Η παρουσία επενδυτών από τρίτες χώρες και ιδιαίτερα από την Κίνα στα κοινοτικά λιμάνια ανησυχεί την Ευρώπη.
Αυτό αποτυπώνει ψήφισμα της 17ης Ιανουαρίου του Ευρωκοινοβουλίου που ζητεί μεταξύ άλλων περιοριστικά μέτρα και μηχανισμούς ελέγχου για τη δραστηριοποίηση των επενδυτών τρίτων χωρών και ιδιαίτερα της Κίνας.
Οι Ευρωβουλευτές επικαλούμενοι κινδύνους που σχετίζονται με την ξένη επιρροή στην ΕΕ, τη ασφάλεια, την ενεργειακή μετάβαση και την ανταγωνιστικότητα των κοινοτικών λιμένων, ζητούν από την Επιτροπή την πραγματοποίηση ευρωπαϊκής διάσκεψης κορυφής και την εκπόνηση ολοκληρωμένης στρατηγικής ως το τέλος του 2024 για τα παραπάνω θέματα.
Η είδηση αυτή στην Ελλάδα πριν μερικά χρόνια θα ήταν αδιανόητη ακόμα και ως σκέψη. Αν μάλιστα υποστήριζε κάποιος ότι θα μπορούσε ένα τέτοιο ψήφισμα να έρθει με εισήγηση Ευρωβουλευτή του Λαϊκού Κόμματος, δηλαδή της Ευρωπαϊκής δεξιάς, θα υποστήριζε βάσιμα ότι είναι εκτός πραγματικότητας.
Πώς να ξεχάσει κανείς ότι οι ίδιες πολιτικές δυνάμεις, σε όλα τα επίπεδα (Ευρωκοινοβούλιο, Επιτροπή, κυβερνήσεις) υποστήριζαν το 2015 ότι η κυβέρνηση της Ελλάδας έπρεπε να παραδοθεί πλήρως στις απαιτήσεις των ιδιωτών επενδυτών στα λιμάνια της προκειμένου να «μπει στο σωστό Ευρωπαϊκό δρόμο»;
Άλλωστε δεν έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, μέσω των Θεσμών:
– υποχρέωσε την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ να προχωρήσει στην ιδιωτικοποίηση του Οργανισμού Λιμένα Πειραιά (ΟΛΠ), γνωρίζοντας τη μεγάλη πιθανότητα ο Πειραιάς να καταλήξει στην Κινεζική COSCO
– απέρριψε την αντι-πρόταση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ να μην πωληθεί η Λιμενική Αρχή (ΟΛΠ) αλλά να υπάρξει παραχώρηση συγκεκριμένων δραστηριοτήτων όπως συμβαίνει στο 93% των Ευρωπαϊκών λιμανιών, σύμφωνα με στοιχεία του ESPO, που διατηρούν το δημόσιο χαρακτήρα τους,
– με την επιβολή της πώλησης της Λιμενικής Αρχής, δηλαδή του ΟΛΠ, παρέδωσε τον δημόσιο φορέα σχεδιασμού και ελέγχου του λιμανιού σε μια ιδιωτική εταιρεία, εν προκειμένω σε μια Κινεζική εταιρεία.
Όμως και στη συνέχεια, μετά το 2019, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανέχτηκε και δεν αντέδρασε, παρά τις καταγγελίες, στην κατάργηση και υποβάθμιση από τη Νέα Δημοκρατία των ελεγκτικών μηχανισμών για τις ιδιωτικές επενδύσεις στα λιμάνια, μεταξύ των οποίων και αυτή της COSCO στον Πειραιά, που είχε θεσμοθετήσει και ενισχύσει ο ΣΥΡΙΖΑ (θεσμοθέτηση Δημόσιας Αρχής Λιμένων και ενίσχυση Ρυθμιστικής Αρχής Λιμένων).
Ανησυχούν οι Ευρωπαίοι αλλά όχι όλοι για τους ίδιους λόγους
Μετά από αυτή τη στάση έναντι της Ελλάδας, πως να ερμηνεύει κανείς σημερινές προτάσεις του ψηφίσματος όπως για παράδειγμα τον περιορισμό της μείωσης της ξένης επιρροής μέσω συμμετοχής ή της άσκησης ελέγχου από τους ξένους επενδυτές στη διαχείριση της Λιμενικής Αρχής ;
Το ψήφισμα αποτελεί μια πραγματική έκφραση ανησυχίας για τα ζητήματα ασφάλειας και ανταγωνιστικότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνολικά ή μήπως έχει ως σημείο εκκίνησης τις εκφρασμένες ανησυχίες χωρών του Ευρωπαϊκού Βορρά για τη μείωση της ανταγωνιστικότητας των δικών τους λιμανιών;
Οι επενδύσεις στα λιμάνια του Νότου, σε συνδυασμό με την ανάπτυξη των συνδυασμένων μεταφορών, έχουν ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα των λιμανιών της Νότιας Ευρώπης σε σχέση με εκείνων του Βορρά.
Στο πλαίσιο αυτό χώρες της Βόρειας και Δυτικής Ευρώπης με ισχυρή λιμενική βιομηχανία προσπαθούν να θέσουν περιορισμούς στις ξένες επενδύσεις ενώ ταυτόχρονα να περιορίσουν τις δυνατότητες κρατικών ενισχύσεων στα λιμάνια.
