Δεν είναι αναπτυγμένη αλλά δεν είναι και βιομηχανική. Δεν έχει προλεταριάτο αλλά γέρνει προς τα αριστερά. Είναι μικρό κράτος αλλά έχει μεγάλο δημόσιο τομέα.
Κόφτεται για την ελευθερία αλλά διακρίνεται για τα μονοπώλια, τα ολιγοπώλια, τις ρυθμιζόμενες αγορές και τα κλειστά επαγγέλματα. Φημίζεται για την φιλοξενία της αλλά είναι η ίδια ευάλωτη στον φθόνο και τον διχασμό.
Υπερασπίζεται τα ανθρώπινα δικαιώματα αλλά δεν διαφυλάσσει την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης. Επαίρεται για την κοινωνική συνοχή της αλλά δεν μάχεται τις ανισότητες.
Θα μπορούσε, επίσης, κανείς να χαρακτηρίσει την Ελλάδα ως την χώρα όπου η αλλαγή είναι στα χείλη όλων αλλά όχι στην καρδιά και στο μυαλό.
Που θέλει να θαυμάζεται για την πρωτοτυπία της σκέψης και την καινοτομία της πράξης αλλά μάχεται κάθε τι το καινούργιο.
Που έδωσε στην ανθρωπότητα την δημοκρατία αλλά εξουσιάζεται από οργανωμένα συμφέροντα. Που δηλώνει κοινοβουλευτική δημοκρατία αλλά καταδυναστεύεται από τις πελατειακές σχέσεις.
Διαβάζω για τις χιλιάδες αιωνόβιους και τις εκατοντάδες χιλιάδες υπερήλικες της χώρας μας και αναρωτιέμαι γιατί δεν έχουμε γίνει το επίκεντρο της γης. Πρέπει να θυμηθώ να το «γκουγκλάρω» προκειμένου να συγκρίνω νούμερα («data», για να μιλάμε με σύγχρονους όρους!) αλλά φαίνεται ότι αποτελούμε θαύμα. Μόνοι μας θα πρέπει να αυξάνουμε τον παγκόσμιο μέσο όρο για το προσδόκιμο ζωής.
Ας μετρηθούμε επιτέλους. Δεν το εννοώ σαρκαστικά. Κυριολεκτώ. Διότι δεν γνωρίζουμε καν πόσοι είμαστε. Ένα βήμα για να μην ξέρουμε ούτε ποιοι είμαστε.
Μάλλον ούτε αυτό το ξέρουμε. Γι’ αυτό, όπως έγραψε ο Κώστας Αξελός «Η Ελλάδα …εξαίρει τα προτερήματα της ακινησίας».
Παράδειγμα: η τωρινή κυβέρνηση προσπαθεί να πολεμήσει την αγραμματοσύνη και την ακρισία. Ο ΣΥΡΙΖΑ λέει όχι.
Θέλει νέους αγράμματους και άκριτους για να μπορεί πιο εύκολα να τους κοροϊδέψει. Καμία αλλαγή, λοιπόν.
Αυτός ο βαθύς διχασμός μας, που συνεχίζεται ακάθεκτος από το 1821, κάνει να έχουμε χάσει την ταυτότητα μας. Γι’ αυτό και ποτέ δεν καταφέραμε να καλύψουμε το υλικό αλλά και το πνευματικό κενό που μας χωρίζει από το νεότερο κόσμο. Ούτε σήμερα.
Δεν έχω κατά νου εθνικά και φυλετικά θέματα, αλλά στην ταυτότητά μας μέσα στον σύγχρονο κόσμο—της πανδημίας, της κλιματικής αλλαγής, της μετανάστευσης, της ψηφιοποίησης.
Το παγκόσμιο περιβάλλον μεταβάλλεται με ιλιγγιώδεις ρυθμούς.
Παράδειγμα: ο επιχειρηματικός κόσμος της Δύσης σκέπτεται, μιλά και ζητά την αλλαγή του καπιταλιστικού συστήματος. Όχι την κατάργηση του. Ούτε την ανατροπή του, που ακόμη ονειρεύεται το ΚΚΕ, όταν τον έχει ασπαστεί η Ρωσία και η Κίνα. Αλλά την εξέλιξη του με –μεταξύ άλλων — κοινωνικές επενδύσεις, μέτρηση των αποτελεσμάτων με την συμπερίληψη του κοινωνικού κόστους, υπακοή στις αρχές της βιώσιμης του ΟΗΕ κοκ.
Εμείς τα κάνουμε; Συζητάμε ότι η αριστεία θα στείλει παιδιά στα «κολέγια». Και ότι η καταστολή της βίας είναι καταστολή της ελευθερίας. Ο Γκέμπελς και ο Τραμπ θα μας θαύμαζαν.
Συσκεπτόμαστε αλλά δεν συλλογιζόμαστε. Βαδίζουμε, αλλά σε κύκλους. Μιλάμε αλλά δεν απαντάμε. Εξαίρουμε το ιδιωτικό και το δημόσιο αλλά την σύγκλιση μεταξύ των δύο δεν την καταφέραμε ποτέ.
Για να αποφασίσουμε τι θέλουμε πρέπει πρώτα να αποφασίσουμε ποιοι είμαστε. Να «μετρηθούμε» – και όχι μόνο σε νούμερα. Για να μετρηθούμε πρέπει να παιδευτούμε. Να αποκτήσουμε παιδεία. Ως απαίδευτοι, θα μοιρολατρούμε για τα χάλια και θα παρηγοριόμαστε με τα περασμένα μεγαλεία μας, αναπολώντας την δήθεν ιδιαιτερότητά μας.
Και θα χάνουμε όλα τα τραίνα που περνούν.
Αν η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη ήταν υποχρεωμένη να κάνει μία μεταρρύθμιση και μόνο, αυτή θα όφειλε να είναι στην παιδεία.
Είναι το Α και το Ω του σύγχρονου κόσμου και της επιβίωσης.
Κυριολεκτικά.