Πλεονέκτημα έχει η Ελλάδα να προσελκύσει τους «ψηφιακούς νομάδες», τα άτομα που εργάζονται μέσα από τον υπολογιστή τους,  διαθέτουν υψηλές δεξιότητες, προσόντα και εξειδικευμένη γνώση και που χρησιμοποιούν την τεχνολογία για να επιλέξουν πού θα ζήσουν και πού θα εργαστούν.

Η προσέλκυση αυτών των «ψηφιακών νομάδων»  μπορεί να έχει  πολλαπλά θετικά οφέλη για την Ελλάδα που επιχειρεί τον ψηφιακό μετασχηματισμό της, ενώ θα συμβάλλει  και  στην αντιστροφή της τάσης φυγής ανθρώπινου κεφαλαίου (brain drain).

Οι «ψηφιακοί νομάδες» είναι γέννημα της τηλεργασίας η οποία ήρθε για να μείνει και στην Ελλάδα.

Ωστόσο είναι πολλά τα ερωτήματα για το μέλλον  της εργασίας καθώς η πανδημία δημιούργησε νέα δεδομένα και αύξηση της τηλεργασίας.

Στην Έκθεση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος  σημειώνεται πως «οι αλλαγές που έφερε η πανδημία αντιμετωπίζονται ήδη περισσότερο ως προπομποί μιας διαφορετικής αγοράς εργασίας παρά ως μια παρένθεση που θα κλείσει με το πέρας αυτής».

Και όπως είναι φυσικό αυτή η  πρωτοφανούς μεγέθους ζήτηση τηλεργασίας θέτει διάφορα κρίσιμα ερωτήματα σχετικά με τις συνέπειες για το μέλλον της εργασίας, τις πολιτικές που απαιτούνται για την προσαρμογή των εργαζομένων και των εργοδοτών στις νέες συνθήκες του ψηφιακού μετασχηματισμού και την περαιτέρω υιοθέτηση πρακτικών τηλεργασίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στην Ελλάδα ειδικότερα.

Πριν από την πανδημία υπήρχαν σημαντικές διαφοροποιήσεις στα κράτη μέλη της ΕΕ, καθώς σε χώρες  όπως η Σουηδία, η Φινλανδία, το Λουξεμβούργο και η Ολλανδία το ποσοστό των τηλεργαζόμενων ήταν πάνω από 30%, και την ίδια ώρα στα μισά κράτη της Ευρωζώνης το ποσοστό ήταν μικρότερο του 10%.

Χαρακτηριστικό είναι επίσης ότι πριν από το ξέσπασμα της πανδημίας, την τηλεργασία προτιμούσαν κυρίως οι εργαζόμενοι υψηλών προσόντων και δεξιοτήτων και τα ανώτερα στελέχη που το μεγαλύτερο μέρος της εργασίας τους απαιτεί τη χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή και που απολαμβάνουν υψηλό βαθμό αυτονομίας.

Στην Ελλάδα τώρα, το  2002 σύμφωνα με έρευνα του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ, μόλις το 1,1% των επιχειρήσεων χρησιμοποιούσε πρακτικές τηλεργασίας.

Και πριν από την κρίση της πανδημίας, η Ελλάδα ήταν μία από τις χώρες με τα χαμηλότερα ποσοστά τηλεργαζομένων στην Ευρώπη, το  2019 κατατασσόταν 20ή στην ΕΕ-27 με το ποσοστό τηλεργασίας στο 5,2% έναντι 14,4% που ήταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος. Σύμφωνα δε με πρόσφατη έρευνα του ΣΕB, το 2018 οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε κλάδους έντασης γνώσης εφαρμόζουν τηλεργασία σε πολύ υψηλότερο ποσοστό από ό,τι οι επιχειρήσεις σε κλάδους έντασης κεφαλαίου. Παράλληλα, παρατηρείται θετική συσχέτιση ανάμεσα στην “ψηφιακή ωριμότητα της επιχείρησης” και στη χρήση τηλεργασίας.

Η Ελλάδα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ψηφιακά αναλφάβητη. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, μόνο το 51% του πληθυσμού διέθετε το 2019 βασικές ή πάνω από τις βασικές ψηφιακές δεξιότητες (ΕΕ-27 56%), ενώ το ποσοστό των ειδικών του τομέα της πληροφορικής στο σύνολο των εργαζομένων το 2019 ήταν μόλις 2,1% (έναντι 3,9% στην ΕΕ).

Στην Ελλάδα ο ρυθμός ψηφιακού μετασχηματισμού, όπως μετρείται από το Δείκτη Ψηφιακής Οικονομίας και Κοινωνίας (Digital Economy and Society Index – DESI), το 2019 ήταν χαμηλός και η χώρα βρισκόταν στην προτελευταία θέση μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ.

Βέβαια εξήγηση υπάρχει καθώς τα χαμηλά ποσοστά τηλεργασίας οφείλονται και στο μικρό μέγεθος και τον οικογενειακό χαρακτήρα των ελληνικών επιχειρήσεων, που καθιστούν ασύμφορη την επενδυτική δαπάνη στις νέες τεχνολογίες, αλλά και το γεγονός ότι η ελληνική οικονομία παραδοσιακά βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην παροχή υπηρεσιών, όπως ο τουρισμός, που απαιτούν διαπροσωπική επαφή.

