πολλοί μισθωτοί παραγωγικής ηλικίας εργάζονται σε θέσεις ημιαπασχόλησης.
Η πρόσβαση σε μια αξιοπρεπή και οικονομικά προσιτή κατοικία έχει εξελιχθεί σε δύσκολο σταυρόλεξο κυρίως στα αστικά κέντρα της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, καθώς το επενδυτικό boom στο real estate και η δεύτερη, μεταπανδημική άνοιξη της βραχυχρόνιας μίσθωσης, όπως επίσης και το κυνήγι της τελευταίας ευκαιρίας από ξένους επενδυτές για τη… φτηνή golden visa (έχει εξαγγελθεί η αύξηση του κατώτατου ορίου επένδυσης για τη χορήγησή της από τις 250.000 ευρώ στις 500.000 από τις αρχές του 2023) οδηγούν τις τιμές των ακινήτων στα ύψη.
Ράλι ενοικίων και τιμών πώλησης
Τα στοιχεία για το ράλι τιμών στα ακίνητα είναι γνωστά και δημοσιευμένα, ωστόσο πάντα προκαλούν εντύπωση. Από το 2015, όταν τα ενοίκια βρέθηκαν στο ναδίρ λόγω της κρίσης των μνημονίων και της απαξίωσης της κτηματαγοράς, μέχρι και φέτος παρατηρείται ράλι 48,7%, σύμφωνα με τα στοιχεία του δείκτη τιμών Spitogatos Property Index (SPI). Ο ίδιος δείκτης τιμών καταγράφει 6,8% μέση ετήσια αύξηση κατά το τρίτο τρίμηνο του 2022, με τις ανατιμήσεις να φτάνουν στο 17,2% στο υπόλοιπο Αττικής και 12% στον Πειραιά.
Αντίστοιχη αίσθηση προκαλούν και τα πρόσφατα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας. Το Γ΄ τρίμηνο του 2022, ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής των τιμών των διαμερισμάτων για το σύνολο της χώρας «έτρεξε» με 11,2%. Από το 2020 ο ρυθμός αύξησης των τιμών των διαμερισμάτων διογκώνεται διαρκώς. Από 4,5% το 2020, σε 7,6% το 2021 σε 9,8% το πρώτο τρίμηνο του 2022 και 10,1% το Β τρίμηνο.
Όπως είναι λογικό οι τιμές στα νέα ακίνητα αυξάνονται πιο γρήγορα, με ρυθμό 12,2% έναντι 10,5% στα παλαιά ακίνητα, ενώ πρωταγωνίστρια στο ράλι της ακρίβειας ακινήτων είναι η Αθήνα με 13% ανατιμήσεις φέτος – ακολουθεί η Θεσσαλονίκη με 11,1%.
Πότε θα ξεκινήσουν οι μειώσεις;
Ένα μικρό πρώτο φρένο της κούρσας ανατιμήσεων στα ενοίκια (όχι στις τιμές αγοράς) εμφανίστηκε στο τρίτο τρίμηνο συγκριτικά με το αμέσως προηγούμενο δεύτερο τρίμηνο του 2022, σύμφωνα με τα στοιχεία του δείκτη τιμών Spitogatos Property Index (SPI). Στελέχη της κτηματαγοράς εκτιμούν μάλιστα πως οι τιμές των ενοικίων δύσκολα θα επιστρέψουν σε ανοδική τροχιά το αμέσως προσεχές διάστημα, λόγω των πιέσεων που δέχεται η αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών από το πληθωριστικό τσουνάμι σε όλα τα αγαθά.
Ακόμη όμως κι αν φρενάρει η κούρσα των ανατιμήσεων, κανείς δεν μιλάει ακόμη για μειώσεις. Πότε θα… ξεφουσκώσει η «φούσκα» των ακινήτων που φούσκωσε σημαντικά τα τελευταία χρόνια; Η αύξηση των επιτοκίων που συνεπάγεται αύξηση του κόστους δανεισμού και η επιβράδυνση της ανάπτυξης θα φέρουν μειώσεις των τιμών στα ακίνητα;
Ναι απαντούν οι αναλυτές, αλλά όχι αμέσως. Σύμφωνα με μελέτη της ΕΚΤ η αύξηση κατά 1 μονάδα των επιτοκίων προκαλεί πτώση των τιμών των ακινήτων κατά 9% μετά από περίπου δύο έτη και πτώση των επενδύσεων στην κτηματαγορά κατά 15%. Στο μεσοδιάστημα πως θα εξελιχθεί το πρόβλημα της στέγης;
Η ποιότητα των νέων θέσεων εργασίας
Το ράλι στα ακίνητα δεν θα ήταν απαραίτητα «πρόβλημα» – ή τουλάχιστον αυτής της τάξεως πρόβλημα – αν συνδυάζονταν με μια γενικότερη ανάπτυξη των εισοδημάτων των εργαζόμενων που ανήκουν στην λεγόμενη μεσαία τάξη, οι οποίοι είναι συχνά και ενοικιαστές. Σήμερα όμως αυτό δεν φαίνεται να συμβαίνει. Αντίθετα.
Η πρόσφατη ενδιάμεση έκθεση του ΙΝΕ ΓΣΕΕ για την ελληνική οικονομία έχει μερικά ενδιαφέροντα στοιχεία για τις συνθήκες που διαμορφώνονται στην ελληνική αγορά εργασίας σε φάση μείωσης της ανεργίας. Σύμφωνα με το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, οι περισσότερες θέσεις εργασίας δημιουργούνται σε δυο κλάδους:
- Στο εμπόριο
- Στην παροχή́ καταλύματος και την εστίαση.
