Το μονόδρομο της δημοσιονομικής πειθαρχίας, των ουσιαστικών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και της αξιοποίησης κάθε διαθέσιμου ευρώ από τα αναπτυξιακά προγράμματα προκειμένου να ενισχυθεί η ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας σε περιβάλλον ισχυρών και εντεινόμενων αβεβαιοτήτων περιγράφει στην ετήσια έκθεση του Διοικητή η Τράπεζα της Ελλάδος.

Η δημοσιοποίηση της έκθεσης έρχεται σε μια κρίσιμη στιγμή με τη διεθνή οικονομία να βρίσκεται εν μέσω της καταιγίδας των εμπορικού πολέμου που έχει πυροδοτήσει ο Τραμπ, θέτοντας το διεθνές χρηματοοικονομικό σύστημα σε ένα σπιράλ τρόμου αλλά και θέτοντας την ευρωπαϊκή ηγεσία ενώπιον των διαχρονικών της ευθυνών για ουσιαστική ενοποίηση και ισχυροποίηση της ανταγωνιστικότητας της. Δεν είναι τυχαίο ότι τις τελευταίες μέρες και εν μέσω της πρωτοφανούς διεθνούς κρίσης ο Διοικητής της ΤτΕ έχει πυκνώσει τις παρεμβάσεις του υπέρ ενός awakening στην Ευρώπη που καλείται να αντιδράσει με την εμπειρία της Γηραιάς Ηπείρου αλλά με Νέα αντανακλαστικά απέναντι σε συσσωρευμένες και πρωτοφανείς προκλήσεις.

1

Το awakening όμως είναι μονόδρομος και για την εγχώρια οικονομία, η οποία πρέπει στο παράθυρο ευκαιρίας που της εξασφαλίζει η δημοσιονομική και η αναπτυξιακή υπεραπόδοση να θωρακιστεί έναντι μελλοντικών κινδύνων. «Η συνέργεια μεταρρυθμίσεων και ισχυρών θεσμών αποτελεί τη βάση για την ενίσχυση της ανθεκτικότητας της οικονομίας και την επίτευξη διατηρήσιμης ανάπτυξης σε ένα αβέβαιο διεθνές περιβάλλον» προειδοποιεί μεταξύ άλλων η ΤτΕ περιγράφοντας τη μακρά λίστα κινδύνων με τις οποίες βρίσκεται αντιμέτωπη και η ελληνική οικονομία.

Σύμφωνα με την Τράπεζα, για την πορεία των βασικών μεγεθών:

– Το ελληνικό ΑΕΠ προβλέπεται να αυξηθεί με ρυθμό 2,3% το 2025, με οδηγούς και φέτος την ιδιωτική κατανάλωση και τις επενδύσεις. Οι επενδύσεις (+6%) θα συνεχίσουν να αυξάνονται με σχετικά υψηλούς ρυθμούς, με τη στήριξη των ευρωπαϊκών πόρων. Οι πόροι αυτοί, σε συνδυασμό με την υψηλή ρευστότητα του τραπεζικού τομέα και τις συνεχείς αναβαθμίσεις της ελληνικής οικονομίας, θα προσελκύσουν νέα ιδιωτικά κεφάλαια. Οι εξαγωγές (+3,8%) θα συνεχίσουν να αυξάνονται, επηρεαζόμενες από τη θετική μεταβολή της εξωτερικής ζήτησης και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών εξαγωγών. Παρ’ όλα αυτά, η συμβολή του εξωτερικού τομέα στο ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας θα είναι ουσιαστικά ουδέτερη, καθώς η έντονη επενδυτική δραστηριότητα και η ισχυρή κατανάλωση θα αυξήσουν σημαντικά τις εισαγωγές (+3,5%). Οι προοπτικές για τον ελληνικό τουρισμό διαφαίνονται θετικές και για το 2025. Οι πρόδρομοι δείκτες τουριστικής δραστηριότητας, όπως ο προγραμματισμός αεροπορικών θέσεων, οι διεθνείς τουριστικές αφίξεις και οι επενδύσεις στον τουριστικό κλάδο, παρέχουν ενθαρρυντικές ενδείξεις για τη ζήτηση, επιβεβαιώνοντας το θετικό κλίμα.

Ευνοϊκές παραμένουν και οι προοπτικές της αγοράς εργασίας για το 2025 παραμένουν ευνοϊκές, με ενίσχυση της απασχόλησης και περαιτέρω αποκλιμάκωση της ανεργίας. Η αύξηση της απασχόλησης (+1,3%) και η υποχώρηση του ποσοστού ανεργίας (σε 9,9%) συνδέονται με τη διατήρηση της αναπτυξιακής δυναμικής της οικονομίας, η οποία υποστηρίζει τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.

