Μια πανδημία, μια γεωπολιτική κρίση που θα μπορούσε να σημάνει την έναρξη μιας νέας προσφυγικής κρίσης και οι δύο μεγαλύτερες ευρωπαϊκές οικονομίες – Γερμανία και Γαλλία – στις κάλπες είναι το δύσκολο σκηνικό στο οποίο θα κληθεί να βαδίσει η ελληνική οικονομία τους επόμενους μήνες, με μεγάλο στοίχημα μια δυναμική ανάκαμψη που θα λειάνει τις επιπτώσεις της πανδημικής κρίσης στις ελληνικές επιχειρήσεις και στην εγχώρια αγορά εργασίας.

Στο οικονομικό επιτελείο, καθώς οι τουρίστες κάνουν αισθητή την παρουσία τους πλέον και στους δρόμους της Αθήνας θυμίζοντας προ πανδημίας καιρούς, ο χρόνος μετρά αντίστροφα για την ανακοίνωση του πακέτου της ΔΕΘ και των νέων φοροελαφρύνσεων αλλά και για το σήμα που θα δώσει η ΕΛΣΤΑΤ στις 7 Σεπτεμβρίου για την δυναμική του ελληνικού ΑΕΠ στο δεύτερο εξάμηνο του έτους.

Πρόκειται για ένα ιδιαίτερα χρήσιμο στοιχείο και για τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης που διατηρούν την Ελλάδα, ακόμη, εκτός επενδυτικής βαθμίδας αλλά παρακολουθούν τις εξελίξεις στη χώρα που προσδοκά σε θετικές εξελίξεις ως προς αυτό ίσως και εντός του 2022. Σύμφωνα με την κ. Μαρία Δεμερτζή, αναπληρώτρια διευθύντρια του παρεμβατικού Ινστιτούτου Bruegel, με έδρα τις Βρυξέλλες αυτή τη στιγμή «ο πιο σημαντικός παράγοντας ρίσκου παραμένει η ικανότητα να περιορίσουμε την πανδημία σε παγκόσμιο επίπεδο η οποία από μόνη της θα εξαρτηθεί από τον εμβολιασμό όσο το δυνατόν περισσότερων ανθρώπων (συμπεριλαμβανομένης και της τρίτης φοράς) και την επίτευξη προόδου όσον αφορά στον εμβολιασμό του υπόλοιπου κόσμου».

«Ένα πράγμα είναι σίγουρο: το 2022 δεν θα είναι η χρονιά που θα τελειώσει η πανδημία» εκτιμά η κ. Δεμερτζή που εμφανίζεται αισιόδοξη πως παρά το ότι «υπάρχει πάντα ο φόβος ότι θα δούμε πάλι  ότι θα δούμε πάλι μεταναστευτικά κύματα να έρχονται αυτή τη φορά από το Αφγανιστάν. Δεν είναι όμως πιθανό ότι θα δούμε μια επανάληψη του 2015 ή ακόμη και ότι από μόνα τους τα γεγονότα στο Αφγανιστάν θα φέρουν σε κίνδυνο την οικονομική ανάκαμψη που βρίσκεται σε εξέλιξη στην Ευρώπη».

Στο μέτωπο του ελληνικού ΑΕΠ χθες στη μηνιαία της έκθεση η Εθνική Τράπεζα εκτίμησε πως το αισιόδοξο σενάριο για ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας κατά 5,7% του ΑΕΠ εντός του 2021 επιβεβαιώνουν τα μέχρι στιγμής μακροοικονομικά μεγέθη. Η επιβεβαίωση του θετικού σεναρίου εδράζεται, σύμφωνα με την ανάλυση της τράπεζας, στα δεδομένα, τα οποία προμηνύουν ισχυρότερη ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας για την περίοδο Απριλίου – Αυγούστου και εκτιμά πως το ΑΕΠ δευτέρου τριμήνου εκτιμάται πλέον ότι θα αυξηθεί με ρυθμό άνω του 13% ετησίως (0,7% σε εποχικά διορθωμένη τριμηνιαία βάση) με σημαντική στήριξη από την ιδιωτική κατανάλωση.

