Σημαντικά είναι τα ευρήματα για το πιο «καυτό» θέμα που απασχολεί εδώ και μήνες τόσο τους καταναλωτές όσο και το πολιτικό σκηνικό της χώρας και δεν είναι άλλο από τον πληθωρισμό στα τρόφιμα.

Το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή σε νέα έκθεσή του πραγματοποίησε μια μεγάλη έρευνα για το αν μπορεί, τελικά, να υπάρξει μείωση του ΦΠΑ στα τρόφιμα, όπως ζητούν τα κόμματα της αντιπολίτευσης, κάτι που απορρίπτει συνεχώς η κυβέρνηση.

Για πρώτη φορά μετά τον Οκτώβριο του 2023 ο πληθωρισμός στα τρόφιμα μειώθηκε τον περασμένο Μάιο στο 2,3% και πλέον, βρίσκεται κάτω από τον αντίστοιχο μέσο όρο της Ευρωζώνης (2,6%).

Μόλις το 6% της μείωσης στον τελικό καταναλωτή

Το Γραφείο προχώρησε σε ενδελεχή ανάλυση πλήθους προϊόντων σε 27 κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναφορικά με τις επιπτώσεις που αποφέρουν μεταβολές (αυξομειώσεις) του ΦΠΑ στις τελικές τιμές καταναλωτή, προκύπτουν τρία ενδιαφέροντα ευρήματα.

– Πρώτον, ένα μικρό μόνο μέρος των μειώσεων του ΦΠΑ, περίπου 6%, διαχέεται στις τελικές τιμές και μόνο βραχυχρόνια. Αντιθέτως οι αυξήσεις ΦΠΑ διαχέονται στις τελικές τιμές κατά 34% περίπου. Επιπλέον, η επαναφορά των συντελεστών ΦΠΑ οδηγεί σε δυσανάλογες αυξήσεις τιμών γεγονός που αποβαίνει σε βάρος του καταναλωτή.

– Δεύτερον, μετά από ένα χρονικό διάστημα 10 μηνών που ακολουθεί τη μείωση του ΦΠΑ, οι τιμές καταναλωτή επανέρχονται στα επίπεδα που βρίσκονταν πριν τη μείωση του.

– Τρίτον, οι μειώσεις του ΦΠΑ φαίνεται να οδηγούν σε αύξηση των περιθωρίων κέρδους των επιχειρήσεων σε βάρος των καταναλωτών.

Το παράδειγμα της Ισπανίας

Τα πρώτα ευρήματα μελέτης που εστιάζει στο παράδειγμα της Ισπανίας, δείχνουν ότι η σχεδόν πλήρης διάχυση της μείωσης ΦΠΑ κατά τους πρώτους μήνες υποχωρεί σημαντικά εντός τριμήνου.

Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω αλλά και τις συνθήκες ανταγωνισμού στην Ελληνική αγορά, σε σχέση με την Ισπανική, το Γραφείο εκτιμά ότι η όποια επίπτωση στις τελικές τιμές καταναλωτή από μείωση του ΦΠΑ στην Ελλάδα, εάν υπάρχει, αναμένεται να είναι μικρότερη ή πολύ μικρότερη καθώς και πιο βραχύβια από αυτή στην Ισπανία.

Συνυπολογίζοντας το δημοσιονομικό κόστος, το Γραφείο εκτιμά ότι οι όποιες προτεινόμενες μειώσεις του ΦΠΑ δεν αποτελούν κατάλληλο εργαλείο για την λύση του δομικού προβλήματος της «ακρίβειας».

Αντίθετα, το Γραφείο θεωρεί ως απαραίτητα μέτρα την ενίσχυση του ανταγωνισμού με την άρση γραφειοκρατικών και άλλων εμποδίων για είσοδο νέων επιχειρήσεων, όπως και την ενδυνάμωση και εκπαίδευση των καταναλωτών με πληροφορίες μέσω ψηφιακών εργαλείων για τη σύγκριση τιμών και χαρακτηριστικών προϊόντων ώστε να διαθέτουν ικανή πληροφόρηση για να λαμβάνουν ορθολογικές αποφάσεις στις αγορές τους.

Οι επιπτώσεις σε κέρδη και κόστος εργασίας

Το Γραφείο προχώρησε σε ανάλυση του πληθωρισμού του ΑΕΠ στις βασικές συνιστώσες του, για την εξαγωγή συμπεράσματος σχετικά με τη συνεισφορά του κόστους εργασίας και των κερδών των επιχειρήσεων στην εξέλιξή του ιδιαίτερα από την περίοδο της πανδημίας και του πολέμου στην Ουκρανία που επέτεινε τις πληθωριστικές πιέσεις. Η ανάλυση δείχνει ότι τα κέρδη είχαν υπερδιπλάσια συνεισφορά στην σωρευτική αύξηση του αποπληθωριστή ΑΕΠ μέχρι το 2024 σε σχέση με το μισθολογικό κόστος.

