Τώρα που ξεμπερδέψαμε με τον οβελία και γιορτάσαμε επαρκώς την Ανάσταση του Κυρίου χωρίς περιορισμούς για πρώτη φορά μετά το Πάσχα του 2019, καιρός είναι να εξετάσουμε τις εκφάνσεις της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής ζωής γύρω μας.
Μιας ζωής που σημαδεύεται από τον συνεχιζόμενο πόλεμο στην Ουκρανία μετά την εισβολή Πούτιν σε μία ανεξάρτητη χώρα, αλλά και από την εκτόξευση της ακρίβειας στη χώρα μας, που απειλεί να ανατινάξει τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς, να βυθίσει σε απελπισία χιλιάδες νοικοκυριά και να βάλει φωτιά στο πολιτικό σκηνικό με ανατροπές που δεν φανταζόμαστε πριν από 100 ημέρες.
Κατ’ αρχάς έχουμε εκτίναξη του πληθωρισμού και αυτή τη στιγμή τίποτα δεν δείχνει ότι μπορεί να τον τιθασεύσει. Η αγοραστική δύναμη των ελληνικών νοικοκυριών μειώνεται καθημερινά και με δραματικούς ρυθμούς.
Ηδη μετά από 10 χρόνια κρίσης και μνημονίων, χιλιάδες ελληνικά νοικοκυριά της (κάποτε ισχυρής και ανθούσας) μεσαίας τάξης βρίσκονται στο όριο της αξιοπρεπούς διαβίωσης. Υπάρχει ο άμεσος κίνδυνος γι αυτά τα νοικοκυριά να πέσουν στο όριο της φτώχειας.
Η κυβέρνηση αύξησε ήδη τον κατώτατο μισθό αλλά θα αναγκαστεί να προχωρήσει σύντομα και σε άλλες αυξήσεις μισθών για να καλύψει μικρό έστω μέρος των απωλειών αγοραστικής δύναμης.
Θα αναγκαστεί επίσης να συνεχίσει τις ενισχύσεις προς όλους ώστε να καλύψουν ένα μέρος των απωλειών από το τεράστιο κόστος της ενέργειας. Όπως λένε κάποιοι χαριτολογώντας (αν και δεν είναι εποχή για ευφυολογήματα) «ο Κυριάκος θα συνεχίσει να κάνει …σοσιαλισμό!».
Μακροοικονομικά όμως όλα αυτά θα κοστίσουν και μάλιστα πολύ στο έλλειμμα και στο χρέος. Ο ρυθμός ανάπτυξης μπορεί να μη μειωθεί σε ονομαστικό επίπεδο διότι σε αυτόν περιλαμβάνεται το ποσοστό του πληθωρισμού, όμως σε ρεαλιστικό ποσοστό θα επιβραδύνει ή και θα μείνει στάσιμος.
Η Ελλάδα θα κερδίσει μεν επενδυτική βαθμίδα για να προσελκύσει ξένες επενδύσεις (ήδη ανακοινώθηκε η πρώτη αναβάθμιση), αλλά η αύξηση του ελλείμματος και του χρέους θα αποδυναμώνουν διαρκώς τις επενδυτικές προσδοκίες.
Το δραματικό στοιχείο στο κοινωνικό σκηνικό είναι η κατακόρυφη αύξηση του κόστους της ενέργειας. Όταν έρχονται λογαριασμοί ρεύματος 700 και 900 ευρώ σε μία μικρομεσαία τετραμελή οικογένεια, τότε θα πρέπει να προετοιμαστούμε όλοι για κύμα κοινωνικής δυσαρέσκειας και την απειλή επανάκαμψης του λαϊκισμού που είδαμε την περίοδο 2010-2015.
Άλλωστε ήδη βλέπουμε παρωχημένους πολιτικούς οι οποίοι έβλαψαν τα μέγιστα τον τόπο και αποδοκιμάστηκαν το 2019 με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο, να επανακάμπτουν στο σκηνικό και μάλιστα «αποκαθαρμένοι» όπως λένε οι ίδιοι αφού η κυβέρνηση πήρε την πολιτική απόφαση να μην «σκάψει βαθιά στο πρόσφατο παρελθόν τους και να προχωρήσει στα περαιτέρω» για να μην θεωρηθεί μία κυβέρνηση ρεβανσιστική.
Αν δεν βρεθεί τρόπος να απαλυνθεί ή και να εξαλειφθεί από τους λογαριασμούς του κάθε μεροκαματιάρη νοικοκύρη, η λεγόμενη ρήτρα αναπροσαρμογής που τριπλασίασε (!) σε έξι μήνες το κόστος ενέργειας για τους φτωχούς και τους μικρομεσαίους, τότε είναι ξεκάθαρο ότι απειλείται κάθε νοικοκυριό μέσω του πετρελαίου θέρμανσης, του φυσικού αερίου, της βενζίνης και του πετρελαίου κίνησης.
