Θρυαλλίδα της κατάρρευσης ήταν ο βασικός «ύποπτος» της δεκαετίας, η Credit Suisse. Φυσιολογικά προκύπτει το ερώτημα γιατί διάλεξε την συγκεκριμένη στιγμή o Ulrich Koerner να δημοσιοποιήσει τα προβλήματα στην απεικόνιση των ταμειακών ροών που ανακάλυψε ο εσωτερικός έλεγχος της τράπεζας; Εξίσου φυσιολογική η υποψία (και ο φόβος για τα επακόλουθα) ότι το πρόβλημα είναι τόσο μεγάλο και τόσο σοβαρό ώστε ο επικεφαλής της τράπεζας δεν είχε το περιθώριο να σιωπήσει ούτε για μία ημέρα. Πολλά ερωτηματικά δημιουργεί επίσης η εξαιρετική σπουδή με την οποία η κεντρική τράπεζα της Σαουδικής Αραβίας ανακοίνωσε πως δεν θα βοηθήσει αυξάνοντας το ποσοστό της πάνω από το 9,9% που κατέχει σήμερα.
Η κεντρική τράπεζα της Ελβετίας (SNB) και η εποπτική αρχή FINMA μπορεί τώρα να διαβεβαιώνουν ότι θα σώσουν την Credit Suisse, αλλά είναι απόλυτα βέβαιο ότι η κρίση- τουλάχιστον για την συγκεκριμένη τράπεζα και με επιπτώσεις στο σύνολο του εθνικού τραπεζικού τομέα– θα συνεχιστεί και μετά το καταλάγιασμα (αν έρθει) της ευρύτερης κρίσης.
Δύο είναι τα βασικά προβλήματα ως προς την προοπτική που διαγράφεται μπροστά μας.
Καταρχάς, είναι μάλλον σαφές ότι η παρέμβαση των εποπτικών αρχών μπορεί να προσφέρει μία πρώτη ανάσα και είναι πιθανό να δούμε την παγκόσμια ανησυχία να υποχωρεί μέσα στο Σαββατοκύριακο. Εξίσου πιθανό, όμως, είναι να αποκαλυφθούν τα πλοκάμια που συνδέουν τις τράπεζες, η πραγματική δηλαδή έκθεση της κάθε μίας στις άλλες, και είτε άμεσα την Παρασκευή είτε κάποια στιγμή από την Δευτέρα και μετά να δούμε την ανησυχία να μετατρέπεται σε κανονική, παγκόσμια κρίση—αλά 2008/9.
Μπορεί οι JPMorgan και Citigroup να καταφέρουν να ξεπεράσουν την πτώση του 5% στις μετοχές τους αλλά πως θα ξεπεράσει η First Republic Bank την πτώση του 20% και την υποβάθμιση της (με απόλυτη υποκρισία) από την S&P Global Ratings σχεδόν σε επίπεδο «σκουπιδιών» (Junk); Η ευθύνη των Οίκων Διαβάθμισης Κινδύνου ήταν τεράστια το 2007/8, είναι ακόμη μεγαλύτερη σήμερα, διότι υποκρίνονται πως είναι αντικειμενικοί, ενώ τα συμφέροντα τους είναι να παίζουν το παιγνίδι της συγκάλυψης.
Εξάλλου, όλες οι μεγάλες τράπεζες από την (εξίσου με την Credit Suisse προβληματική) Deutsche μέχρι την Barclays και από την Société General μέχρι την BNP είδαν να χάνεται το 10% της αξίας τους, χωρίς να υπάρχουν ενδείξεις ότι οι αγορές θα ξεχάσουν σε σύντομο χρονικό διάστημα το συμβάν.
Η προσωπική μου εκτίμηση είναι ότι η κρίση δεν τελείωσε –στην καλύτερη περίπτωση έχει «ουρά» που θα ακολουθήσει, στην χειρότερη (και ίσως πιο πιθανή) το κύριο σώμα της που δεν το είδαμε ακόμη. Προ-σεισμικά φαινόμενα ζούμε. Ο κύριος σεισμός είναι αυτός που μάλλον έρχεται.
Το δεύτερο πρόβλημα είναι ακριβός αυτό: ο κύριος σεισμός. Διότι, μπορεί αρχικά να επικεντρωθεί στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, αλλά ακόμη κι αν αυτό δεν συμβεί έντονα διαγράφεται ο κίνδυνος να ανατραπεί η πολιτική της αύξησης των επιτοκίων που ακολουθείται από τις κεντρικές τράπεζες—οπότε δημιουργείται ένα διαφορετικό οικονομικό πλαίσιο.