Η δυναμική των κερδών όμως έχει υποχωρήσει σημαντικά από το πρώτο τρίμηνο του 2023 έως το πρώτο τρίμηνο του 2024, και κατά αυτό το διάστημα το μερίδιο του μισθολογικού κόστους στον πληθωρισμό ΑΕΠ υπερέχει κατά το διπλάσιο περίπου του μεριδίου των κερδών. Η ανάλυση αυτή παρέχει ισχυρές ενδείξεις ότι οι επιχειρήσεις είτε για λόγους μειωμένου ανταγωνισμού, είτε λόγω αυξημένης ζήτησης που προήλθε από το αυξημένο απόθεμα αποταμίευσης των νοικοκυριών και τον τουρισμό κατάφεραν να περάσουν τις αυξήσεις του εισαγόμενου κόστους στις τιμές και να ενισχύσουν σημαντικά τα κέρδη τους κυρίως κατά την έντονη φάση των πληθωριστικών πιέσεων.

Στο 2,5% η ανάπτυξη φέτος

Η επικαιροποιημένη εκτίμηση του Γραφείου για τον ετήσιο ρυθμό μεγέθυνσης της οικονομίας για το 2024 είναι 2,5%. Η εκτίμηση του Γραφείου είναι συμβατή με άλλες επικαιροποιημένες προβλέψεις που έχουν δημοσιευθεί πρόσφατα από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την Τράπεζα της Ελλάδος που τοποθετούν τον ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας για το 2024 μεταξύ 2,0% και 2,5%.

Το επίσημο δημοσιονομικό αποτέλεσμα της Γενικής Κυβέρνησης για το 2023, διαμορφώθηκε σε έλλειμμα ύψους 1,6% του ΑΕΠ. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμά, για το 2024, έλλειμμα Γενικής Κυβέρνησης 1,2%.

Παρόλο που η θετική επίδραση του υψηλού πληθωρισμού στα δημόσια έσοδα αναμένεται να εκλείψει, το Γραφείο θεωρεί ότι ο στόχος για πρωτογενές αποτέλεσμα 2024 ύψους 2,1% του ΑΕΠ είναι εφικτός υπό την προϋπόθεση της αποφυγής έκτακτων δημοσιονομικών παρεμβάσεων και της απαρέγκλιτης τήρησης των στόχων του προϋπολογισμού.

Επενδυτικό κενό 8% του ΑΕΠ

Η Ελλάδα πρέπει να καλύψει το μεγάλο επενδυτικό κενό, για το 2023 περίπου 8% του ΑΕΠ σε σχέση με τον μέσο όρο Ευρωζώνης, απότοκο της βαθιάς οικονομικής κρίσης. Οι αναταράξεις των τελευταίων ετών, η αυξημένη αβεβαιότητα και η έλλειψη χρηματοδότησης, καθυστερούν την συστηματική έκρηξη επενδύσεων.

Είναι επομένως εξαιρετικά κρίσιμο, όπως τονίσαμε και στην προηγούμενη τριμηνιαία έκθεση, να επιταχυνθεί η διάχυση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας ώστε να καλυφθεί ένα σημαντικό μέρος του επενδυτικού κενού της χώρας.

Παράλληλα, με αιχμή του δόρατος το νέο Εθνικό Επενδυτικό Ταμείο πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στην χρηματοδότηση επενδύσεων υψηλής τεχνολογίας και προστιθέμενης αξίας. Με την επιτυχή ολοκλήρωση των επενδύσεων και μεταρρυθμίσεων μέχρι το 2026 θα μπορούμε να μιλάμε με μεγαλύτερη ασφάλεια για την μεταστροφή της ελληνικής οικονομίας προς ένα παραγωγικό μοντέλο υψηλότερης προστιθέμενης αξίας που σταδιακά απομακρύνεται από την ιδιωτική κατανάλωση και κατευθύνεται στις επενδύσεις και τις εξαγωγές.

Νέα αβεβαιότητα οι εξελίξεις στη Γαλλία

Ωστόσο, το ευμετάβλητο εξωτερικό περιβάλλον, και ιδιαίτερα οι πρόσφατες πολιτικές εξελίξεις στη Γαλλία, αυξάνουν τις αβεβαιότητες για την ελληνική οικονομία.

Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στη νέα έκθεση, οι πρόσφατες πολιτικές αναταράξεις -ιδιαίτερα η προκήρυξη εκλογών στη Γαλλία- προκάλεσαν κλυδωνισμούς στην αγορά κρατικών ομολόγων ιδίως της χώρας αυτής, οι οποίοι ενδέχεται να διαχυθούν και να οδηγήσουν βραχυχρόνια σε αύξηση του κόστους δανεισμού των κρατών μελών της Ευρωζώνης αυξάνοντας την πίεση στα δημόσια οικονομικά εν όψει και της αναμενόμενης δημοσιονομικής προσαρμογής.

Επίσης, μια πιθανή πολιτική αστάθεια στη Γαλλία ενδέχεται να έχει αρνητικές επιπτώσεις στον τραπεζικό τομέα της χώρας αυτής. Καθώς ο Γαλλικός τραπεζικός τομέας είναι από τους μεγαλύτερους παγκοσμίως, μια ενδεχόμενη πολιτική αστάθεια στη Γαλλία θα μπορούσε να εξελιχθεί σε παράγοντα ευρύτερης οικονομικής αστάθειας διεθνώς.

Διαβάστε επίσης:

Ανάλυση: Γιατί επιμένει ο πληθωρισμός στα τρόφιμα στην Ελλάδα

Ευρωζώνη: Βελτιώθηκε η καταναλωτική εμπιστοσύνη τον Ιούνιο

ΕΦΕΤ- Περιφέρεια Θεσσαλίας: Πρωτόκολλο συνεργασίας για τον έλεγχο των τροφίμων