Με αφορμή μία σειρά από πρόσφατες, επίκαιρες, καινοτόμες σε μορφή, πλούσιες σε περιεχόμενο, εντυπωσιακές σε αποκαλύψεις, συναντήσεις που οργάνωσε γνωστό ΜΜΕ, το θέμα της δημοκρατίας της μεταπολίτευσης και της διαφορετικής οπτικής γωνίας με την οποία οι νεότεροι την αξιολογούν σε σχέση με τους πιο ηλικιωμένους, έχει φέρει στο προσκήνιο αυτά τα τρία αλληλένδετα θέματα με τρόπο που δεν είναι πάντα ο πιο επιτυχής —ούτε με βάση της θεωρία της ιστορίας ούτε με αναφορά στα πολύπλοκα και πολύμορφα γεγονότα που την χαρακτηρίζουν.
Καταρχάς, βρίσκω παράδοξο το γεγονός ότι συζητάμε ακόμη σήμερα τη συνέχιση της μεταπολίτευσης.
Γενικά έχουμε την τάση να θεωρούμε την περίοδο από την πτώση της δικτατορίας και μετά ως μία και ενιαία, με αποτέλεσμα συχνά να αναζητούμε ορόσημα που να σηματοδοτούν το τέλος της – ίσως αναγνωρίζοντας ότι η συγκεκριμένη προσέγγιση οδηγεί τη «μεταπολίτευση» σε χρονική διάρκεια… δίχως τέλος.
Εναλλακτικά, ακριβώς επειδή η ανθρώπινη φύση θέλει να βάζει ορόσημα αναφοράς, η έννοια του «τέλους» γίνεται υποκειμενική –γι’ αυτό σήμερα δεν υπάρχει ένα τέτοιο γενικά αποδεκτό ορόσημο, αλλά προσωπικές θεωρίες και προτάσεις για το τέλος της μεταπολίτευσης, για υποπεριόδους της μεταπολίτευσης κ.ο.κ.— προσεγγίσεις δηλαδή που αποδεικνύουν τη ματαιότητα των επιχειρημάτων.
Ιστορικά και εννοιολογικά η μεταπολίτευση πρέπει να θεωρηθεί ως εκείνη η περίοδος που ξεκίνησε με την ορκωμοσία του Κωνσταντίνου Καραμανλή από τον Φαίδωνα Γκιζίκη και έληξε στις 11 Ιουνίου 1975 όταν τέθηκε σε ισχύ το Σύνταγμα που ψήφισε η Ε΄ Αναθεωρητική Βουλή στις 9 Ιουνίου του ίδιου έτους.
Η ημερομηνία αυτή σηματοδοτεί την αρχή της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας. Επομένως, οι επιστήμες της ιστορίας και της πολιτικής μας διδάσκουν ότι φέτος μπορούμε να γιορτάζουμε τα 49 χρόνια από το τέλος της μεταπολίτευσης.
Σ’ αυτήν την περίοδο η δημοκρατία έχει μακροημερεύσει και η ποιότητα της έφτασε να αντιστοιχεί στα καλύτερα δυτικοευρωπαϊκά πρότυπα.
Παραμένει μία ατελής δημοκρατία, αλλά ως πολίτευμα η φιλελεύθερη δημοκρατία είναι έτσι κι αλλιώς πάντα ατελής.
Η γνωστή φράση του Τσώρτσιλ ότι η δημοκρατία είναι το χειρότερο πολίτευμα με εξαίρεση όλα τα άλλα που έχουν δοκιμαστεί από καιρό σε καιρό, εμπεριέχει μία μεγάλη αν και πικρή αλήθεια.
Το εύρημα ότι αλλιώς αξιολογούν την περίοδο της Γ΄ Δημοκρατίας οι νεότεροι από τους γηραιότερους στην ηλικία, ερμηνεύτηκε εν πολλοίς ως απομάκρυνση των νέων από την δημοκρατία.
