Αν υπάρχει έκπληξη για την συγκεκριμένη εξέλιξη, αυτή δεν δικαιολογείται. Η αύξηση της ανεργίας και η άνοδος του αριθμού των εταιρειών που θα κλείσουν καθώς τα μέτρα στήριξης θα αποσύρονται, δεν είναι τίποτα περισσότερο από έναν προαναγγελθέντα θάνατο.
Όταν ξέσπασε η πανδημία, ένα από τα μέτρα στήριξης που υιοθέτησε η κυβέρνηση ήταν αυτό της επιδότησης της εργασίας. Ο στόχος, δηλαδή, ήταν να διατηρηθούν θέσεις εργασίας ώστε όταν έρθει η ανάκαμψη να μπορεί η παραγωγή να ξεκινήσει άμεσα και δυναμικά.
Ας σημειωθεί ότι το ίδιο μέτρο υιοθέτησε η πλειοψηφία των κρατών-μελών της Ε.Ε.
Η πρόθεση ήταν άριστη, με μία διαφορά όμως: δεν ήταν η κατάλληλη ειδικά για την ελληνική οικονομία και τα προβλήματα της.
Η λογική ότι διατηρώ έτοιμο και αξιόμαχο εργατικό δυναμικό ισχύει για χώρες, όπως π.χ. η Γερμανία, όπου στην μεγάλη πλειοψηφία τους οι επιχειρήσεις είναι οικονομικά εύρωστες και το εργατικό δυναμικό εκπαιδευμένο με δεξιότητες που ζητά η αγορά. Μία ισχυρή εταιρεία, λοιπόν, δεν θέλει να χάσει πολυτίμους εργάτες λόγω της ύφεσης – οπότε επιδοτείται για να μην τους απολύσει.
Στην Ελλάδα, όμως, η κατάσταση είναι τελείως διαφορετική. Σημαντικός αριθμός εταιρειών βρίσκεται ήδη είτε σε φάση χρεοκοπίας είτε κάπου μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας – διατηρούμενες στην ζωή με τεχνικά μέσα.
Παράλληλα, υπάρχει μεγάλη ανάγκη να μετεκπαιδευτεί μεγάλο μέρος του εργατικού δυναμικού μας, καθώς δεν κατέχει τις νέες γνώσεις και δεξιότητες που απαιτούν η σύγχρονη παραγωγική δομή της οικονομίας και ο ψηφιακός μετασχηματισμός.
Στην βάση αυτή, η πανδημία πρόσφερε μία μοναδική ευκαιρία να αντιμετωπίσουμε και τα δύο αυτά προβλήματα, υιοθετώντας όχι το μέτρο στήριξης της Ε.Ε. αλλά αυτό των ΗΠΑ. Επιδοτώντας, δηλαδή, όχι την θέση εργασίας αλλά την ανεργία με την ταυτόχρονη αναγκαία υποχρέωση του ανέργου να ενταχθεί σε πρόγραμμα επανεκπαίδευσης.
Θα είχαμε έτσι πετύχει, την επιτάχυνση της αποδημίας εταιρειών-ζόμπι, την ποιοτική αναβάθμιση του εργατικού μας δυναμικού και την καλύτερη εναρμόνιση του με τις ανάγκες της παραγωγής.
Είναι σαφές ότι η κυβέρνηση κινήθηκε με βάση το σκεπτικό ότι δεν ήθελε να πληρώσει το πολιτικό κόστος της αύξησης της ανεργίας. Όπως, επίσης, ότι δεν πίστευε στην δυνατότητα και ικανότητα του ΟΑΕΔ να σχεδιάσει γρήγορα και αποτελεσματικά συνεκτικά και χρήσιμα προγράμματα εκπαίδευσης και μετεκπαίδευσης.
Ο βαθμός της ευθύνης που βαρύνει τον τότε υπουργό εργασίας Γιάννη Βρούτση είναι προφανώς μεγαλύτερος από αυτόν που αναλογεί στην κυβέρνηση συνολικά. Διότι, όπως ήταν ευθύνη του Βασίλη Κικίλια να είχε έγκαιρα θωρακίσει το σύστημα υγείας κατά του κορωνοϊού, έτσι ήταν ευθύνη του τότε υπουργού να διακρίνει μεταξύ άμεσου κομματικού κόστους και μακρόχρονου οφέλους της οικονομίας – τελικά και της κυβέρνησης.
Σήμερα, κοντύτερα προς τις εκλογές, η κυβέρνηση θα αντιμετωπίζει απώλειες θέσεων εργασίας, αύξηση χρεοκοπιών και δηλητηριώδη βέλη από την αντιπολίτευση. Ταυτόχρονα, θα έχει καθυστερήσει η ποιοτική αναβάθμιση του εργατικού δυναμικού και η ικανότητα του να προφέρει στην αγορά τις δεξιότητες που ζητά.
Όσο για τον ΟΑΕΔ, χρειάζεται απλά να παρατηρηθεί ότι όταν, όπως έχουν αποδείξει ο Κυριάκος Πιερρακάκης και ο Κωστής Χατζηδάκης, υπάρχει θέληση υπάρχει και αποτέλεσμα.
Είχα αρθρογραφήσει από την στήλη αυτή τρεις φορές στο παρελθόν, επισημαίνοντας το πρόβλημα και προειδοποιώντας γι’ αυτήν ακριβώς την εξέλιξη: στις 28/9, 14/10 και 6/11 του 2020. Είχα, μάλιστα, επισημάνει ότι είναι μοναδική ευκαιρία να αναδιοργανωθεί ο ΟΑΕΔ.
Είναι, βέβαια, αργά πλέον για να αλλάξει το μέτρο στήριξης. Δεν είναι αργά, όμως, για να μετουσιωθεί ο ΟΑΕΔ σε οργανισμό που πραγματικά να φροντίζει τους ανέργους. Διαφορετικά, το κόστος για την κυβέρνηση δεν θα είναι ευκαταφρόνητο.