Με αυτό τον τρόπο και καθώς τα λιμάνια τους έχουν ήδη ισχυρές και ανταγωνιστικές υποδομές (που έγιναν κατά κύριο λόγο με δημόσια χρηματοδότηση), προσπαθούν τώρα να περιορίσουν τις αναπτυξιακές προοπτικές των λιμανιών του Νότου. Δεν είναι άλλωστε τυχαία η αναφορά του ψηφίσματος στην ανάγκη να μην υπάρχει «ασύμμετρη κατανομή των επενδύσεων μεταξύ των Ενωσιακών Χωρών»
Η ανάγκη συνολικής ρύθμισης της Ευρωπαϊκής λιμενικής αγοράς
Θα ήταν λάθος ωστόσο κανείς, στηριζόμενος στις υπαρκτές σκοπιμότητες που οδήγησαν στην έκδοση του ψηφίσματος να ακυρώσει το περιεχόμενο του καθώς περιέχει έγκυρες διαπιστώσεις αλλά και θετικές προτάσεις που αφορούν πχ στα εργασιακά ζητήματα, στην περιβαλλοντική προστασία, στην ανάγκη επιδίωξης στόχων αειφορίας αλλά και στην ανάπτυξη μηχανισμών ελέγχων των ξένων επενδύσεων.
Κατά συνέπεια, η εκκίνηση της συζήτησης γι αυτά τα μεγάλα ζητήματα, όπως προτείνει το ψήφισμα, μπορεί να λειτουργήσει θετικά και σίγουρα είναι προτιμότερη από την ακινησία.
Όμως τα υπαρκτά ζητήματα που θέτει το ψήφισμα, αφορούν τελικά στη σχέση μεταξύ της ΕΕ και των επενδυτών τρίτων χωρών ή στη σχέση της ΕΕ και των κρατών μελών με τους ιδιώτες επενδυτές συνολικά;
Για παράδειγμα, στο κείμενο επισημαίνονται οι κίνδυνοι, κρίσιμες πληροφορίες που σχετίζονται με ευαίσθητα δεδομένα για την ασφάλεια της ΕΕ να μεταβιβάζονται μέσω εταιρειών σε κυβερνήσεις ανταγωνιστικών χωρών.
Αν είναι έτσι, τι είναι αυτό που μας διασφαλίζει ότι μια εταιρεία Ευρωπαϊκών συμφερόντων δεν θα κάνει το ίδιο στο πλαίσιο μιας συναλλαγής;
Αντίστοιχα, στην επισήμανση ότι δημιουργεί προβληματισμό το γεγονός ότι ξένες επιχειρήσεις διαχειρίζονται λιμενικές υποδομές που χρησιμοποιούνται και για λόγους ασφάλειας και άμυνας, ποιος διασφαλίζει ότι επιχειρήσεις Ευρωπαϊκών συμφερόντων θα κάνουν την απαιτούμενη χρήση αυτών των υποδομών εάν χρειαστεί; Εάν μάλιστα στο μέλλον αυτές οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις πωληθούν σε τρίτες χώρες, πως θα αντιμετωπιστούν αυτά τα ζητήματα;
Ακόμα και στη σωστή επισήμανση του ψηφίσματος ότι η επιρροή ξένων επενδύσεων στη δημιουργία συμμαχιών για τις θαλάσσιες μεταφορές εμπορευματοκιβωτίων μπορούν να έχουν σημαντική επιρροή στην οικονομία των κρατών μελών, θα μπορούσε να απαντήσει κανείς ότι αντίστοιχες αρνητικές επιπτώσεις επιφέρουν οι συμμαχίες με τη συμμετοχή εταιρειών Ευρωπαϊκών συμφερόντων.
Αυτή η υπέρμετρα μεγάλη ισχύς των συμμαχιών, όχι μόνο απομειώνει τη διαπραγματευτική θέση των κρατών μελών αλλά και αυξάνει το κόστος για την Ευρωπαϊκή οικονομία λόγω της δημιουργίας μιας διεθνούς ολιγοπωλιακής αγοράς.
Συμπερασματικά, η προστασία της Ευρωπαϊκής ασφάλειας, των δικαιωμάτων των εργαζομένων και της ποιότητας ζωής των πολιτών καθώς και της ανταγωνιστικότητας της Ευρωπαϊκής οικονομίας απαιτεί δημόσιες παρεμβάσεις ρύθμισης της λιμενικής αγοράς στο σύνολο της.
Η ορθή αντιμετώπιση ενός υπαρκτού ζητήματος δεν σχετίζεται με την έδρα των επιχειρήσεων ούτε με την εθνικότητα και την εθνική συνείδηση των μετόχων αλλά με την ανάγκη δημόσιας παρέμβασης για την προστασία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωπαϊκής οικονομίας από την υπέρμετρη ισχύ μεγάλων ιδιωτικών επιχειρήσεων στο χώρο των λιμένων.
Διαβάστε επίσης:
VesselsValue: Πώς διαμορφώθηκαν οι τιμές στις αγοραπωλησίες πλοίων. Οι κινήσεις της εβδομάδας
Κ. Χατζηδάκης: Η εκπαίδευση σε θέματα οικονομίας σύμμαχος των πολιτών στις επιλογές τους
Στυλιανίδης: Η ναυτιλία αντιμετωπίζει ένα έντονα ανταγωνιστικό διεθνές περιβάλλον
ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ
- Πούτιν: Υπόσχεται ακόμη περισσότερες «καταστροφές» στην Ουκρανία μετά τη χθεσινή επίθεση στο Καζάν της Ρωσίας
- Γερμανία-Μαγδεμβούργο: Ερωτηματικά για τις υπηρεσίες που διέθεταν πληροφορίες για τον Ταλέμπ Α.
- Συρία: Στη Δαμασκό ο Τούρκος ΥΠΕΞ – Συναντήθηκε με τον Αλ Τζολάνι
- Χιλιάδες Αγιοβασίληδες «ξεχύθηκαν» στους δρόμους του Πειραιά στο «Santa Night Run»