Θα πρέπει να θεωρηθεί βέβαιο ότι ο Καραμανλής περίμενε τις αντιδράσεις. Αντέγραψε, πάντως, ως ένα βαθμό τις αλά Πυθία τοποθετήσεις που έκανε ο θείος του, όπως έχει υιοθετήσει και την στρατηγική της σιωπής στην οποία θαυματουργούσε ο συνονόματος. Όταν μιλάς μία φορά στα τόσα χρόνια, αναπόφευκτα προσελκύεις την προσοχή , συγκεντρώνεις το ενδιαφέρον. Πολύ περισσότερο μάλιστα όταν είσαι πρώην πρωθυπουργός, ουσιαστικά μη ενεργός πολιτικός και φέρεις βαρύγδουπο όνομα.
Βρίσκω εξίσου δύσκολο να ερμηνεύσω τις προθέσεις του Κώστα Καραμανλή ως προς την τυπική και επίσημη αποχώρηση του από την πολιτική. Επειδή επέλεξε να λάβει θέση σ’ ένα θεσμικό θέμα και επειδή προκάλεσε σύγχυση ως προς την ερμηνεία των δηλώσεων του και τα κίνητρα του, δεν μπορεί να υπάρξει συμπέρασμα ως προς τις προθέσεις του στην αρένα της πολιτικής.
Πολλαπλές εξακολουθούν να είναι οι συνωμοσιολογικές ερμηνείες. Μία που ακούστηκε είναι ότι έτσι ετοιμάζει το έδαφος για να μεταπηδήσει στην Προεδρία της Δημοκρατίας. Τα πάντα είναι θεωρητικώς πιθανά. Επειδή, όμως, ο σύγχρονος πολιτικός χρόνος είναι εξαιρετικά πυκνός, καθώς τα απρόβλεπτα γεγονότα αποτελούν πλέον τον κανόνα και όχι την εξαίρεση, θα θεωρούσα ότι δεν μπορώ να αποδώσω στον συγκεκριμένο άνδρα τόση έλλειψη ρεαλισμού ως προς την επιλογή της χρονικής στιγμής.
Στην προσπάθεια αποδόμησης του Καραμανλή, ώστε να αποδομηθούν και οι δηλώσεις του, γίνεται εκτενής αναφορά στα λάθη της διακυβέρνησης του. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ούτε «επανίδρυση του κράτους» είδαμε, ούτε «μηδέν ανοχή στην διαφθορά». Το όργιο προλήψεων στο δημόσιο του Τάκη Παυλόπουλου και οι δημοσιονομικές ταχυδακτυλουργίες Αλογοσκούφη- Παπαναστασίου μας καταδιώκουν ακόμη. Το κακό, όμως, ξεκίνησε επί εποχής Σημίτη, ήδη από το 2000 και ολοκληρώθηκε επί Παπανδρέου και Παπακωνσταντίνου μία δεκαετία μετά. Αν ο Καραμανλής και το επιτελείο του είναι να ελεγχθούν, θα είναι για ανεπάρκεια διορατικότητας και έλλειψη ρεαλισμού. Όλα αυτά μπορεί να είναι σωστά αλλά δεν επιτρέπουν την εξαγωγή συμπερασμάτων για το σήμερα—πολύ περισσότερο την βάσει προθέσεων καταδίκη.
Πολλές αναφορές γίνονται για διαμάχη μεταξύ Καραμανλικών και Μητσοτακικών. Ιστορία που πάει πίσω στο 1978, όταν ο θείος έφερε στη Ν.Δ. το δίδυμο Μητσοτάκη – Κανελλόπουλου. Κι ευτυχώς, διότι το συγκεκριμένο δίδυμο έδωσε στην παράταξη τον δυναμισμό και την προοπτική εξουσίας που δεν υπήρχε ούτε με τον Ράλλη, ούτε με τον Αβέρωφ, ούτε με τον Έβερτ. Δεν είναι τυχαίο ότι το 1990 ο πατήρ Μητσοτάκης έφερε την Ν.Δ. στην εξουσία, ούτε και ότι ο Σαμαράς τον έριξε.
Στην σημερινή εποχή, αυτοί οι διαχωρισμοί τείνουν να υποβαθμίζονται, καθώς οι πολιτικές και η αποτελεσματικότητα τους είναι αυτές που μετρούν. Από μία άποψη οι κρίσεις της πανδημίας, της Τουρκίας, του μεταναστευτικού, αν και «βάρυναν» τον Μητσοτάκη ήταν και κατά μία έννοια θεόσταλτες. Επέτρεψαν στην κοινωνία να συγκρίνει τον Μητσοτάκη με τον Τσίπρα, τη μία διακυβέρνηση με την άλλη, κι αυτό ακριβώς είναι που δίνει το μόνιμο προβάδισμα στη Ν.Δ. Από πουθενά δεν τεκμηριώνεται ότι ο Κώστας Καραμανλής έχει χάσει το πολιτικό του αισθητήριο, ώστε εν μέσω κρίσης να θέλει να αναβιώσει την διαμάχη, να ρίξει τον Μητσοτάκη και να… κάνει τι;
Η ιστορία των υποκλοπών ήρθε, ανέβασε στα ύψη το πολιτικό θερμόμετρο και θα περάσει. Η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών την έχει ήδη βάλει στην ντουλάπα. Κυνισμός θα πείτε. Ρεαλισμός θα αντιτείνω. Διότι, σε τελευταία ανάλυση, εναλλακτική στον Μητσοτάκη που να προσφέρει σιγουριά εν μέσω του καταιγισμού των κρίσεων δεν υπάρχει. Ακόμη και με faut de mieux, (κατά μία έννοια το μη χείρον βέλτιστον) αυτή είναι η πραγματικότητα.
Διαβάστε επίσης
Πιστεύει κανείς πραγματικά ότι ο Καραμανλής θέλει εμφύλιο;