Η ερμηνεία είναι ακριβώς η αντίθετη: η δημοκρατία είναι αυτή που έχει απομακρυνθεί από τους πολίτες κι αυτό για δύο κρίσιμα αίτια: την υπερίσχυση της εκτελεστικής έναντι της νομοθετικής εξουσίας και την στρέβλωση του καπιταλιστικού συστήματος.
Αν θεωρήσουμε ότι η Αθήνα του Περικλή πρόσφερε στην παγκόσμια κοινωνία το καλύτερο ίσως παράδειγμα άμεσης δημοκρατίας, η Μεγάλη Βρετανία πρόσφερε το καλύτερο ίσως πρότυπο αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας –ταυτόχρονα καθιερώνοντας μία επιθυμητή ισορροπία ανάμεσα στην εκτελεστική και τη νομοθετική εξουσία.
Η συνεχής άνοδος, όμως, της πρωθυπουργικής εξουσίας και της κομματικής πειθαρχίας αφαίρεσε από τους αντιπροσώπους-βουλευτές αυτήν ακριβώς την «αντιπροσωπευτικότητά» τους, σε σημείο όπου η συντριπτική κοινωνική πλειοψηφία βλέπει την ανά τετραετία (ή πενταετία) εκλογική διαδικασία ως άνευ σημασίας και περιεχομένου.
Πολύ απλά ο πολίτης δεν αισθάνεται ότι συμμετέχει πλέον στην διαδικασία λήψης αποφάσεων, ανίσχυρος να επηρεάσει τις αποφάσεις ενός παντοδύναμου κρατικού μηχανισμού και ενός ισχυρότατου πρωθυπουργού που μέσω στέρεων κομματικών μηχανισμών επιβάλλει στους αντιπροσώπους την «δική» του θέληση.
Το σύστημα λειτουργεί ερήμην του πολίτη, και έτσι εξηγείται σε μεγάλο βαθμό η μεγάλη αποχή από τις εκλογικές διαδικασίες. Κι αν οι γηραιότεροι διατηρούν την ρομαντική ελπίδα ότι η ψήφος τους «μετρά», οι νεότεροι πάντως δεν τρέφουν παρόμοιες αυταπάτες.
Στο πλαίσιο αυτό, αναγνωρίζοντας τους κινδύνους της συγκεκριμένης εξέλιξης για την φιλελεύθερη δημοκρατία, δεν τυχαίο το γεγονός ότι η Ευρώπη σταδιακά αναζητά λύσεις που βασίζονται στην ουσιαστική συμμετοχή των πολιτών στην χάραξη πολιτικής – κυρίως μέσω των νέων εργαλείων της συμμετοχικής διαβουλευτικής δημοκρατίας (deliberative democracy).
Η αναζήτηση έχει επιτυχίες (ενδεικτικά Ιρλανδία, Κοινοβούλιο Πολιτών Παρισιού) και αποτυχίες (ενδεικτικά The Future of Europe Conference).
Η κατεύθυνση είναι, όμως, σαφής και η αναζήτηση διαρκής. Η χώρα μας δεν έχει εναλλακτική λύση από το να ακολουθήσει και, ίσως, με το κύρος της παράδοσης 2500 ετών, να πρωτοστατήσει στην εξέλιξη της φιλελεύθερης δημοκρατίας.
Το δεύτερο μεγάλο πρόβλημα είναι η στρέβλωση του καπιταλισμού.
Με αρχή τα μέσα της δεκαετίας του 1980, το σύστημα οικονομικής οργάνωσης και παραγωγής έχει εκτραπεί από τη βασική λογική ύπαρξής του, που είναι η δημιουργία αξίας και, μέσω της απόλυτης έμφασης στην άμεση (short term) συσσώρευση κερδών –πρωταρχικά λογιστικών— δεν προσθέτει αξία, αλλά την εκμεταλλεύεται.