Το Β’ τρίμηνο του 2022 η απασχόληση στον τριτογενή́ τομέα παραγωγής και κυρίως στο εμπόριο, την παροχή́ καταλύματος και την εστίαση, ήταν υψηλότερή από́ το Α’ τρίμηνο του 2009 κατά́ 1,5%
Η συρρίκνωση των θέσεων απασχόλησης στον δευτερογενή τομέα και η ενίσχυσή τους στον τριτογενή́ δημιουργεί́ ζητήματα βιωσιμότητας της απασχόλησης – παρατηρούν οι αναλυτές – δεδομένου ότι οι αμοιβές στον τριτογενή́ τομέα είναι χαμηλότερες και οι θέσεις εργασίας πιο επισφαλείς.
Δεν είναι όμως μόνο η ποιότητα των θέσεων που δημιουργούνται το πρόβλημα για τις προσφερόμενες αποδοχές. Το πλήθος των ημιαπασχολούμενων ενισχύθηκε σημαντικά́ το Δ’ τρίμηνο του 2021 και το Α’ τρίμηνο του 2022 Το 50% των νεοπροσληφθέντων ημιαπασχολουμένων, ενώ επιθυμούσε να βρει θέση πλήρους απασχόλησης, δεν τα κατάφερε, με αποτέλεσμα να ενισχύεται το ποσοστό́ υποαπασχόλησης του εργατικού́ δυναμικού́.
Ο πληθυσμός των υποαπασχολούμενων έχει δυο βασικά χαρακτηριστικά, καθώς οι περισσότεροι είναι:
- Γυναίκες (γνωστό) αλλά και
- Άνδρες μισθωτοί που βρίσκονται σε παραγωγικές ηλικίες
Το Β’ τρίμηνο του 2022 το 43,5% των υποαπασχολούμενων ήταν άντρες και το 56,5% γυναίκες. Ταυτόχρονα, το 39,2% ήταν ηλικίας από́ 30 έως και 44 ετών, ενώ το 33,3% από́ 45 έως 64 ετών.
Συνεπώς, η υποαπασχόληση δεν αφορά́ μόνο τους νέους αλλά́ και όσους βρίσκονται σε παραγωγική́ ηλικία και συντηρούν το εισόδημα του νοικοκυριού́, με συνέπεια ένα χαμηλό́ επίπεδο διαβίωσης για τους ιδίους και τις οικογένειές τους.
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία απασχόλησης του ΕΦΚΑ, οι μερικώς απασχολούμενοι λαμβάνουν περί τα 475,93 ευρώ μεικτά, μηνιαίως. Την ίδια ώρα έχουν και τη μεγαλύτερη απώλεια αγοραστικής δύναμης (29,2%) από όλες τις άλλες κατηγορίες εργαζόμενων.
«Οι συνθήκες εργασίας τους είναι άμεσα συνυφασμένες με την αδύναμη παραγωγική διάρθρωση της οικονομίας, που δημιουργεί χαμηλής ποιότητας θέσεις απασχόλησης» αναφέρουν οι αναλυτές της έκθεσης του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ.
Την ίδια στιγμή, οι αυξήσεις των κλαδικών μισθών είναι κάτω του ρυθμού του πληθωρισμού – από 1,5% έως 5% για το 2023 ενώ αν μιλάμε για διετείς συμβάσεις μπορεί να φτάνουν σωρευτικά και το 10% έως το τέλος του 2024.
Και πόσοι εργαζόμενοι καλύπτονται από συλλογικές συμβάσεις; Το ποσοστό κάλυψης των εργαζομένων από συλλογικές διαπραγματεύσεις στην Ελλάδα είναι χαμηλό. Το 2018 ήταν 25,8%, κοντά στο αντίστοιχο της Λετονίας και της Σλοβακίας. Αντιθέτως, στις χώρες της Κεντρικής και της Βόρειας Ευρώπης τα ποσοστά κάλυψης ξεπερνούν το 70%.
Βάσει σχετικής οδηγίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη τα επόμενα έτη να αυξήσει το ποσοστό κάλυψης στο 80%, να αυξήσει δηλαδή το ποσοστό κάλυψης από συλλογικές συμβάσεις κατά 54,2 ποσοστιαίες μονάδες…
Στον κατώτατο μισθό οι συνθήκες δεν είναι καλύτερες. Η απώλεια αγοραστικής δύναμης εξαιτίας της ακρίβειας ξεπερνούσε το 19% τον Σεπτέμβριο του 2022.
Κι ενώ η διάρθρωση της αγοράς εργασίας εμφανίζει αυτά τα χαρακτηριστικά, η εισηγητική έκθεση του προϋπολογισμού για το νέο έτος αποκαλύπτει πως το μέσο ετήσιο ποσοστό ανεργίας δεν εκτιμάται ότι θα πέσει κάτω από 12,7% (από 12,6% φέτος). Δηλαδή, με άλλα λόγια, ο κρατικός προϋπολογισμός προβλέπει φρένο στην αποκλιμάκωση της ανεργίας από το νέο έτος, ελέω της νέας παγκόσμιας κρίσης που αναδύεται από την ενεργειακή κρίση και την κρίση πληθωρισμού.
Είναι σαφές πως οι συνθήκες που επικρατούν και προβλέπεται να επικρατήσουν το 2023 στην αγορά εργασίας δεν συμβαδίζουν ούτε στο ελάχιστο με το ράλι των ακινήτων που καθιστούν ένα μέσο σπίτι απλησίαστο για ένα νοικοκυριό της μεσαίας τάξης.
Μένει να φανεί πώς θα κινηθούν και πού θα συναντηθούν – αν συναντηθούν – αυτές οι δυο αντικρουόμενες αγορές τη νέα χρονιά που φοβίζει πολλούς και ανησυχεί περισσότερους.