Η περαιτέρω αποκλιμάκωση του πληθωρισμού το 2025 αναμένεται να είναι περιορισμένη, ενώ ο πυρήνας του πληθωρισμού εκτιμάται ότι θα παραμείνει αμετάβλητος. Συγκεκριμένα, ο γενικός πληθωρισμός βάσει του ΕνΔΤΚ προβλέπεται να επιβραδυνθεί οριακά στο 2,9%, ενώ ο δομικός πληθωρισμός εκτιμάται ότι θα διατηρηθεί στο 3,6%.

Η διατήρηση της αναπτυξιακής δυναμικής της οικονομίας αναμένεται να επηρεάσει (οριακά) θετικά την παραγωγικότητα της εργασίας, ενώ οι ηπιότερες μισθολογικές αυξήσεις θα ευνοήσουν την ανταγωνιστικότητα. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, το 2025 προβλέπεται αύξηση των συνολικών αμοιβών κατά 5,6% (2024: 7,4%), των μέσων αποδοχών κατά 4,5% (2024: 6%) και του μοναδιαίου κόστους εργασίας κατά 3,4% (2024: 4,9%).

Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών (ΙΤΣ) αναμένεται να μειωθεί σε 5,7% του ΑΕΠ το 2025 (από 6,4% του ΑΕΠ το 2024).

Οι προοπτικές για την αγορά ακινήτων το 2025 παραμένουν θετικές. Η περιορισμένη προσφορά και η υψηλή ζήτηση για κατοικίες, ιδίως επενδυτικής χρήσης, αναμένεται να συντηρήσουν την ανοδική τάση των τιμών, με ηπιότερους ωστόσο ρυθμούς σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο.

Τα δημοσιονομικά μεγέθη εκτιμάται ότι θα διατηρηθούν σε υγιή επίπεδα και το 2025. Το πρωτογενές πλεόνασμα προβλέπεται να διαμορφωθεί σε 2,6% του ΑΕΠ και το δημοσιονομικό έλλειμμα σε 0,4% του ΑΕΠ, πολύ κάτω από το όριο του 3% που θέτει το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης.

Η πτωτική πορεία του δημόσιου χρέους προβλέπεται να συνεχιστεί, αν και με πιο ήπιο ρυθμό. Ο λόγος χρέους/ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα μειωθεί περαιτέρω στο 144,4% του ΑΕΠ το 2025, υποστηριζόμενος από τη συνεχιζόμενη βελτίωση της οικονομικής δραστηριότητας, η οποία θα διατηρήσει την έντονα μειωτική επίδραση του ονομαστικού ΑΕΠ. Ωστόσο, ο ρυθμός αποκλιμάκωσης του δημόσιου χρέους θα είναι ηπιότερος (9,4 ποσ. μον. του ΑΕΠ) σε σχέση με τα προηγούμενα έτη, λόγω της αναμενόμενης μείωσης του πρωτογενούς πλεονάσματος και της μικρότερης χρήσης ταμειακών διαθεσίμων, που αντισταθμίζουν τη μικρή επιτάχυνση του αποπληθωριστή του ΑΕΠ. Σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, υπό την προϋπόθεση της επίτευξης των δημοσιονομικών στόχων και της αποτελεσματικής αξιοποίησης των ευρωπαϊκών πόρων, το δημόσιο χρέος θα ακολουθήσει σταθερή καθοδική πορεία, σημειώνοντας σωρευτική μείωση κατά 12,1 ποσ. μον. του ΑΕΠ την περίοδο 2026-2027. Οι προβλέψεις αυτές ικανοποιούν με ασφαλή περιθώρια τα κριτήρια βιωσιμότητας του νέου δημοσιονομικού πλαισίου, υπερβαίνοντας σημαντικά την ελάχιστη απαιτούμενη μέση ετήσια μείωση (1 ποσ. μον.) για τις χώρες με χρέος άνω του 90% του ΑΕΠ.

Μεγάλοι οι κίνδυνοι – Στοίχημα η ανθεκτικότητα για να πετύχουμε τη σύγκλιση

Σύμφωνα με την ΤτΕ, οι κίνδυνοι για την παγκόσμια οικονομία το 2025 παραμένουν σοβαροί. Οι συνεχιζόμενες γεωπολιτικές εντάσεις, οι στρατιωτικές συγκρούσεις, ο γεωοικονομικός κατακερματισμός, καθώς και η άνοδος του εμπορικού προστατευτισμού, με αιχμή τις νέες δασμολογικές πολιτικές των ΗΠΑ και τα αντίμετρα από βασικούς εμπορικούς εταίρους τους, εντείνουν την αβεβαιότητα και απειλούν την ανθεκτικότητα των οικονομιών, περιορίζοντας το διεθνές εμπόριο και τις επενδύσεις, ενώ ενισχύουν τον κίνδυνο αναζωπύρωσης των πληθωριστικών πιέσεων και επιβράδυνσης της παγκόσμιας ανάπτυξης.