Είναι γενικά αποδεκτό, πλέον, σε ακαδημαϊκούς και σε ορισμένους πολιτικούς και επιχειρηματικού κύκλους, ότι το φαινόμενο αυτό που φέρει την ονομασία «short termism», βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με το μοντέλο της «χρυσής περιόδου» 1945-1975, φέρνει τεράστια αύξηση των ανισοτήτων, υπονομεύει την κοινωνική συνοχή, οδηγεί στην άνοδο του δεξιού και του αριστερού λαϊκισμού και πολιτικό-οικονομικού εξτρεμισμού, είναι ανίκανο να αντιμετωπίσει με ειλικρίνεια και επάρκεια την κλιματική κρίση και έχει αποκτήσει δική του αυτόνομη, ουσιαστικά ανεξέλεγκτη δυναμική μέσω της επικίνδυνης γιγάντωσης (σε μέγεθος και επιρροή) του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Όσοι έζησαν τον Ψυχρό Πόλεμο αντιμετωπίζουν την κατάσταση με γνώση των συνεπειών τόσο της εσωτερικής αντινομίας του σύγχρονου καπιταλισμού του 21ου αιώνα, όσο και της ιδεολογικής- γεωπολιτικής σύγκρουσης που έχει ξεσπάσει (επ’ αυτής θα επανέλθω αύριο).
Οι νεότεροι, όμως, δεν έχουν πλήρη συναίσθηση των κινδύνων, διότι δεν έχουν ζήσει την εμπειρία, οπότε δράττονται της ατελούς δημοκρατίας και της εκτροπής του καπιταλισμού είτε για να απόσχουν από το σύστημα, είτε για να το πολεμήσουν στην πράξη, είτε απλά για να ασπαστούν άλλο.
Είναι σαφές ότι η ηθική του σύγχρονου καπιταλισμού, χωρίς να διασφαλίζει την επιβίωση του (ενδεικτικό παράδειγμα οι εξελίξεις στην Κίνα) οδηγεί την φιλελεύθερη δημοκρατία στον γκρεμνό. Αν οι λίγες δημοκρατικές κυβερνήσεις που έχουν απομείνει δεν συνταχθούν με την προοδευτική ακαδημαϊκή κοινότητα και τους ευαισθητοποιημένους πολιτικούς και επιχειρηματικούς κύκλους, σύντομα θα αποτελούν κι αυτές παρελθόν.
Χωρίς τους νέους, όμως, -και στους «νέους» τοποθετώ όλες τις ηλικιακές ομάδες από τα 13 έως τα 34 έτη, η μάχη για την φιλελεύθερη δημοκρατία θα είναι άνιση, με άριστες προοπτικές ήττας από τον εχθρό.
Το σημερινό χάσμα των γενεών είναι η Κερκόπορτα της δημοκρατίας.
Όπως δήλωσε ο πρώην CEO της Unilever Paul Paulson, μιλώντας μεταφορικά για το τραπέζι όλου λαμβάνονται οι αποφάσεις «το θέμα δεν είναι να ακουστεί η φωνή των νέων στο τραπέζι, το θέμα είναι να τους δώσουμε το τραπέζι».
Διαβάστε επίσης:
Το κέντρο κρατά τις τύχες της κυβέρνησης
ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ
- Στουρνάρας: Πολύ σημαντικό ένας πολίτης να είναι οικονομικά εγγράμματος – Παρουσιάστηκε το «Αλφαβητάρι της οικονομίας για εφήβους»
- Η Novo Nordisk επενδύει σε Νέα Υπερσύγχρονη Μονάδα Παραγωγής
- Σταϊκούρας: Ο αυτοκινητόδρομος Ιωάννινα – Κακαβιά θα συμβάλλει στην περιφερειακή και την εθνική ανάπτυξη
- Σε νέους ιδιοκτήτες από σήμερα τα ακίνητα της «Αλλατίνη» και της «Μαλαματίνα»