Η συζήτηση για τις προμήθειες στις τραπεζικές υπηρεσίες είναι μια άχαρη συζήτηση που διχάζει καταναλωτές και τράπεζες.
Η απάντηση στο ερώτημα για το εάν είναι ορθό οι τράπεζες να εισπράττουν προμήθειες είναι προφανώς καταφατική. Υψηλές προμήθειες για τις υπηρεσίες που παρέχουν έχουν όλες οι τράπεζες της ευρωζώνης.
Μάλιστα το ποσοστό των εσόδων που εισπράττουν από προμήθειες σε σχέση με τα συνολικά λειτουργικά τους έσοδα είναι πολύ υψηλότερο σε σχέση με αυτό των ελληνικών τραπεζών, το οποίο είναι περίπου το ένα πέμπτο.
Σύμφωνα με στοιχεία που δημοσίευσε πρόσφατα ο SSM , οι ελληνικές τράπεζες εισέπραξαν το πρώτο εξάμηνο του 2019 περί τα 552 εκατ. ευρώ από προμήθειες όταν τα έσοδα από τόκους ήταν 2,7 δις ευρώ, τη στιγμή που χώρες όπως η Ισπανία εισέπραξαν 33,8 δις ευρώ από τόκους και 12 δις ευρώ από προμήθειες.
Εξίσου χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Γαλλίας, όπου τα έσοδα από τόκους ανήλθαν στα 33,8 δις ευρώ και την ίδια στιγμή τα έσοδα από προμήθειες ανήλθαν στο δυσθεώρητο ύψος των 25 δις ευρώ, όπως επίσης και της Ιταλίας όπου τα έσοδα από τόκους ανήλθαν στα 15,4 δις ευρώ και τα έσοδα από προμήθειες στα 11,5 δις ευρώ.
Ως μοναδικό φαινόμενο αξίζει να αναφέρουμε την περίπτωση του Λουξεμβούργο στο οποίο τα έσοδα από προμήθειες ξεπέρασαν τα έσοδα από τόκους και ανήλθαν στα 762 εκατ. ευρώ έναντι 590 εκατ. ευρώ αντίστοιχα.
Πέραν αυτών των ακραίων περιπτώσεων υπάρχουν περιπτώσεις χωρών όπως η Ολλανδία όπου τα έσοδα από τόκους είναι 15,2 δις ευρώ και τα έσοδα από προμήθειες 3,2 δις ευρώ, δηλαδή επίσης το ένα πέμπτο των συνολικών λειτουργικών εσόδων, όπως στην Ελλάδα. Σε αυτή την κατηγορία ανήκει και η Κύπρος, ενώ Πορτογαλία και Ιρλανδία ακολουθούν και τα επίμαχα έσοδα αντιστοιχούν στο ένα τρίτο των λειτουργικών τους εσόδων.
Ποιο συνεπώς είναι το παράδοξο στην όλη συζήτηση;
Το πρώτο παράδοξο είναι ότι τα έσοδα από προμήθειες να αυξάνονται όταν τα έσοδα από τόκους μειώνονται, δηλαδή όταν οι συνολικές τραπεζικές εργασίες υποχωρούν. Αυτό γιατί είναι απολύτως φυσιολογικό οι προμήθειες να βαίνουν αυξανόμενες όταν υπάρχει τραπεζική ύλη, όταν οι τράπεζες δίνουν δάνεια και μαζί με τα δάνεια εκτελούν και μια σειρά «παράπλευρων» υπηρεσιών για τους πελάτες τους.
Το δεύτερο παράδοξο είναι τα έσοδα από προμήθειες να επιβάλλονται χωρίς ενημέρωση και χωρίς διαφάνεια και ο καταναλωτής να τις ανακαλύπτει εκ των υστέρων όταν πραγματοποιεί τη συναλλαγή.
Και το τρίτο παράδοξο είναι οι προμήθειες να είναι αυτό που ονομάζουμε στην απλή γλώσσα παράλογες, δηλαδή να μην μπορούν στον κοινό νου να δικαιολογηθούν. Γιατί είναι λογικό μια τράπεζα π.χ. να χρεώνει την εφάπαξ εγγραφή στο internet banking όταν έχει πραγματοποιήσει επενδύσεις δεκάδων εκατομμυρίων για να αναπτύξει εναλλακτικά δίκτυα, αλλά είναι παράλογο να χρεώνει μηνιαία διαχειριστικά έξοδα στο λογαριασμό όψεως μιας επιχείρησης, όταν ούτως ή άλλως εισπράττει διαχειριστικά έσοδα για τον ίδιο λογαριασμό ετησίως και μάλιστα όχι ευκαταφρόνητο ποσό. Ναι αυτό είναι διπλή χρέωση και υπάρχει ελληνική τράπεζα που το κάνει.
Επίσης είναι λογικό μια τράπεζα να προσπαθεί να στρέψει τους πελάτες της στα εναλλακτικά δίκτυα, γιατί είναι προφανές ότι η διαχείριση του μετρητού έχει κόστος για την τράπεζα. Είναι παράλογο όμως το κόστος αυτό να είναι δυσανάλογο και να εμφανίζεται ως τιμωρητική χρέωση.
Ναι είναι επίσης αλήθεια ότι οι τράπεζες, εκτός από το κόστος των επενδύσεων για την ανάπτυξη της τεχνολογίας στις συναλλαγές τους, έχουν και τεράστιο κανονιστικό κόστος. Είναι το κόστος που πληρώνουν για την προσαρμογή τους στους δεκάδες κανονιστικούς κανόνες που έχουν επιβληθεί τα τελευταία χρόνια από τις εποπτικές αρχές. Το κόστος όμως αυτό μετακυλίεται στα επιτόκια, τα οποία στη χώρα μας είναι διπλάσια σε σχέση με αυτά των υπολοίπων τραπεζών στην ευρωζώνη και ενσωματώνουν όχι μόνο τον κίνδυνο της χώρας.
Είναι λοιπόν προφανές ότι στην προσπάθειά τους να βγουν από το τέλμα των ζημιογόνων χρήσεων, οι τράπεζες πρέπει να ανακαλύψουν τρόπους να αυξήσουν τα έσοδά τους και οι προμήθειες αποτελούν μια βασική πηγή για την ενίσχυση της κερδοφορίας.
Αυτό όμως πρέπει να γίνεται με διαφάνεια και ΚΥΡΙΩΣ με κριτήριο την παροχή υπηρεσιών και λύσεων για τους πελάτες τους, οι οποίοι είναι βέβαιο ότι είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν για υπηρεσίες που απολαμβάνουν από την τράπεζά τους.