H πρόσφατη δημοσκόπηση της Interview και αυτές που θα ακολουθήσουν τις επόμενες ημέρες, δείχνουν πλήρη ρευστοποίηση του πολιτικού συστήματος, ανάλογη με αυτήν που είδαμε όταν η Νέα Δημοκρατία είχε εκλεγεί πρώτο κόμμα με 18,85%, τον Μάιο του 2012. Τότε που ο Συνασπισμός είχε πάρει 16,79% και το ΠΑΣΟΚ 13,18%.

Στην παρούσα φάση αυτή η ρευστοποίηση του πολιτικού σκηνικού έχει μαζί της κι άλλα, περισσότερο ανησυχητικά χαρακτηριστικά.

1

Αν το 2012, εν μέσω της πρωτοφανούς οικονομικής κρίσης τα συστημικά κόμματα πλήρωναν τη χρεοκοπία της χώρας και την απογοήτευση του κόσμου, σήμερα η Ελλάδα είναι σε σαφώς καλύτερη οικονομική κατάσταση, όμως, στα κόμματα επικρατούν φυγόκεντρες τάσεις.

Ακόμη και η ΝΔ, η οποία παραμένει κυρίαρχη πολιτική δύναμη, έχει χάσει μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων της, o «κανένας» αναδεικνύεται καταλληλότερος για πρωθυπουργός, το 79% αξιολογεί αρνητικά το έργο της κυβέρνησης.

Ακόμη και σ’ αυτή την κακή εικόνα που εμφανίζει το κυβερνών κόμμα, έρχονται τα φώτα να στραφούν στις εξελίξεις στην Κεντροαριστερά και στην ξεκάθαρη αδυναμία των κομμάτων όχι μόνο να κεφαλαιοποιήσουν τη φθορά της κυβέρνησης, αλλά και να συγκροτήσουν συμπαγείς πολιτικούς σχηματισμούς που θα βάλουν παρακαταθήκη για το μέλλον.

Επί της ουσίας οι έρευνες που θα βγουν, αλλά και η διάχυτη αίσθηση που υπήρχε όλο το καλοκαίρι στην Περιφέρεια, όπου πήγαν οι κάτοικοι των πόλεων, είναι το μεγάλο έλλειμμα εμπιστοσύνης στα υπάρχοντα κόμματα.

Μια κατάρρευση της εμπιστοσύνης που δεν εκπορεύεται συνολικά από την οικονομική κατάσταση και την κρίση των θεσμών (όπως το 2012) αλλά και από μια σειρά από παράγοντες που επηρεάζουν την καθημερινότητα.

Είναι η ακρίβεια, αλλά είναι παράλληλα και η ασφάλεια αλλά και ένα κράτος που βασίζεται σε παλαιολιθικές δομές και ταλαιπωρεί τον κόσμο.

Και είναι τα προβλήματα στην υγεία, την παιδεία, την πολιτική προστασία, την πολυπλοκότητα των νόμων και την αίσθηση του πολίτη ότι δεν βρίσκει το δίκιο του στη Δικαιοσύνη.

Δεν είναι πρωτόγνωρα φαινόμενα, αλλά σε μια Ελλάδα που έχει ξεφύγει από τη μέγγενη των μνημονίων και που έχει να διαχειριστεί πάνω από 70 δις ευρώ ευρωπαϊκά κονδύλια, θα περίμενε κανείς να έχουν επιταχυνθεί οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις.

Όπως και θα περίμεναν οι πολίτες από τα κόμματα να αποβάλλουν παθογένειες του παρελθόντος, όπως την κομματοκρατία, το ρουσφέτι, το μοίρασμα των χρημάτων σε λίγους και «δικούς μας», το πελατειακό κράτος.

Σε όλα αυτά η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, που βρίσκεται στα ηνία της χώρας επί μία πενταετία, καλείται να δώσει πειστικές απαντήσεις προκειμένου να αποφύγει το σύνδρομο της 2ης τετραετίας.

Εκεί που η φθορά είναι ραγδαία και οδηγεί σε ήττες στις κάλπες. Ο πρωθυπουργός έδωσε το στίγμα των προθέσεών του τις προηγούμενες ημέρες και θα το κάνει πιο ξεκάθαρο στην ομιλία του στη ΔΕΘ.

Δεν θα είναι ομιλία παροχών (αφού λεφτά δεν υπάρχουν). Αλλά θα είναι το ξεδίπλωμα του σχεδίου του για την επόμενη τριετία, βάζοντας ξεκάθαρα στόχο να πάει σε εκλογές εξαντλώντας την κυβερνητική θητεία και καίγοντας τα σενάρια περί πρόωρης προσφυγής στις κάλπες.

Ο Κ. Μητσοτάκης θα προσπαθήσει να πείσει ότι μόνο η παρούσα κυβέρνηση μπορεί να κάνει τις μεταρρυθμίσεις που δεν έκανε και που είναι απαραίτητες για τη χώρα.

Απέναντι σε αυτό το σχέδιο, όμως, έχει την πλειονότητα των πολιτών που είναι πεπεισμένοι ότι τίποτε δεν μπορεί να αλλάξει, στην Υγεία και τα νοσοκομεία, στην Παιδεία και τα σχολεία, στο γενικευμένο αίσθημα διαφθοράς, στη μοιρασιά των δισεκατομμυρίων του Ταμείου Ανάκαμψης.

Και δυστυχώς για τον κ. Μητσοτάκη δεν τον βοηθάει και η επικαιρότητα. Διότι είτε η διαχείριση της πυρκαγιάς στην Ανατολική και Βόρεια Αττική, είτε ακόμη και το τραγικό δυστύχημα με τον 19χρονο στο λούνα παρκ, είτε οι φρικιαστικές εικόνες με τα εκατομμύρια νεκρά ψάρια στον Παγασητικό χρεώνονται στην κυβέρνηση.

