Η Wood και οι αναλυτές Raffaella Tenconi και Alessio Chiesa στο νέο τους report παρουσιάζουν τις νέες εκτιμήσεις για την οικονομία της Ελλάδας και εμφανίζονται σχετικά αισιόδοξοι για τις προοπτικές του 2025.

“Η ελληνική οικονομία διατηρεί μια ζωηρή προοπτική επέκτασης, ξεπερνώντας την Ευρωζώνη κατά 1,5-2 ποσοστιαίες μονάδες,  αποκαλύπτοντας τη βασική τρέχουσα δύναμή της στις επενδύσεις, οι οποίες συνέχισαν να βελτιώνονται τα τελευταία τρίμηνα, συμπεριλαμβανομένης της ανανέωσης των αποθεμάτων.

1

Οι δαπάνες των νοικοκυριών επεκτάθηκαν σε πραγματικούς όρους το πρώτο εξάμηνο του 2024 κατά 2%, κατά μέσο όρο, καλύτερα από το 1,6% το 2023, αλλά υστερούν σε σχέση με αυτό που θα περιμέναμε να δούμε, δεδομένης της συνεχιζόμενης μείωσης του ποσοστού ανεργίας.

Οι λόγοι γιa αυτό είναι ότι: α) οι έρευνες στα νοικοκυριά δεν αποκαλύπτουν καμία αντιληπτή βελτίωση της πραγματικής αγοραστικής δύναμης από το 2019 και β) οι μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις παραμένουν σε μια μακρά διαδικασία βελτίωσης των ισοζυγίων των ισολογισμών τους, η οποία αρχίζει να αποδίδει σημαντικά κέρδη, αλλά δεν είναι αρκετά εκτεταμένη ώστε να επιφέρει σημαντική άνοδο στις μισθολογικές προοπτικές για τους εργαζόμενους.

Η σταθερή δημοσιονομική εκτέλεση συνεχίζει να συμβάλλει στην ομαλοποίηση του πιστωτικού κύκλου, μέσω των τακτικών εκταμιεύσεων των κονδυλίων της ΕΕ και των υψηλότερων δημόσιων επενδύσεων σε σχέση με το παρελθόν, καθώς και το καλά εδραιωμένο χαμηλό δημόσιο κόστος δανεισμού”, εξηγούν οι αναλυτές.

Δυσοίωνη εικόνα στην εγχώρια ζήτηση παρά την αύξηση του ΑΕΠ

Αναφορικά με την κατάσταση των ελληνικών νοικοκυριών αυτό που ξεχωρίζει στο πλαίσιο της ΕΕ είναι ότι οι έρευνες αποκαλύπτουν στάσιμες προσδοκίες για την οικονομία, στάσιμες προσδοκίες για τις προσωπικές μελλοντικές οικονομικές θέσεις ή αποταμιεύσεις, και καμία ουσιαστική πτώση του πληθωρισμού που να γίνεται αντιληπτή ή να αναμένεται.

Αυτή η δυσοίωνη εικόνα είναι σε σε αντίθεση με τις επιδόσεις αύξησης του ΑΕΠ της οικονομίας και είναι ίσως κάπως απαισιόδοξη, δεδομένης της ανάκαμψης της αύξησης της κατανάλωσης που έχει υλοποιηθεί κατά τη διάρκεια του 2024.

“Η προσδοκία μας είναι ότι η οικονομία θα συνεχίσει να αναπτύσσεται κατά 2% ή περισσότερο τα επόμενα χρόνια σε πραγματικούς όρους, κυρίως λόγω του αυξανόμενου ρυθμού επενδύσεων και της σταδιακής βελτίωσης του τουρισμού και της δυναμικότητας του βιομηχανικού τομέα.