Η ανάπτυξη, νούμερο ένα παράγοντας που αξιολογούν οι ξένοι οίκοι και αναλυτές, καθώς χωρίς ισχυρή ανάκαμψη δεν μπορούν να διατηρηθούν σε βιώσιμη τροχιά τα δημοσιονομικά δεδομένα, αναμένεται να βρεθεί στο επίκεντρο των εξαγγελιών του Πρωθυπουργού σε λίγες μέρες στη ΔΕΘ. Πρόκειται για ένα μεγάλο «φάκελο» με δεδομένη την ισχυρή δεξαμενή πόρων και έργων που βρίσκονται στον προθάλαμο μέσω των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης αλλά και σειράς έργων που θα χρηματοδοτηθούν εν ευθέτω χρόνω από έσοδα των νέων πράσινων ομολόγων που, θα, εκδώσει η χώρα τον επόμενο χρόνο.

Το μεγάλο στοίχημα των φοροελαφρύνσεων είναι όντως ένας μεγάλο στοίχημα που θα κριθεί στα δημοσιονομικά περιθώρια. Κάτι που με τη σειρά του δεν είναι ασύνδετο με την μεγάλη συζήτηση που θα γίνει μεταπανδημικά στην Ευρώπη για την επιστροφή στην «αγκάλη» του Συμφώνου Σταθερότητας. Πρόκειται για μια, ούτως ή άλλως δύσκολη συζήτηση, η οποία όμως θα διεξαχθεί σε ένα νέο πολιτικό τοπίο καθώς επίκεινται εκλογές σε Γερμανία (26 Σεπτεμβρίου) και Γαλλία (Απρίλιος 2022).

Μπορούν οι πολιτικές εξελίξεις να καθυστερήσουν την έγκαιρη αντίδραση της Ευρώπης σε θέματα και αποφάσεις που μπορεί να κρίνουν την ταχύτητα της οικονομικής ανάκαμψης;

«Οι κίνδυνοι αυτοί υπάρχουν πάντα ιδίως όταν οι εν λόγω χώρες είναι αυτές που έχουν ηγετικό ρόλο στη λήψη αποφάσεων στην ΕΕ», εκτιμά η κ. Μαρία Δεμερτζή, αναπληρώτρια διευθύντρια του Bruegel. Όπως μάλιστα αναφέρει μιλώντας στο Mononews «ο σημαντικότερος κίνδυνος για την οικονομική ανάπτυξη που μπορεί να συνεπάγεται από τις πολιτικές αυτές αλλαγές έχει να κάνει με την ανάγκη να επιστρέψουμε στην τήρηση του Ευρωπαϊκού δημοσιονομικού πλαισίου. Δηλαδή, πόσο γρήγορα θα αποκατασταθούν οι κανόνες κι, αν θα επιστρέψουμε στους υφιστάμενους κανόνες ή θα προχωρήσουμε σε ένα νέο πλαίσιο δημοσιονομικού συντονισμού. Πράγματι, τα πολιτικά γεγονότα στις δύο χώρες ενδέχεται να επηρεάσουν την κατεύθυνση που θα λάβει αυτή η συζήτηση».

Μιλώντας όμως ειδικά για την Ελλάδα και καθώς αυτές τις ημέρες «ζυγίζονται» τα δημοσιονομικά περιθώρια για τις νέες φοροελαφρύνσεις, ποια είναι η καλύτερη συνταγή για την ελληνική οικονομία στην παρούσα φάση; Μεταρρυθμίσεις ή φοροελαφρύνσεις; «Δεν είναι χρήσιμο, κατά τη γνώμη μου, να θεωρούμε ότι το ένα αναιρεί το άλλο. Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις εξυπηρετούν πολύ διαφορετικό σκοπό από τη μείωση των φόρων. Η Ελλάδα χρειάζεται βαθιές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και δεν πρέπει να παρεκκλίνει από μεσοπρόθεσμους στόχους» εκτιμά το υψηλόβαθμο στέλεχος του Bruegel.

Και συμπληρώνει:  «Το επίπεδο της βέλτιστης φορολογίας είναι ένας πολύ δύσκολος συμβιβασμός σε μια χώρα με απογοητευτικό ιστορικό είσπραξης φόρων και πολύ υψηλά επίπεδα χρέους. Υπάρχουν δύο ελαφρυντικοί παράγοντες: Η βελτίωση της είσπραξης φόρων με την βοήθεια της ψηφιοποίησης και οι πολύ χαμηλές ανάγκες εξυπηρέτησης αυτού του χρέους κατά την επόμενη δεκαετία. Το φορολογικό καθεστώς θα πρέπει να έχει ως στόχο να είναι όσο πιο προοδευτικό γίνεται και να ενθαρρύνει τις επενδύσεις».

Διαβάστε επίσης

Bruegel για Ελλάδα: Να μειωθούν οι φόροι για να έρθουν επενδύσεις