Οι πολίτες δικαίως ή αδίκως αισθάνονται απροστάτευτοι από νέα «Μάτια» και νέα «Τέμπη» και ταυτόχρονα αισθάνονται ότι τίποτε δεν αλλάζει στο κράτος για να μην ξανασυμβούν τέτοιες τραγικές καταστάσεις.

Επομένως, μεγάλο στοίχημα του κ. Μητσοτάκη είναι να αποδείξει ότι τα επόμενα τρία χρόνια θα κάνει τις μεταρρυθμίσεις που καθυστέρησε να κάνει την προηγούμενη πενταετία.

Το στοίχημα θα είναι να πείσει τους πολίτες ότι το κράτος βελτιώνεται ουσιαστικά, όχι μόνο με την αύξηση του κατώτατου μισθού ή την διάθεση δισεκατομμυρίων για τη στήριξη στην ενεργειακή κρίση.

Αλλά και από τη δημιουργία ενός κλίματος οικονομικής σταθερότητας και βιώσιμης ανάπτυξης που θα φέρει καλύτερες θέσεις εργασίας και καλύτερες αμοιβές.

Και τέλος το στοίχημα θα κριθεί από το αν μπορεί η παρούσα κυβέρνηση να αποδείξει ότι μπορεί να δουλέψει με σοβαρότητα ακόμη κι αν δεν υπάρχει αντιπολίτευση για να την πιέσει, να την κρίνει, να την διορθώσει. Το σύνδρομο της αλαζονείας για το οποίο έχουν γραφτεί πολλά, ενισχύεται από την αδυναμία των άλλων κομμάτων να παρουσιάσουν μια σοβαρή, εναλλακτική πρόταση εξουσίας.

Και μετά το χάος

Αν η κυβέρνηση έχει τα δικά της προβλήματα, τι να πει κανείς για τους διεκδικητές της εξουσίας, τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ.

Στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης τα πράγματα είναι τόσο ρευστά που κανείς δεν γνωρίζει αν την επόμενη εβδομάδα θα υπάρχει το κόμμα με την παρούσα μορφή ή θα διασπαστεί.

Ο Στέφανος Κασσελάκης αποδείχθηκε λίγος πολιτικά προκειμένου να αναδείξει κάτι νέο στο πολιτικό σκηνικό, πέραν βεβαίως της διάθεσής του να μετατρέψει το κόμμα σε τηλεπάνελ και να παράξει περισσότερο παραπολιτική παρά ουσιαστικές θέσεις και προτάσεις.

Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο ο ΣΥΡΙΖΑ του Κασσελάκη συρρικνώνεται διαρκώς και οδηγείται προς μονοψήφια ποσοστά, χάνοντας και το ρόλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Οι επόμενες δημοσκοπήσεις θα αναδείξουν αυτή την τάση, ειδικά μετά τις δραματικές εξελίξεις που προβλέπουμε ότι θα συμβούν τις επόμενες εβδομάδες.

Οσο για το ΠΑΣΟΚ. Μια διαφαινόμενη νηνεμία δεν μπορεί να κρύψει την καταιγίδα που πλησιάζει. Ειδικά μετά τις εκλογές του Οκτωβρίου πολλοί αναρωτιούνται αν μπορεί το κόμμα να ανακάμψει και να διεκδικήσει το ρόλο του ισχυρού πόλου απέναντι στον Κυριάκο Μητσοτάκη.

Η Δημοκρατία απεχθάνεται τα κενά και σίγουρα αυτά θα καλυφθούν. Το θέμα είναι πως και από ποιους. Αν στο χώρο της Κεντροαριστεράς ξεπηδήσει κάποιος νέος φορέας θα το μάθουμε σύντομα.

Όμως, πόση ελπίδα ανασύνθεσης του πολιτικού σκηνικού να έχει κανείς αν ως σωτήρες προβάλλονται «καμένοι» πολιτικοί όπως ο Αλέξης Τσίπρας ή ο Γιώργος Παπανδρέου;

Και το βασικό ερώτημα που καλείται να απαντήσει το ρευστό πολιτικό σύστημα είναι αν το κενό αφήνει χώρο σε ακροδεξιά ή ακραία λαϊκίστικα κόμματα που ενδύονται με τον μανδύα, άλλοτε του «πατριώτη», του «καθαρού Ελληνα» ή του προστάτη των παραδόσεων, των χαρακτηριστικών ή της θρησκείας, ή άλλοτε εκείνου που έχει «καθαρά χέρια» και συγκρίνεται με τους «βρόμικους».

Αυτές τις εκφράσεις τις ακούγαμε από τον Μιχαλολιάκο της Χρυσής Αυγής. Τις ακούμε από τον Κασσελάκη, τον Πολάκη, την Λατινοπούλου, τον Βελόπουλο ή τον Νατσιό.

Είναι αυτοί όλοι το… νέο που χρειάζεται η χώρα; Ή είναι απλά οι «μπροστινοί», εκουσίως ή ακουσίως, ενός εφιάλτη που θα ζήσουμε τα επόμενα χρόνια;

Διαβάστε επίσης:

Παύλος Πολάκης για Αθηνά Λινού: Εισπράττει €1 εκατ. κάθε χρόνο από το ‘21
Οι 11 αλλαγές που θα ισχύσουν το νέο σχολικό έτος: Τι συμφώνησαν Μητσοτάκης-Πιερρακάκης
Πέτρος Τζαννετάκης (Motor Oil): Μέχρι 205 εκ. ευρώ η επιβάρυνση από την έκτακτη εισφορά- Τι είπε για το τάνκερ Sounio που χτύπησαν οι Χούθι