Η διάθεση για προσλήψεις στην Ελλάδα έχει μειωθεί από το ιστορικά υψηλό της αποκορύφωμα τον Απρίλιο 2024, αλλά παραμένει υψηλή σε ιστορικό πλαίσιο και θα συνεχίσει να στηρίζει την σταθερή αύξηση της απασχόλησης και μια αργή βελτίωση των μισθολογικών αυξήσεων σε όλη την κατανομή του εισοδήματος.

Η κατάσταση αυτή φαίνεται να έρχεται σε αντίθεση με ό,τι αναφέρουν τα νοικοκυριά στις έρευνες, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η Ελλάδα συνεχίζει να εργάζεται μέσα από τις σημαντικές διαρθρωτικές αλλαγές που είναι απαραίτητες για να επιτύχει τελικά πιο ανταγωνιστική τιμολόγηση σε προσφορά κατοικιών και στα αγαθά που παράγονται τοπικά, τα οποία εξακολουθούν να εμφανίζονται κάπως ακριβά, επειδή η παραγωγική διαδικασία δεν έχει ακόμη ουσιαστική κλίμακα (ιδίως σε παγκόσμιο επίπεδο).

Η παραγωγικότητα της εργασίας, μετρούμενη από τη μεταβολή του λόγου του ονομαστικού ΑΕΠ και της απασχόλησης, έχει αυξηθεί κατά 4%, κατά μέσο όρο, το 2024 και κατά 7,6% σε ετήσια βάση το 2023. Συνολικά, τα κέρδη στην οικονομία αυξήθηκαν κατά 5% σε ετήσια βάση το πρώτο εξάμηνο του 2024 και η τάση δείχνει βελτίωση από το χαμηλό σημείο που παρατηρήθηκε κατά τη διάρκεια της επιδημίας COVID-19 το 2020.

Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια, οι τιμές των ακινήτων έχουν αυξηθεί απότομα και ο κατώτατος μισθός έχει αυξηθεί σημαντικά, στα 830 ευρώ/μήνα σήμερα και πιθανότατα θα αυξηθεί σταθερά πάνω από το ρυθμό του πληθωρισμού τα επόμενα χρόνια. Ως αποτέλεσμα, η εκτίμησή μας είναι ότι ο εταιρικός τομέας έχει βελτιωθεί μέχρι στιγμής, αλλά απομένουν πολλά να γίνουν”, εξηγούν οι Tenconi και Chiesa.

Εξετάζοντας τους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς, το συνολικό χρηματοοικονομικό ενεργητικό των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων διαμορφώθηκε στο 52,7% του ΑΕΠ το β’ τρίμηνο του 24, από 54,3% ένα χρόνο νωρίτερα. Το χρέος (που ορίζεται ως κάθε υποχρέωση εκτός από τις εισηγμένες και μη εισηγμένες μετοχές) διαμορφώθηκε στο 67,2% του ΑΕΠ το β’ τρίμηνο του 24, σημειώνοντας ήπια μείωση από 67,7% ένα χρόνο νωρίτερα.

Τα ταμειακά διαθέσιμα (καταθέσεις) διαμορφώθηκαν στο 8,5% του ΑΕΠ το β’ τρίμηνο του 24, σχεδόν αμετάβλητα από το 2022 και μέτρια σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Οι χρηματοοικονομικοί ισολογισμοί των νοικοκυριών εμφανίζουν το σύνολο των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων στο 107% του ΑΕΠ το β’ τρίμηνο του 24, όχι πολύ κάτω από το 109% του ΑΕΠ ένα χρόνο νωρίτερα, με τις συνολικές καταθέσεις να παρουσιάζουν πτωτική τάση, αλλά να παραμένουν υψηλές σε ένα διεθνές πλαίσιο, στο 78,3% του ΑΕΠ, το β’ τρίμηνο του 24. Το συνολικό χρέος διαμορφώθηκε στο 49% του ΑΕΠ το β’ τρίμηνο του 24, μειωμένο σταθερά από 53,6% του ΑΕΠ και 67,5% του ΑΕΠ το β’ τρίμηνο του 22.