Θα ρωτήσει κάποιος και σωστά : «και ποιος θα πληρώσει τις εισαγόμενες αυξήσεις αλλά και τα ‘καπέλα’ που βάζουν οι καθετοποιημένοι παραγωγοί-προμηθευτές στους λογαριασμούς;».
Θυμίζουμε πως η κυβέρνηση έχει ήδη δώσει μέσα στην πανδημία σχεδόν 44 δις σε επιδοτήσεις και πρέπει επειγόντως να διαπραγματευθεί με τις Βρυξέλλες για ένα «νέο πακέτο επιδοτήσεων». Εκεί ακριβώς ας εντάξει και την απάλειψη της δρακόντειας ρήτρας αναπροσαρμογής από τους λογαριασμούς.
Αυτές οι δραματικές εξελίξεις είναι ρυθμιστικές για την αύξηση της τιμής του ηλεκτρικού ρεύματος και ο λόγος για τις αυξήσεις των τιμών όλων των προϊόντων και υπηρεσιών αλλά και την εκτίναξη συνολικά του πληθωρισμού. Τρόφιμα, ρούχα και όλα τα είδη ακριβαίνουν εξαιτίας της αύξησης του κόστους της ενέργειας και όλοι οι Ευρωπαϊκοί προϋπολογισμοί, μαζί και ο ελληνικός, πρέπει να αναθεωρηθούν διότι στηρίζονται σε λάθος υποθέσεις.
Οι νέες συνθήκες διαλύουν το αισιόδοξο οικονομικό σκηνικό που επικρατούσε μέχρι σήμερα στην ΕΕ και στην Ελλάδα φυσικά.
Ακρίβεια μεταρρυθμίσεις και πρόωρες εκλογές
Ερχόμαστε τώρα στο πολιτικό σκηνικό: ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης που έχει στα χέρια του τα νήματα των εξελίξεων, διαβεβαιώνει σε κάθε ευκαιρία ότι οι εκλογές θα γίνουν στο τέλος της τετραετίας, δηλαδή περίπου το καλοκαίρι του 2023. Δεν έχουμε λόγους να μην τον πιστέψουμε αν και γνωρίζουμε πολύ καλά πως τουλάχιστον τέσσερις βασικοί υπουργοί και συνεργάτες του τον πιέζουν για πρόωρες εκλογές ακόμη και στα τέλη Μαίου ή το πολύ το Σεπτέμβριο.
Αν όμως ο Πρωθυπουργός επιμείνει για το 2023, το ερώτημα είναι τι πρόγραμμα θα ακολουθήσει και θα εφαρμόσει αυτό το σχεδόν δωδεκάμηνο.
Για να πάει μπροστά η Ελλάδα τον τελευταίο χρόνο μέχρι τις εκλογές και μάλιστα εν μέσω διεθνών καταιγίδων, θα πρέπει ο Μητσοτάκης να ολοκληρώσει τις μεταρρυθμίσεις που έχει εξαγγείλει αλλά και να αρχίσει να τις εφαρμόζει, διότι άλλο ψήφιση στη Βουλή και άλλο εφαρμογή στην πράξη.
Προφανώς και κατανοητό είναι πως η κυβέρνηση δεν θέλει να εισπράξει πολιτικό κόστος βαδίζοντας προς τις εκλογές.
Τι θα κερδίσουμε όμως ως χώρα αν γίνουν εκλογές στο τέλος της τετραετίας και όχι ένα χρόνο νωρίτερα αν η περίοδος αυτή δεν αξιοποιηθεί για ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις και αναλωθεί σε παροχές που είναι μεν απαραίτητες, αλλά θα πληρωθούν ακριβά όταν έρθει ο λογαριασμός για τη χώρα, δηλαδή μετά τις εκλογές;
Και εν τέλει, εάν οι εκλογές δώσουν είτε κυβερνήσεις συνεργασίας (που δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να κάνουν μεταρρυθμίσεις) είτε πολύ ισχνή αυτοδύναμη κυβέρνηση, δεν θα έχουμε άλλη ευκαιρία για αποτελεσματικές αλλαγές στην κοινωνία και την οικονομία.
Σήμερα ο Κυριάκος Μητσοτάκης παραμένει κυρίαρχος του πολιτικού παιχνιδιού έστω και αν έχει ήδη εισπράξει πολιτικό κόστος από την ακρίβεια στην αγορά. Κανένα άλλο πολιτικό κόστος δεν εισπράττει παρά μόνο αυτό του «πορτοφολιού του μέσου Έλληνα» μην ακούτε τις υπόλοιπες ψευτοαναλύσεις, το εισόδημα μόνο μετράει όταν κάποιος βρεθεί μόνος του πίσω από το παραβάν της κάλπης.
Άρα ο Κυριάκος Μητσοτάκης πρέπει στο μεταπασχαλινό σκηνικό να αξιοποιήσει την ισχυρή επιρροή της κυβέρνησης του και να ολοκληρώσει τις μεταρρυθμίσεις.
Διαβάστε επίσης
Άρθρο παρέμβαση: Γιατί ΡΑΕ και Επιτροπή Ανταγωνισμού δεν κάνουν την δουλειά τους