Όσον αφορά την ελληνική οικονομία, η διατήρηση ισχυρού ρυθμού ανάπτυξης και η επιτάχυνση της πραγματικής σύγκλισης προς το μέσο όρο της ΕΕ αποτελεί τη σημαντικότερη πρόκληση. Οι κίνδυνοι που επηρεάζουν την πρόβλεψη για την αύξηση του ΑΕΠ είναι κυρίως καθοδικοί και αφορούν:

1. Αβεβαιότητα στο διεθνές εμπόριο λόγω της υιοθέτησης πολιτικών προστατευτισμού,

2. Επιδείνωση των γεωπολιτικών εντάσεων και τις συνέπειές τους στην παγκόσμια και ευρωπαϊκή οικονομία,

3. Χαμηλότερο του αναμενομένου ρυθμό απορρόφησης και αξιοποίησης των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης

4. Αυξανόμενη συχνότητα και ένταση των φυσικών καταστροφών λόγω της κλιματικής κρίσης,

5. Εντεινόμενη στενότητα στην αγορά εργασίας και υψηλότερες μισθολογικές πιέσεις. Οι προκλήσεις στην αγορά εργασίας παραμένουν. Η μείωση του ποσοστού ανεργίας περιορίζει τη διαθεσιμότητα προσωπικού, με αποτέλεσμα να αυξάνεται η στενότητα στην αγορά εργασίας. Ιδιαίτερα σε αρκετούς σημαντικούς οικονομικούς κλάδους, όπως ο τουρισμός, η μεταποίηση, οι κατασκευές και ο πρωτογενής τομέας, οι επιχειρήσεις δυσκολεύονται να προσλάβουν εργαζομένους με τις επιθυμητές δεξιότητες, γεγονός που εντείνει τις ανοδικές πιέσεις στους μισθούς. Επιπλέον, παρά την αισθητή μείωση της ανεργίας τα τελευταία έτη, αρκετές στρεβλώσεις συνεχίζουν να υφίστανται, καθώς τα ποσοστά ανεργίας των γυναικών, των νέων και των μακροχρόνια ανέργων παραμένουν σημαντικά υψηλότερα του μέσου όρου της ΕΕ.

Εντωμεταξύ,

Η βελτίωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών υπόκειται σε σημαντικές αβεβαιότητες και κινδύνους. Ο σημαντικότερος κίνδυνος αφορά την πιθανή επιβράδυνση της παγκόσμιας ζήτησης και την επιβολή δασμών από τις ΗΠΑ, που ενδέχεται να περιορίσουν την αναμενόμενη άνοδο των εξαγωγών το 2025. Πρόσθετοι κίνδυνοι συνδέονται με δυσμενείς γεωπολιτικές εξελίξεις, την ενδεχόμενη άνοδο των τιμών των καυσίμων και την επανεμφάνιση πληθωριστικών πιέσεων. Παράλληλα, οι τουριστικές αφίξεις και εισπράξεις ενδέχεται να επηρεαστούν αρνητικά από παράγοντες όπως: Πολιτική αστάθεια σε μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες που αποτελούν κύριες χώρες προέλευσης τουριστών, αύξηση του κόστους μεταφορών και η πρόσφατη σεισμική δραστηριότητα στο Νότιο Αιγαίο.

Σύμφωνα με την ΤτΕ η επιβολή δασμών από τις ΗΠΑ στις εισαγωγές προϊόντων από την ΕΕ αναμένεται να έχει περιορισμένο άμεσο αντίκτυπο στην ελληνική οικονομία. Παράλληλα, στη ναυτιλία, οι επιπτώσεις αναμένεται να είναι περιορισμένες για τους βασικούς κλάδους, με εξαίρεση τη μεταφορά εμπορευματοκιβωτίων, όπου εκτιμάται ότι θα είναι μεγαλύτερες. Παρ’ όλα αυτά, η επιβολή δασμών από τις ΗΠΑ στην ΕΕ αναμένεται να έχει έμμεσο αντίκτυπο στην ελληνική οικονομία, μέσω της επιβράδυνσης της ανάπτυξης της ευρωζώνης και της αύξησης της αβεβαιότητας, επηρεάζοντας αρνητικά τις εξαγωγές και το επενδυτικό κλίμα.