Ως προς το ποσοστό των επενδύσεων στην Ελλάδα, αυτό αυξήθηκε στο 18,5% του ΑΕΠ το δ΄ τρίμηνο του 2024, από 14,6% ένα χρόνο νωρίτερα, επιβεβαιώνοντας ότι ο συνδυασμός των ζωηρών κονδυλίων της ΕΕ, των άμεσων ξένων επενδύσεων και των καλύτερων εταιρικών ισολογισμών έχει επιφέρει βελτίωση στον κύκλο των επενδύσεων που έλειπε την τελευταία δεκαετία. Η Ελλάδα είναι επιλέξιμη για συνολική κατανομή από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας ύψους 36,1 δισ. ευρώ κατά την περίοδο 2021-26 και έχει, μέχρι στιγμής, αξιοποιήσει μέχρι την τέταρτη δόση (συνολικά 17,2 δισ. ευρώ), αφήνοντας άφθονο περιθώριο για θετική ανάπτυξη κατά τα επόμενα δύο έτη.

Στο μέτωπο του δημοσιονομικού προσανατολισμού, σύμφωνα με την Εθνική Μεσοπρόθεσμη Δημοσιονομική Στρατηγική 2025-2028, η Ελλάδα στοχεύει να διατηρήσει ένα πρωτογενές ισοζύγιο της τάξης του 2-2,5% του ΑΕΠ τα επόμενα χρόνια, στοχεύοντας στην εξυγίανση του γενικού δημοσιονομικού ελλείμματος από 1% του ΑΕΠ το 2024 σε 0,6% του ΑΕΠ το 2025. Οι προβλέψεις που υποθέτουν τα σχέδια του προϋπολογισμού φαίνονται πιο ρεαλιστικές, σε σύγκριση με την ανάπτυξη που χρησιμοποιούνται στα σχέδια του προϋπολογισμού άλλων χωρών της ΕΕ. Η κυβέρνηση υποθέτει αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,2 2,3% το 2025-26Ε, η οποία είναι συνεπής με τις υποθέσεις μας, αναφέρει η Wood.

Πληθωρισμός και εκτιμήσεις για τη νομισματική πολιτική

“Ο γενικός πληθωρισμός διαμορφώθηκε στο 2,4% σε ετήσια βάση τον Οκτώβριο, μετριασμένος από μια σύντομη επιτάχυνση στο 3% κατά τη διάρκεια του καλοκαίρι και, κατά την άποψή μας, θα κυμανθεί γύρω στο 2-2,5% τους επόμενους μήνες. Αν και το μετρούμενο ποσοστό πληθωρισμού δεν είναι υψηλό, είναι αρκετό για να τροφοδοτήσει τη δυσαρέσκεια των ψηφοφόρων και είναι ένας από τους λόγους για την πρόσφατη εθνική απεργία των εργαζομένων του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, η οποία πραγματοποιήθηκε τον Νοέμβριο του 2024”, εξηγεί ο οίκος.

“Από την άποψη της νομισματικής πολιτικής, η Ελλάδα είναι καλύτερα θωρακισμένη απέναντι στην επιδείνωση των εμπορικών εντάσεων σε παγκόσμιο επίπεδο από ότι οι περισσότερες άλλες χώρες της ΕΕ. Ως αποτέλεσμα, το προφίλ του πληθωρισμού είναι ελαφρώς υψηλότερο από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, αλλά όχι αρκετά σημαντικό ώστε να επηρεάσει τις προοπτικές πολιτικής της ΕΚΤ. Αναμένουμε ότι το επιτόκιο καταθέσεων της ΕΚΤ θα μειωθεί απότομα το επόμενο έτος και τονίζουμε ότι είναι πιθανό, αλλά όχι το πιο πιθανό σενάριο ακόμη, ότι το επιτόκιο καταθέσεων θα μειωθεί έως και 1% τους επόμενους 18 μήνες”, καταλήγει η Wood.