Χαρακτηριστική, στο πλαίσιο αυτό, είναι η μεγάλη αύξηση στο ενεργητικό των εμπορικών τραπεζών, των ομολόγων του δημοσίου. Από 16,2 δις. ευρώ στις 30 Ιουνίου 2019 εκτινάχτηκαν στα 23,5 δις. ευρώ ένα χρόνο αργότερα, για μία αύξηση της τάξης του 40%, για να παραμείνουν περίπου στο ίδιο επίπεδο και μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου 2020—σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία που δημοσιεύονται στην Έκθεση.
Αναπόφευκτο είναι, όμως, και το συμπέρασμα ότι παρά τις τεράστιες και αξιόλογες προσπάθειες που έχουν καταβληθεί από τις διοικήσεις των εμπορικών τραπεζών, ο τραπεζικός τομέας παραμένει ευάλωτος και, το κυριότερο, αντικειμενικά αδύναμος να προσφέρει ουσιαστικό έργο στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας.
Το θέμα είναι ιδιαίτερα σοβαρό, διότι χωρίς ένα υγιή και δυναμικό χρηματοπιστωτικό σύστημα ούτε η ανάκαμψη από την κρίση που προκάλεσε η πανδημία, ούτε η εξασφάλιση μακρόχρονης αναπτυξιακής πολιτικής θα είναι εφικτές.
Παρενθετικά, οφείλουμε να κατανοήσουμε ότι μετά από μία οκταετία μείωσης του ακαθαρίστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ) η ανάπτυξη που πετύχαμε ήταν αναιμική. Όπως σχετικά ταξινομείται από τους επαγγελματίες οικονομολόγους είχε το σχήμα της τετραγωνικής ρίζας: πτώση, μικρή ανάκαμψη και στην συνέχεια εγκλωβισμός στους χαμηλούς ρυθμούς.
Το γεγονός αυτό και μόνο καθιστά τον ρόλο του τραπεζικού συστήματος ιδιαίτερα σημαντικό, καθώς στην Ελλάδα δεν έχουν αναπτυχθεί – είτε διόλου είτε ανεπαρκώς—εναλλακτικές μορφές χρηματοδότησης. Για παράδειγμα, το Χρηματιστήριο προσφέρει περιορισμένες δυνατότητες και το crowdfunding είναι ανύπαρκτο.
Επιπλέον, θα πρέπει δυστυχώς να αναφερθεί πως οι ενδείξεις για αλλαγή νοοτροπίας στον τραπεζικό τομέα είναι αρκετά περιορισμένες. Σε μεγάλο βαθμό εξακολουθεί να κυριαρχεί στην χορήγηση των δανείων η λογική της δεκαετίας του 1980 και ίσως το 1990, αλλά πάντως όχι το 2020.
Είναι γεγονός ότι οι πρακτικές των διοικήσεων της εποχής της αστακομακαρονάδας, εξακολουθούν να αποτελούν βαριά κληρονομία για το σήμερα. Για τον λόγο αυτό ο επιχειρηματικός μετασχηματισμός που επιχειρείται κινείται προς την ορθή κατεύθυνση, καθώς η αναβαλλόμενη φορολογική υποχρέωση παραμένει βρόχος στον λαιμό των τραπεζών.
Βέβαια, η ρύθμιση έχει στοιχεία λογιστικής προσαρμογής, καθώς οι μεν εταιρείες συμμετοχών αναλαμβάνουν όλα τα επισφαλής δάνεια (mezzanine & junior) και η «νέα» τράπεζα κρατά τα senior δάνεια. Η προσπάθεια είναι να μην θιγούν οι μέτοχοι και ταυτόχρονα ως ένα βαθμό να διευκολυνθεί η παραδοσιακή τραπεζική εργασία.
Μέσα στην κρίση της πανδημίας, οι τράπεζες κατάφεραν να μειώσουν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (ΜΕΔ) από 68,5 δις. σε 58,7 δις. ενώ τα συνολικά δάνεια σημείωσαν μικρή πτώση από σχεδόν 169 δις. σε 164 δις. ευρώ.
Το ενδιαφέρον και δύσκολο της ιστορίας είναι πως στην μεγάλη τους πλειοψηφία τα ΜΕΔ είναι ανεπίδεκτα είσπραξης καθώς το 92% εντάσσεται σε τρεις κατηγορίες: αβέβαια, καταγγελμένα και σε καθυστέρηση μεγαλύτερη του έτους.
Το συμπέρασμα που ακολουθεί είναι πλέον περίπου χιλιοειπωμένο: πρέπει να προχωρήσει η ίδρυση της κακιάς τράπεζας (bad bank) ώστε να ανασάνει ο τραπεζικός τομέας και να μπορέσει να εκπληρώσει την αποστολή του.
Τα πράγματα, εξάλλου, θα γίνουν πλέον πιο δύσκολα για τις τράπεζες για δύο λόγους κυρίως. Πρώτο, η μεταφορά του κανονιστικού πλαισίου «Βασιλεία ΙΙΙ» στο κοινοτικό δίκαιο, βάζει πρόσθετες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων στον Πυλώνα 2 και προσδιορίζει με μεγαλύτερη αυστηρότητα την μορφή των κεφαλαίων αυτών. Αυτό περιορίζει και τα κεφάλαια που μπορούν να χρησιμοποιήσουν οι τράπεζες για προληπτικούς ή συστημικούς κινδύνους.
Δεύτερο, σε παγκόσμιο επίπεδο, διογκώνεται η πίεση στις τράπεζες να χρηματοδοτούν σχεδόν αποκλειστικά επενδυτικά σχέδια με κύριο άξονα την πράσινη οικονομία και την ψηφιοποίηση.
Η δουλειά είναι πολλή, ο δρόμος μακρύς και ο χρόνος λίγος.