Ο δικηγόρος- εργατολόγος Γιάννης Καρούζος
Τη δυνατότητα να καταγγείλουν σύμβαση αορίστου χρόνου εργαζομένου χωρίς μάλιστα να καταβάλουν αποζημίωση έχουν, υπό συγκεκριμένες συνθήκες και περιπτώσεις, οι εργοδότες.
Σύμφωνα με τον δικηγόρο- εργατολόγο Γιάννη Καρούζο, αυτό μπορεί να γίνει σε δυο περιπτώσεις: πρώτον αν έχει υποβληθεί εναντίον του εργαζόμενου μήνυση ή έγκληση για αξιόποινη πράξη, που διέπραξε κατά την εκτέλεση της εργασίας του και δεύτερον αν έχει απαγγελθεί εναντίον του κατηγορία για αδίκημα που διέπραξε εκτός της υπηρεσίας, το οποίο έχει χαρακτήρα τουλάχιστον πλημμελήματος υπό την προϋπόθεση ότι αυτό επηρεάζει δυσμενώς την ομαλή λειτουργία της εργασιακής σχέσης.
Εφόσον υπάρξει ποινικό αδίκημα εκτός της υπηρεσίας, αυτό δεν είναι αναγκαίο να προσβάλλει έννομα αγαθά, περιουσιακά ή προσωπικά του εργοδότη, αλλά μπορεί να στρέφεται και εναντίον τρίτων. Σε κάθε περίπτωση όμως, για να έχει την ικανότητα να αποτελέσει λόγο καταγγελίας, θα πρέπει να επηρεάζει δυσμενώς την ομαλή λειτουργία της εργασιακής σχέσης. Η διάπραξη ποινικού αδικήματος καθιστά για τον εργοδότη εύλογα δυσχερή τη συνέχιση της σύμβασης και για το λόγο αυτό, παρέχεται εκ του νόμου η δυνατότητα άμεσης αλλά και αζήμιας απόλυσης. Εντούτοις, ποινικά αδικήματα που δεν καθιστούν δυσχερή την εξακολούθηση της εργασιακής σύμβασης, δε μπορούν να δικαιολογήσουν την έκτατη καταγγελία της σύμβασης.
Σύμφωνα με τον κ. Καρούζο, παρότι δεν υπάρχει προθεσμία άσκησης του δικαιώματος αυτού από τον εργοδότη, γίνεται δεκτό πως η καταγγελία θα πρέπει να ασκηθεί σε εύλογο χρόνο από τότε που ο εργοδότης έλαβε γνώση της αξιόποινης πράξης και υπέβαλε τη μήνυση, έτσι ώστε να συνδέεται αιτιωδώς η καταγγελία με την αξιόποινη πράξη αυτή. Βέβαια, δικαιούται ο εργοδότης να αναμένει το αποτέλεσμα της ποινικής δίκης προκειμένου να απολύσει τον εργαζόμενο, χωρίς η εν λόγω καθυστέρησή του να ερμηνεύεται ως παραίτηση από το δικαίωμα της καταγγελίας.
Σε περίπτωση όμως, που η έκβαση της ποινικής δίκης αποβεί θετική για τον εργαζόμενο και τελικά αυτός απαλλαχθεί με βούλευμα ή δικαστική απόφαση, δικαιούται να απαιτήσει τη νόμιμη αποζημίωση. Δηλαδή σε περίπτωση απαλλαγής του εργαζομένου, εφαρμόζονται οι διατάξεις που αφορούν την αποζημίωση και εφόσον ο εργοδότης την καταβάλλει άμεσα (ή σε εύλογο χρονικό διάστημα) από την κοινοποίηση σε αυτόν του απαλλακτικού βουλεύματος ή απόφασης, τότε η καταγγελία παραμένει έγκυρη. Αν ο εργοδότης δε καταβάλλει τη νόμιμη αποζημίωση, η καταγγελία είναι άκυρη και η εργασιακή σχέση αναβιώνει. Αυτό σημαίνει, ότι ο εργοδότης θα πρέπει να αποδεχθεί τις υπηρεσίες του εργαζομένου, εφόσον αυτές προσφέρονται πραγματικά και προσηκόντως, ειδάλλως θα καταστεί υπερήμερος ως προς την καταβολή μισθών. Σημειωτέον ότι, η ακυρότητα της καταγγελίας δεν ενεργεί αναδρομικά, δεν ανατρέχει δηλαδή στο χρονικό σημείο της απόλυσης, αλλά παράγει αποτελέσματα από την κοινοποίηση του βουλεύματος ή της απόφασης στον εργοδότη.
Αναφορικά δε με τις περιπτώσεις που ο εργαζόμενος απαλλάχτηκε από τις κατηγορίες για τυπικούς λόγους, πχ. μη έγκυρη έγκληση, παραγραφή, ανάκληση έγκλησης κτλ., με αφορμή τις πρόσφατες νομικές διατάξεις που επιφέρουν παραγραφή των αδικημάτων, τότε ο δικαστής που επιλαμβάνεται σχετικής αγωγής, θα κρίνει και στην ουσία την ποινικά παραγραφείσα υπόθεση, αναζητώντας το υποστατό ή μη της αποδοθείσας στον εργαζόμενο κατηγορίας.