– Η ελληνική αγορά ακινήτων αντιμετωπίζει επισφάλειες, που ενδέχεται να περιορίσουν τη δυναμική της το 2025, παρά τις θετικές προσδοκίες. Οι συνθήκες γεωπολιτικής αβεβαιότητας, οι παγκόσμιες οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις και το υψηλό κόστος κατασκευής επιβαρύνουν το επενδυτικό κλίμα. Επίσης, οι αναμενόμενες μεταβολές στο νομοθετικό πλαίσιο για την κατασκευή και ανάπτυξη νέων ακινήτων δημιουργούν επιπρόσθετους κινδύνους για την αγορά, ιδίως στον τομέα των επαγγελματικών χρήσεων.

Ο μεσοπρόθεσμος σχεδιασμός της δημοσιονομικής πολιτικής πρέπει να ενσωματώνει την αξιολόγηση κινδύνων, ώστε να διασφαλίζεται η ανθεκτικότητα της οικονομίας σε περιόδους κρίσης. Η διαμόρφωση ικανοποιητικών αποθεμάτων διαχρονικά αποτελεί βασικό στοιχείο μιας στρατηγικής διαχείρισης κινδύνων, επιτρέποντας τη στήριξη της οικονομίας σε περιόδους κρίσης. Ένα τέτοιο πλαίσιο δημοσιονομικής πολιτικής θα πρέπει: (α) να ενθαρρύνει τη συσσώρευση αποθεμάτων, ακόμη και όταν η βιωσιμότητα του χρέους δεν απειλείται άμεσα, και (β) να θέτει πιο φιλόδοξους στόχους δημοσιονομικής προσαρμογής, διασφαλίζοντας παράλληλα ότι η πολιτική δεν θα είναι προκυκλική, ώστε να μην επιβαρύνει την οικονομική δραστηριότητα. Οι κίνδυνοι για τη βιωσιμότητα του ελληνικού δημόσιου χρέους παραμένουν περιορισμένοι μεσοπρόθεσμα, καθώς το χρέος εμφανίζει σημαντική ανθεκτικότητα ακόμη και σε δυσμενή σενάρια. Προϋποθέσεις όμως για τη διατήρηση της βιωσιμότητας του χρέους είναι η συνεχής προσήλωση στην επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων και η αποτελεσματική αξιοποίηση των διαθέσιμων ευρωπαϊκών πόρων.

Ωστόσο, μακροπρόθεσμα υπάρχει αυξημένη αβεβαιότητα και απαιτείται δημοσιονομική σύνεση και υπευθυνότητα εν όψει των εντεινόμενων δημοσιονομικών προκλήσεων. Για να διατηρηθεί η πτωτική πορεία του χρέους, απαιτείται συνετή δημοσιονομική διαχείριση. Εξάλλου, θα πρέπει να τονιστεί ότι τα υφιστάμενα ευνοϊκά χαρακτηριστικά του συσσωρευμένου χρέους δεν είναι μόνιμα. Η σταδιακή αναχρηματοδότηση των δανειακών υποχρεώσεων της χώρας προς τον επίσημο τομέα με όρους αγοράς θα αυξήσει την έκθεση του Ελληνικού Δημοσίου στον επιτοκιακό κίνδυνο, στον κίνδυνο αγοράς και στον κίνδυνο αναχρηματοδότησης, περιορίζοντας τα περιθώρια δημοσιονομικής χαλάρωσης.

Συνεπώς, η επόμενη περίοδος αποτελεί κρίσιμο παράθυρο ευκαιρίας για την ταχεία αποκλιμάκωση του δημόσιου χρέους. Κεντρικές προϋποθέσεις για την αξιοποίησή του είναι η διαφύλαξη της δημοσιονομικής αξιοπιστίας και η αποτελεσματική χρήση των ευρωπαϊκών πόρων. Η επίτευξη αυτών των στόχων όχι μόνο θα διασφαλίσει τη διατήρηση της επενδυτικής βαθμίδας, αλλά και θα συμβάλει στη σταδιακή περαιτέρω βελτίωση της πιστοληπτικής διαβάθμισης της χώρας. Σε ένα διεθνές περιβάλλον όπου σωρεύονται νέες αβεβαιότητες, η συνέχιση της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας αποτελεί τον ισχυρότερο καταλύτη για τη διατήρηση της οικονομικής σταθερότητας και την περαιτέρω ενίσχυση της ανθεκτικότητας της ελληνικής οικονομίας.

Διαβάστε επίσης

ΕΤΕπ: Πόλεις σε όλη την Ευρώπη σχεδιάζουν την ενίσχυση της δράσης για το κλίμα και των κοινωνικών υποδομών

Δεύτερη ευκαιρία ρύθμισης οφειλών σε εφορία και ασφαλιστικά ταμεία – Πώς θα ενταχθούν ξανά όσοι έχασαν τον εξωδικαστικό

Σπίτι μου ΙΙ: Δάνεια αξίας 520 εκατ. ευρώ έχουν υπαχθεί μέχρι τώρα στο πρόγραμμα, σύμφωνα με το ΥΠΟΙΚ