• Άρθρα

    Άρθρο παρέμβαση: Το νέο ενεργειακό πρόγραμμα της χώρας και το μεγάλο ερώτημα

    Γιώργος Δημητρομανωλάκης. Εκδότης mononews.gr

    Γιώργος Δημητρομανωλάκης. Εκδότης mononews.gr


    «Όποιος έχει τον έλεγχο στην ενέργεια έχει τον έλεγχο  και στη διπλωματία. Ταυτόχρονα όμως μπορεί να καθησυχάζει και την κοινωνία» συνήθιζε να λέει ο στρατηγός Ντε Γκώλ στη δεκαετία του 60.

    Εξήντα χρόνια αργότερα το δόγμα αυτό συνεχίζει να ισχύει απόλυτα. Φάνηκε ήδη από τα τέλη του ’21 με τις αυξήσεις στις τιμές του φυσικού αερίου ενώ οξύνθηκε επικίνδυνα αμέσως μετά την εισβολή του Πούτιν στην Ουκρανία.

    Στο πλαίσιο αυτό η Ελλάδα που ήταν χρόνια τώρα σημαντικά εξαρτημένη από το ρωσικό φυσικό αέριο (λογική επιλογή αφού ήταν φθηνό και εύκολο στην πρόσβαση) υποχρεώνεται εκ των πραγμάτων να αλλάξει άρδην και κυρίως αποτελεσματικά το ενεργειακό της δόγμα.

    Η απόφαση και εξαγγελία του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη να αυξήσει για τα επόμενα χρόνια την εξόρυξη και χρήση λιγνίτη για την παραγωγή ρεύματος, ήταν σωστή και επιβεβλημένη.

    Μάλιστα πολλοί στις Βρυξέλλες  κατατείνουν στο συμπέρασμα ότι η ενεργειακή κρίση που έφτασε σε ακραίο σημείο με τον πόλεμο στην Ουκρανία θα συνεχιστεί για μακρύ διάστημα.

    Σε αυτό το πλαίσιο ακούγονται και φωνές πως οι αποφάσεις της Αθήνας καθυστέρησαν 3-4 μήνες αλλά πλέον αυτά είναι ιστορία όταν έχεις μπροστά σου τη σκληρή πραγματικότητα με τους «σχιζοφρενικούς» λογαριασμούς ρεύματος-αερίου, με τις αυξήσεις σε βασικά αγαθά και υπηρεσίες να γίνονται δυσθεώρητες και με τον πληθωρισμό να βρίσκεται λίγο πριν τη φάση καλπασμού.

    Η ενίσχυση του λιγνίτη στο ενεργειακό ισοζύγιο της χώρας ενισχύει την εθνική ασφάλεια εφοδιασμού σε μια περίοδο που κάθε εγχώριο καύσιμο θεωρείται πολύτιμο στην Ευρωπαϊκή Ένωση στην προσπάθειά της να απεξαρτηθεί κατά το δυνατόν από την εισαγωγή ρωσικού αερίου.

    Ταυτόχρονα, για όσο διάστημα οι τιμές του αερίου παραμένουν σε ιλιγγιώδη  επίπεδα, η λειτουργία των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ θα έχει θετική οικονομική επίδραση στη διαμόρφωση της χονδρεμπορικής του ρεύματος, έστω και μικρή.

    Ο κ. Μητσοτάκης, ανακοίνωσε ότι για τα επόμενα δύο χρόνια θα αυξηθεί η εξόρυξη λιγνίτη κατά 50%. Επίσης άφησε εντελώς ανοιχτό το ενδεχόμενο, σχεδόν οριστικοποίησε το ότι  θα παραταθεί η λειτουργία των μονάδων Μελίτης και Αγ. Δημητρίου-5, που είχαν σχεδιαστεί να κλείσουν το 2023, αλλά και θα διευρυνθεί μέχρι το 2028 ο χρόνος λειτουργίας με λιγνίτη της καινούργιας μονάδας της ΔΕΗ (Πτολεμαΐδα 5) που αναμένεται να μπει για πρώτη φορά στο σύστημα τον Οκτώβριο.

    Η αναφορά του πρωθυπουργού πως αν χρειαστεί, τότε η νέα μονάδα θα λειτουργήσει ως λιγνιτική μέχρι το 2028 παραπέμπει στα όσα εξετάζουν οι Βρυξέλλες. Συνδέεται ευθέως με τη ριζική αναθεώρηση του στρατηγικού σχεδίου «Fit For 55» που πρόκειται να ανακοινώσει το Μάιο η Κομισιόν, λόγω της στροφής σε απεξάρτηση από τη Ρωσία, και κυρίως με τις πληροφορίες για αλλαγή στρατηγικής απέναντι στο φυσικό αέριο.

    Ελληνες και ξένοι όμως είναι απαισιόδοξοι για την πορεία των τιμών του αερίου ακόμη και όταν τελειώσει ο πόλεμος. Πιθανότερο είναι η ΕΕ να ανακοινώσει το Μάιο πολιτική περιορισμού του αερίου. Στη ΔΕΗ λένε πως  τότε το σενάριο μετατροπής της Πτολεμαΐδας 5 σε μονάδα αερίου από το 2025 και μετά, θα απομακρυνθεί.

    Συνεπώς και η ΔΕΗ αλλιώς   θα κινηθεί αν η ΕΕ δεχθεί την ένταξη των μονάδων φυσικού αερίου σε μηχανισμό επιδότησης Capacity Reserve Mechanism (CRM) ή ΑΔΙ και αλλιώς εάν δεν το αποδεχτεί.