Συγκεκριμένα, η άνοδος των επιτοκίων έχει θίξει τις τράπεζες, που στην μεγάλη τους πλειοψηφία και ιδιαίτερα σε περιφερειακό επίπεδο στις ΗΠΑ, ήταν εκτεθειμένες ως προς την επάρκεια κεφαλαίων για την κάλυψη των υψηλών ρίσκων που είχαν αναλάβει.
Μπορεί στην παρούσα φάση η συνδυασμένη αντίδραση των κεντρικών τραπεζών και των άλλων εποπτικών αρχών να θέσουν την κρίση υπό έλεγχο αλλά με μία σημαντική προϋπόθεση: να μην συνεχιστεί η άνοδος των επιτοκίων.
Αν υπάρξει εμμονή στην συγκεκριμένη πολιτική, τότε ο κίνδυνος για μία νέα παγκόσμια τραπεζική και ευρύτερα οικονομική κρίση θα αυξηθεί σε σημείο βεβαιότητας.
Αν, αντίθετα, οι κεντρικές τράπεζες υποχωρήσουν, τότε προκύπτουν δύο θέματα: πρώτο, ποιες θα είναι οι επιπτώσεις στον πληθωρισμό – οπότε ειδικά στην Ε.Ε. οι κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας θα είναι (όχι πως πειράζει) για αναθεώρηση πέρα από την ισχνή που τώρα σχεδιάζεται. Η τάση να συμβιβαστούν οι ιέρακες με πληθωρισμό της τάξης του 4% θα είναι έντονη και ίσως οι εξελίξεις την καταστήσουν υποχρεωτική. Πρώτη ένδειξη θα είναι η Πέμπτη, όπου αν η ΕΚΤ αυξήσει τα επιτόκια θα ακολουθήσει λουτρό οικονομικού αίματος.
Το δεύτερο θέμα εστιάζει στο γεγονός ότι η έννοια του moral hazard, όπου δηλαδή ένας λαμβάνει την απόφαση να αναλάβει ένα ρίσκο κι αν τα πράγματα χαλάσουν ένας άλλος το πληρώνει, κυριαρχεί ως βάση ατιμωρησίας. Πολύ απλά, π.χ. η SVB, αναλάμβανε ρίσκα καθ’ υπερβολήν και κατά παράβαση των κανόνων, γνωρίζοντας ότι αν τα πράγματα πάνε στραβά η κεντρική τράπεζα θα επέμβει.
Επικρατεί πλέον η λογική του too big to fail – δηλαδή η οικονομία δεν μπορεί να σηκώσει το κόστος της κατάρρευσης μίας μεγάλης τράπεζας – οπότε υπάρχει πάντα το δίχτυ ασφαλείας αλλά για τους μεγάλους παίκτες. Έτσι όπως έχουν εξελιχθεί τα πράγματα, όμως, με τις πολλαπλές διακλαδώσεις εξάρτησης στο παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα, σχεδόν όλες οι τράπεζες κατατάσσονται στην κατηγορία του too big to fail.
Το βασικό συμπέρασμα είναι ότι το ελάχιστα ελεγχόμενο παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα μπορεί εύκολα να δημιουργήσει μία ανυπολόγιστη κρίση, ενώ οι κεντρικές τράπεζες και οι κυβερνήσεις θα τρέχουν και δεν θα προκάνουν.Οι ελίτ διοικήσεις που θα έχουν δημιουργήσει την κρίση θα χάσουν θέσεις εξουσίας αλλά όχι πλούτο. Όλοι οι άλλοι που δεν φέρουν και καμία ευθύνη θα υποφέρουν. Το ζήσαμε το 2007-2014 (η Ελλάδα μέχρι το 2019) αν το ξαναζήσουμε τώρα θα υποφέρουμε πολύ περισσότερο.
Αναρωτιέται κανείς πόσες κρίσεις ακόμη θα πρέπει να συμβούν, πόσος κόσμος ακόμη θα πρέπει να υποφέρει, σε πόσους γκρεμνούς μπροστά θα πρέπει να σταθούμε κινδυνεύοντας να πέσουμε, προκειμένου να αποφασίσουν οι κυβερνήσεις να θέσουν υπό έλεγχο τον καπιταλισμό-καζίνο;
Διαβάστε επίσης: