Η αισιοδοξία που επιδεικνύει η κυβέρνηση για την πορεία της οικονομίας μπορεί να εκνευρίσει τα μέγιστα τον ΣΥΡΙΖΑ, μάλλον, όμως, εδράζεται σε τέσσερις παράγοντες που κατά τεκμήριο είναι οι ακόλουθοι:
Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, η ΕΚΤ θα συνεχίσει την πολιτική αγοράς ομολόγων (PEPP), σε όλη την διάρκεια του 2021 και, κατά πάσα πιθανότητα, για το μεγαλύτερο μέρος του 2022. Αυτό σημαίνει ότι στο άμεσο μέλλον η Ελλάδα δεν έχει να ανησυχήσει για την επιβάρυνση από την αύξηση του χρέους.
Σαφείς είναι επίσης οι ενδείξεις ότι τουλάχιστον μέχρι και το τέλος του 2023 δεν θα υπάρξει πίεση για επιστροφή σε πιο αυστηρούς δημοσιονομικούς κανόνες. Οι υπηρεσίες της Ε.Ε. δείχνουν να κατανοούν ότι υπάρχει παραγωγικό κενό, και μέχρι να καλυφθεί η δημοσιονομική χαλαρότητα θα συνεχιστεί.
Η επανεμφάνιση του πληθωρισμού δεν αξιολογείται ως ιδιαίτερα πιθανή για δύο λόγους: Πρώτος, ακριβώς επειδή υπάρχει το παραγωγικό κενό – δηλαδή άνεργοι άνθρωποι και άεργα μηχανήματα και κτίρια. Και, δεύτερος, επειδή η καταναλωτική έξαρση υπολογίζεται πως θα είναι προσωρινή—καθώς η αβεβαιότητα οδηγεί σε αυξημένη ροπή για αποταμίευση.
Το ευρύτερο θέμα της αύξηση του συνολικού χρέους, εκτιμάται ότι υποχρεωτικά θα αντιμετωπιστεί στο πλαίσιο μίας ευρύτερης, ουσιαστικά παγκόσμιας λύσης. Αναγνωρίζεται, δηλαδή, ότι οι σημερινές συνθήκες ρευστότητας και ουσιαστικά αρνητικών επιτοκίων δεν μπορεί να συνεχιστεί επ’ άπειρο – όποτε όταν θα έρθει η στιγμή όπου η εξυπηρέτηση του χρέους θα είναι κοινωνικά επαχθής και οικονομικά επώδυνη, θα υπάρξει διεθνής παρέμβαση για την επίλυση του προβλήματος.
Στους υπολογισμούς αυτούς, η κυβέρνηση έχει κάθε δικαίωμα να προσδοκά οικονομικά οφέλη από τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης (NGEU), που σαφέστατα θα απαλύνουν την δημοσιονομική πίεση και – αν χρησιμοποιηθούν με βάση το σχέδιο που έχει υποβληθεί στην Ε.Ε.—θα ωθήσουν την ανάπτυξη.
Αυτή η οικονομική προοπτική μετατρέπεται σε πολιτικό βρόγχο για τον ΣΥΡΙΖΑ. Καταρχάς, το πρόγραμμα υποχρεώνει την χώρα να ακολουθήσει συγκεκριμένο δρόμο, με σαφή ορόσημα—ως προς την υλοποίηση δράσεων σε δεσμευτικά χρονικά περιθώρια. Για την αξιωματική αντιπολίτευση πρόκειται για νέα μνημόνια που της αφαιρούν πολλούς βαθμούς ελευθερίας στην επίτευξη του στόχου της να ελέγξει τους αρμούς της εξουσίας.
Είναι αλήθεια πως με ωραία λόγια (οίδε Γιάννη Δραγασάκη) προσπαθεί να διασκεδάσει την κατάσταση, υποστηρίζοντας ότι το δικό της πρόγραμμα επιδιώκει να συνδυάσει την πράσινη μετάβαση με τον ψηφιακό μετασχηματισμό για την παραγωγική ανασυγκρότηση> Δεν αναφέρει, βέβαια, ότι αυτό ακριβώς επιδιώκει η Ε.Ε. και σ’ αυτόν τον άξονα έχει ενταχθεί η κυβέρνηση της Ν.Δ.
Η απαξίωση που επιχειρείται του Ταμείου Ανάκαμψης, φέρνει στον ΣΥΡΙΖΑ να υποστηρίζει ότι η χώρα έχει θετική οικονομική προοπτική λόγω της διακυβέρνησης του 2015-2019 που… έβγαλε την χώρα από τα μνημόνια και θωράκισε το ταμείο με απόθεμα ρευστότητας. Επιχείρημα απελπισίας, ανάλογο της προσπάθειας να βρει πάτημα, σήμερα στο εργατικό νομοσχέδιο και, σίγουρα αύριο, στην αναμόρφωση του συστήματος υγείας που έχει επιμεληθεί ο Βασίλης Κοντοζαμάνης.
Το πολιτικό πρόβλημα για τον ΣΥΡΙΖΑ είναι απλό: με την κάθε ημέρα που περνά βλέπει ότι οι επιθέσεις του στη Ν.Δ. δεν πιάνουν τόπο, και η κυβέρνηση ουσιαστικά ανενόχλητη προχωρά σε αλλαγές που είναι ριζικές και δύσκολα ανατρέψιμες.
Η κοινωνία δείχνει πλέον έτοιμη να οικειοποιηθεί τις μεταρρυθμίσεις που για χρόνια τώρα δείλιαζε να κάνει ο πολιτικός κόσμος – οπότε ο ΣΥΡΙΖΑ εμπεριέχεται σε διπλό αδιέξοδο: από τη μία μεριά χάνει το προνόμιο της ριζοσπαστικότητας και από την άλλη η Ν.Δ. έχει επενδυθεί με τον μανδύα της νέας κανονικότητας.
Η πρόκληση για την κυβέρνηση είναι να συνεχίσει να παίζει στο δικό της γήπεδο, χωρίς αξιόλογο αντίπαλο χωρίς να κάνει μεγάλα λάθη. Καθώς πλησιάζει η διετία της διακυβέρνησης της και καθώς έχει μπροστά της άλλο τόσο δρόμο να διανύσει, η ουσιαστική –και όχι η κοσμητική—ανανέωση της είναι εκ των ουκ άνευ.
Γι’ αυτό ας μην επενδύει η αντιπολίτευση σε όνειρα πεζοδρομίου και εκλογών—η κυβέρνηση Μητσοτάκη θέλει να φέρει την χώρα σε σημείο που τα πισωγυρίσματα να είναι σχεδόν αδύνατα. Κι ας μην εφησυχάζουν μερικοί υπουργοί – γιατί όλοι κρίνονται από τα αποτελέσματα τους, όπως με πίκρα το διαπίστωσε ο Γιάννης Βρούτσης.
Υπάρχει, εξάλλου, και δεύτερη τετραετία για κυβέρνηση Μητσοτάκη.
ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ
- Το σαφάρι των 35 τρισ. – Γιατί οι επενδυτές δεν φοβούνται την Ελλάδα
- Πανικός στις Μαρίνες από τους ελέγχους σε θαλαμηγούς: Ανασφάλιστος ακόμη και ο πλοίαρχος σε πολυτελές σκάφος εφοπλιστή!
- Κερδισμένο το Airbnb στην Ελλάδα από την επιμήκυνση της σεζόν
- Novo Nordisk: Ο «βασιλιάς» στην αγορά της απώλειας βάρους χάνει το θρόνο του;