    Η ΕΕ συμφωνεί αλλά καθυστερεί

    Σύμφωνα με τη νέα ευρωπαϊκή πολιτική, η απεξάρτηση από το Ρωσικό αέριο δεν μπορεί να επιτευχθεί παρά μειώνοντας συνολικά τη χρήση του φυσικού αερίου.

    Τα βασικά σενάρια του νέου ευρωπαϊκού ενεργειακού δόγματος προβλέπουν μείωση της κατανάλωσης αερίου, ανεξαρτήτως πηγής προέλευσης (Ρωσία, ΗΠΑ, Κατάρ, Αλγερία-οι άλλες πηγές είναι προς απεξάρτηση από τη Μόσχα αλλά ΔΕΝ είναι φθηνότερες).

    Επίσης στις Βρυξέλλες σχεδιάζουν έστω και αργά, αύξηση της χρήσης του βιομεθανίου και του πράσινου υδρογόνου, αλλά και ενισχυμένα μέτρα εξοικονόμησης σε όλο το φάσμα της οικονομίας με ταυτόχρονη αύξηση στο μέγιστο, της χρήσης των κλασσικών ΑΠΕ (αιολικά, φωτοβολταϊκά, υδροηλεκτρικά).

    Τα σενάρια υπαγορεύονται από τη παραδοχή ότι η παγκόσμια αγορά LNG αδυνατεί να αυξήσει την παραγωγή της, ώστε να καλύψει κατά 100% το κενό που θα αφήσει η «ρωσική τροφοδοσία». Η παραγωγική δυναμικότητα των σταθμών μεταφόρτωσης σε ΗΠΑ, Αλγερία και Κατάρ αλλά και των αντίστοιχων εγκαταστάσεων υγροποιημένου αερίου είναι συγκεκριμένη, όχι τεράστια.

    Μέχρι να φτιαχτούν νέες υποδομές, οι τιμές του αερίου, ακόμη και αν υποχωρήσουν, θα παγιωθούν σε υψηλά επίπεδα, κάποιοι μιλούν για πάνω από τα 60-70 ευρώ ανά Μεγαβατώρα.

    Επίπεδα χαμηλότερα από τα σημερινά των 110-120 ευρώ, αλλά και πάλι πολύ υψηλά, ώστε να κρατήσουν σε συναγερμό τις ευρωπαϊκές οικονομίες και να δοκιμάσουν σκληρά τις αντοχές νοικοκυριών και επιχειρήσεων. Όλα αυτά φυσικά ισχύουν και για την Ελλάδα, με το παραπάνω μάλιστα.

    Το μεγάλο ερώτημα πάνω από την Αθήνα

    Οι ανακοινώσεις και το νέο ενεργειακό δόγμα από τη Κοζάνη που διατύπωσε ο Κυρ. Μητσοτάκης για περισσότερο λιγνίτη, δίνουν  περιθώρια ευελιξίας στην κυβέρνηση ενόψει των ευρωπαϊκών αποφάσεων του Μαίου.

    Να ξεκαθαρίσουμε όμως  ότι  η απόφαση αύξησης κατά 50% της εξόρυξης λιγνίτη γίνεται για λόγους επάρκειας, όχι για λόγους τιμών. Η ετήσια αύξηση των παραγόμενων ποσοτήτων του αποκαλούμενου κάποτε «εθνικού καυσίμου», από τα 10,5 εκατ. τόνους σήμερα, σε πάνω από 15 εκατ. τόνους στη διετία, θα κοστίσει στην ΔΕΗ γύρω στα 50 εκατ. ευρώ.

    Η αύξηση της παραγόμενης λιγνιτικής ενέργειας δεν θα φέρει  τόσες ποσότητες στην ηλεκτροπαραγωγή, ώστε να μειωθούν δραστικά οι τιμές χονδρικής, συνεπώς οι τιμές λιανικής για τον πολύπαθο νοικοκύρη-καταναλωτή θα παραμείνουν σε πολύ υψηλά επίπεδα και θα χτυπήσουν ξεκάθαρα το βαλάντιό του.

    Τι μέλλει γενέσθαι συνεπώς;

    Η κοινωνία που έχει υποφέρει σχεδόν 12 χρόνια τώρα από Μνημόνια και πανδημίες, δεν μπορεί να δεχτεί πλέον αδιαμαρτύρητα υπουργικές ρήσεις τύπου «όσο έρχεται απέξω ακριβό το αέριο, τόσο οι τιμές θα είναι υψηλές» και ζητάει γρήγορες και ριζικές λύσεις.

    Μήπως θα προχωρήσουμε σε πολιτική  μείωσης της κατανάλωσης από νοικοκυριά και επιχειρήσεις;

    Στην ΕΕ έχουν αρχίσει να το συζητούν αλλά  στην Ελλάδα, όποιος αναλάβει αυτή την πολιτική ευθύνη θα αναλάβει και το μεγάλο πολιτικό κόστος.

    Το τεράστιο  ερώτημα που πλανάται συνεπώς πάνω από την Αθήνα είναι ποιος και με ποιο τρόπο θα σηκώσει αυτή την εποχή, το συγκεκριμένο βάρος του πολιτικού (και εκλογικού) κόστους, πολλώ δε μάλλον όταν δεν του ανήκει η «εισαγόμενη» ευθύνη…

    Διαβάστε επίσης

    JP Morgan και Viva Wallet: Θα προσφέρουν δάνεια σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις σε όλη την Ευρώπη



    ΣΧΟΛΙΑ