Υπερβολική αυστηρότητα ή απλώς κακό timing; Όποια και εάν είναι η αιτία, η Moodys, ο μεγαλύτερος διεθνής οίκος αξιολόγησης, διατηρώντας την Ελλάδα τρία σκαλοπάτια κάτω από την επενδυτική βαθμίδα, έχει καταφέρει να αυτο-απομονωθεί προκαλώντας μεγάλες απορίες για την ακατανόητα σκληρή του στάση.

Μετά την τελευταία αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας από τη Fitch, στις 27 Ιανουαρίου, τρεις στους τέσσερις επιλέξιμους από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα οίκους –S&PFitchDBRS– τοποθετούν τη χώρα ένα μόλις σκαλοπάτι πριν την επενδυτική βαθμίδα. Μάλιστα, στις 10 Μαρτίου επίκειται νέα αξιολόγηση από την DBRS η οποία διατηρεί την αξιολόγηση ένα μόλις σκαλοπάτι πριν την επενδυτική βαθμίδα με σταθερή προοπτική. Εάν η DBRS δεν δώσει την επενδυτική βαθμίδα, που είναι δύσκολο σενάριο εν μέσω προεκλογικής περιόδου, θα μπορούσε να αναβαθμίσει τις προοπτικές σε θετικές φέρνοντας πια την Ελλάδα στην κυριολεξία μια ανάσα από την επενδυτική βαθμίδα. Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα έχει πραγματικά μεγάλο ενδιαφέρον το τι θα πράξει η Moodys λίγες μέρες μετά, στις 17 Μαρτίου που έχει την επόμενη προγραμματισμένη της αξιολόγηση για την ελληνική οικονομία.

1

Απορούν για την άκαμπτη Moodys 

Αυτό που προφανώς βλέπουν η Standard Poors, η Fitch και η DBRS, δεν μπορεί ή δεν θέλει να δει η Moodys αγκυροβολώντας την αξιολόγησή της στα τρία σκαλοπάτια κάτω από την επενδυτική βαθμίδα.

Η στάση αυτή προκαλεί προβληματισμό στην κυβέρνηση και απορία στο οικονομικό επιτελείο που προφανώς θορυβείται από την άκαμπτη προσέγγιση του οίκου, ειδικά αφού η ελληνική οικονομία έχει καταφέρει να αποσπάσει 12 αναβαθμίσεις μέσα σε 3,5 μόλις χρόνια, και μάλιστα παρά τις διαδοχικές εξωγενείς κρίσεις. Όπως εκτιμούν παράγοντες στην αγορά η άκαμπτη στάση της Moodys ίσως τελικά να συνδέεται απλώς με ένα κακό timing στις αξιολογήσεις που σε συνδυασμό  με έναν μεγαλύτερο βαθμό αυστηρότητας εν μέσω διαδοχικών, διεθνών, κρίσεων την «εγκλώβισε» σε αυτή την κατάσταση.

Καταλήγοντας δηλαδή να είναι  σήμερα ο μόνος από τους τέσσερις επιλέξιμους από την ΕΚΤ οίκους που βαθμολογεί τόσο αυστηρά την Ελλάδα, την οποία ακόμη και οι μεγαλύτεροι πιστωτές της, οι Ευρωπαίοι, εμπιστεύθηκαν αίροντας το αυστηρό καθεστώς εποπτείας. Ίσως, εκτιμούν οι ίδιες πηγές, αυτό να οφείλεται στο ότι πέρσι εν μέσω πληθωριστικής κρίσης, έναρξης ανοδικού κύκλου στα επιτόκια και αυξημένων φόβων για την ένταση και το βάθος πιθανής ύφεσης στης ευρωζώνη η Moodys να εξάντλησε την αυστηρότητα της, υπερτιμώντας ενδεχομένως τον κίνδυνο με αποτέλεσμα να χάσει το timing για μια θετική κίνηση.

Σύμφωνα με τα ίδια στελέχη εάν η αγορά πραγματικά ανησυχούσε πως η στάση της Moodys αντικατοπτρίζει κάτι ουσιαστικό ως προς τα θεμελιώδη μεγέθη της χώρας και έναν ρεαλιστικό κίνδυνο επιδείνωσης, αυτό δεν θα ήταν εφικτό να αγνοηθεί από τους άλλους  τρεις οίκους. Εάν εντόπιζαν πραγματικούς κινδύνους και οι άλλοι τρεις οίκοι ως παίκτες παγκοσμίου βεληνεκούς, δεν θα είχαν κανένα λόγο να παίξουν την αξιοπιστία τους κορώνα – γράμματα ειδικά για την περίπτωση της Ελλάδας που είναι το μοναδικό ευρωπαϊκό κράτος το οποίο κούρεψε ιδιώτες ομολογιούχους μέσω του PSI.

Στο ερώτημα ωστόσο κατά πόσο η στάση της Moodys επηρεάζει εν τέλει  το χρόνο ανάκτησης της επενδυτικής βαθμίδας τα ίδια στελέχη επισημαίνοντας βέβαια πως οι κινήσεις του κάθε οίκου είναι ανεξάρτητες, εκτιμούν πως ως μέλη όμως μιας συγκεκριμένης «βιομηχανίας» οφείλουν να μελετούν τον «ανταγωνισμό». Υπό αυτό το πρίσμα, το να έχει «αγκυροβολήσει» η Moodys στα τρία σκαλοπάτια δημιουργεί ένα πιο συντηρητικό κλίμα που ίσως φρενάρει την ορμή των άλλων οίκων στο να κάνουν, γρηγορότερα, το μεγάλο βήμα και να χορηγήσουν την επενδυτική βαθμίδα. 

Οπότε το τι θα πράξει η «σκληρή» Moodys στις 17 Μαρτίου θα έχει αξία καθώς θα μπορούσε να ενισχύσει το θετικό κλίμα θωρακίζοντας το επικρατές σενάριο που θέλει ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας έως το φθινόπωρο του 2023. Στις 3 Μαρτίου αναμένεται και η αξιολόγηση από τον γερμανικό οίκο Scope Ratings στις 3 Μαρτίου, που δεν είναι ακόμη επιλέξιμος από την ΕΚΤ.

Διαβάστε επίσης

Scope Ratings: Πρωτογενή πλεονάσματα και μετά τις εκλογές για να κερδίσει η χώρα την επενδυτική βαθμίδα

Τζέιμι Ντάιμον (JPMorgan): Σέβομαι τον Πάουελ αλλά έχασε λίγο τον έλεγχο του πληθωρισμού

Ένα βήμα πιο κοντά στην αναβάθμιση λόγω υψηλότερης ανάπτυξης και δημοσιονομικής υπεραπόδοσης