Σχεδόν 30 χρόνια προσαρμογής, από το 2010 μέχρι το 2038, θα απαιτηθεί για να οριοθετηθεί το ελληνικό χρέος στη ζώνη του 100% του ΑΕΠ, παραμένοντας και τότε σε σημαντική απόσταση από τον ιδανικό – και προς ώρας άπιαστο – στόχο του 60%. Η διατήρηση του χρέους σε σταθερά πτωτική τροχιά με την παραγωγή επαρκών ρυθμών ανάπτυξης αλλά και πρωτογενών πλεονασμάτων είναι και θα είναι το μεγάλο στοίχημα της χώρας για τις επόμενες δεκαετίες καθώς η διαπίστωση της σταθερά πτωτικής τροχιάς θα αποτελεί «εγγύηση» προς τις αγορές προκειμένου αυτές να χρηματοδοτούν την οικονομία και τις επιχειρήσεις με ευνοϊκούς όρους.

Σύμφωνα με τις προβλέψεις του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου της περιόδου 2025 – 2028 το χρέος θα κινείται σταθερά πτωτικά, εντός των ορίων που θέτει το νέο πλαίσιο δημοσιονομικών κανόνων ακόμη και στα δυσμενή σενάρια, στην περίπτωση δηλαδή που θα έχουμε χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα ή/και δυσμενέστερη εξέλιξη ως προς την ανάπτυξη και την εξέλιξη των επιτοκίων σε σχέση με τις προβλέψεις.

Μάλιστα, το 2028 αναμένεται να είναι και το πρώτο έτος που το ελληνικό χρέος θα είναι χαμηλότερο από το ιταλικό σηματοδοτώντας μια σημαντική εξέλιξη για την ελληνική οικονομία, με δεδομένα τα μεγέθη και τη δυναμική της ιταλικής οικονομίας που είναι η τρίτη μεγαλύτερη στην ευρωζώνη.

Ούτε το 2038

Ωστόσο σύμφωνα με όλα τα σενάρια και τις προβλέψεις ο λόγος του χρέους προς ΑΕΠ δεν αναμένεται να βρίσκεται κάτω από το 100% του ΑΕΠ ούτε το 2038.

Αυτό αποτυπώνει με τον πλέον ευθύ τρόπο το ιδιαίτερα δύσκολο πλαίσιο στο οποίο κινείται η ελληνική οικονομία αλλά και την επιτακτική ανάγκη για δύο σημαντικές κινήσεις που θα διασφαλίζουν πως το χρέος θα μειώνεται σταθερά με ρυθμο που θα ικανοποιεί τις αγορές:Τη διατήρηση σταθερά υψηλής ανάπτυξης με τον έγκαιρο μετασχηματισμό του παραγωγικού μοντέλου παράλληλα με την διαχείριση της φοροδιαφυγής και τη δημοσιονομική σύνεση για πολλές δεκαετίες ακόμη.

Δεν είναι τυχαίο ότι παρά τη βελτίωση που καταγράφουν οι δείκτες και το κόστος δανεισμού αλλά και την ύπαρξη ενός ιδιαίτερα ευνοϊκού προφίλ εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους βάσει των συμφωνιών που έχουν γίνει με τους εταίρους για την έξοδο της Ελλάδας από τα μνημόνια, το οικονομικό επιτελείο διαμηνύει διαρκώς πως η δημοσιονομική συνέπεια είναι μονόδρομος.

Σε αυτό το μήκος κύματος κινήθηκε και ο υπουργός Οικονομικών Κωστής Χατζηδάκης σε συνέντευξη στο Reuters στην Ουάσινγκτον όπου βρέθηκε την προηγούμενη εβδομάδα  για να συμμετάσχει στις εργασίες της Ετήσιας Συνόδου του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Παγκόσμιας Τράπεζας. Όπως μεταξύ άλλων δήλωσε «πήραμε τα διδάγματα της προηγούμενης δεκαετίας.

Η Ελλάδα ζούσε πέρα από τις δυνατότητές της. Είναι σημαντικό να διατηρηθούν πρωτογενή πλεονάσματα και ένα συνολικό έλλειμμα, μετά την εξυπηρέτηση του χρέους, κοντά στο μηδέν. Έχουμε την εποπτεία από τις αγορές και τους επενδυτές, γνωρίζουμε ότι η δημοσιονομική σύνεση είναι προϋπόθεση για να πείσουμε τους πάντες ότι είμαστε μια αξιόπιστη κυβέρνηση και μια αξιόπιστη χώρα».

Το μήνυμα πίσω από τη δήλωση του Έλληνα υπΟικ υπερβαίνει όμως τη θητεία της τρέχουσας κυβέρνησης αλλά και της επόμενης. Ακόμη και εάν οι σχεδιαζόμενες πρόωρες αποπληρωμές χρέους τα επόμενα χρόνια συμπιέσουν περαιτέρω το χρέος, η υποχρέωση διαρκούς αποκλιμάκωσης του θα υπαγορεύεται από τις αγορές που θα «μπαίνουν» ολοένα περισσότερο στο ελληνικό χρέος τα επόμενα χρόνια, αποκαθιστώντας την κανονικότητα και σε αυτό το πεδίο.

Λίγες οι επιλογές

Αυτό πρακτικά σημαίνει πως στο μέτωπο της δημοσιονομικής σύνεσης και επίτευξης συγκεκριμένων στόχων δεν υπάρχουν πολλές επιλογές. Ούτε άλλος δρόμος. Εκείνο όμως που θα κάνει τη διαφορά είναι το πώς – και ποιος – θα καταφέρει να θωρακίσει και να πετύχει το στόχο για ανάπτυξη, επαρκή για να μειώνεται το χρέος, και μετά το 2027 που πρακτικά τελειώνει ο μεγάλος όγκος της δεξαμενής του ΤΑΑ.

Είναι και σε αυτό το τερέν που καλό είναι να κριθεί το πολιτικό διακύβευμα της επόμενης εκλογικής αναμέτρησης προκειμένου η χώρα να γυρίσει στο 2010 μια ώρα αρχύτερα. Όχι ως προς τη δημοσιονομική κατάσταση που όπως εύστοχα σημείωσε ο Πρωθυπουργός προ ημερών ήταν η αφετηρία μιας μεγάλης κρίσης αλλά ως προς τις αξιολογήσεις που ακόμη απολάμβανε τότε η χώρα από τους διεθνείς οίκους, προτού καταρρεύσει σε «μια νύχτα» η αξιοπιστία της οικονομίας ως εκδότη χρέους με τις γνωστές συνέπειες. Συνέπειες τις οποίες θα υφιστάμεθα για μερικές… δεκαετίες ακόμη.

Διαβάστε επίσης:

Τι είδε η BofA στην Αθήνα: Ποιούς κινδύνους βλέπουν για τράπεζες και οικονομία
ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ: Προσωρινός ανάδοχος για έργο €169.500.000
Χατζηδάκης στο Reuters: Μείωση του χρέους με δημοσιονομική πειθαρχία και φιλοεπενδυτική πολιτική