Η πανδημία τα άλλαξε όλα

Η χρήση της τηλεργασίας αυξήθηκε απότομα και μαζικά την άνοιξη του 2020 λόγω των μέτρων προστασίας από τον COVID-19.

Και φαίνεται ότι θα επικρατήσει ακόμα και μετά την πανδημία. Οι εργοδότες «βλέπουν» μια ευκαιρία να μειώσουν τα λειτουργικά τους έξοδα περιορίζοντας τους χώρους γραφείων στους απολύτως αναγκαίους. Σύμφωνα με έρευνα της KPMG η τηλεργασία  είναι πλέον μια αποδεκτή μορφή εργασίας, με θετικό αντίκτυπο στην παραγωγικότητα.

Μάλιστα στην  Ελλάδα εκτιμάται ότι το 35%-37% των απασχολουμένων θα μπορούσε να εργαστεί από απόσταση.

Προτάσεις πολιτικής

Σύμφωνα με την Τράπεζα Ελλάδος:

  1. Η τηλεργασία πρέπει να διατηρήσει τον οικειοθελή χαρακτήρα της. Συγχρόνως, η δυνατότητα επιλογής «αποσύνδεσης» είναι ζωτικής σημασίας για την ενίσχυση της παραγωγικότητας. Στην πράξη, η οργάνωση του χρόνου εργασίας αλλάζει: ο εργαζόμενος θα πρέπει να έχει μεγαλύτερη αυτονομία σε θέματα ρύθμισης του χρόνου εργασίας, ενώ παράλληλα θα πρέπει να υπάρχει σεβασμός στις ώρες εργασίας και ανάπαυσης.
  2. Η σημασία της προσωπικής επαφής ειδικά για σύνθετες εργασίες συνεπάγεται ότι η υπερβολική τηλεργασία μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την αποδοτικότητα των εργαζομένων και τη μακροπρόθεσμη αύξηση της παραγωγικότητας.
  3. Το γεγονός ότι οι θέσεις εργασίας που απαιτούν υψηλές δεξιότητες φαίνεται να έχουν μεγαλύτερα ποσοστά τηλεργασίας υποδηλώνει ότι η ευρύτερη χρήση τηλεργασίας μπορεί να επιδεινώσει τις υπάρχουσες ανισότητες.

Όπως σημειώνει η ΤτΕ,  οι ευάλωτες ομάδες του ενεργού πληθυσμού ήταν εκείνες που επηρεάστηκαν περισσότερο από την πανδημία και βρέθηκαν σε δυσμενέστερη θέση. Για να υπάρχει η δυνατότητα των ίσων ευκαιριών είναι απαραίτητη η  αναβάθμιση των ψηφιακών δεξιοτήτων και γνώσεων των εργαζομένων, καθώς και η παροχή εκτεταμένων ευκαιριών κατάρτισης (upskilling και reskilling).

  1. Απαιτείται αλλαγή κουλτούρας. Η τηλεργασία θα έχει πιο θετικό αντίκτυπο στην παραγωγικότητα εάν όλοι οι φορείς είναι επαρκώς προετοιμασμένοι και εκπαιδευμένοι γι’ αυτό τον τύπο εργασίας. Πρώτον, οι εργαζόμενοι δεν αρκεί απλώς να διαθέτουν θεμελιώδεις δεξιότητες (hard skills), αλλά χρειάζονται και συμπληρωματικές κοινωνικές και συναισθηματικές δεξιότητες και αξίες (soft skills).

Αλλά και οι προϊστάμενοι θα πρέπει να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα καθώς η  προσκόλληση σε ξεπερασμένες πρακτικές οργάνωσης και ελέγχου των εργαζομένων αποθαρρύνει την υιοθέτηση της τηλεργασίας λόγω αδυναμίας κατανόησης των ωφελειών που ενέχει η χρήση της. Στην τηλεργασία, η παρακολούθηση της εργασιακής προσπάθειας είναι πολύ πιο δύσκολη και συνεπώς απαιτεί υψηλότερο επίπεδο εμπιστοσύνης.

  1. Η βελτίωση της κατανόησης των ευκαιριών και των προκλήσεων του ψηφιακού μετασχηματισμού στην αγορά εργασίας είναι κρίσιμο ζήτημα που θα πρέπει να περιλαμβάνει έναν ενισχυμένο διάλογο και ισχυρότερες σχέσεις μεταξύ όλων των εμπλεκόμενων φορέων. Προς αυτή την κατεύθυνση, θα πρέπει σε εθνικό επίπεδο να υιοθετηθεί η ευρωπαϊκή συμφωνία-πλαίσιο για τον ψηφιακό μετασχηματισμό στην αγορά εργασίας, η οποία αποτελεί την από κοινού δέσμευση από τους Ευρωπαίους κοινωνικούς εταίρους για την επιτυχή ενσωμάτωση των ψηφιακών τεχνολογιών στο χώρο εργασίας.
  2. Η ανάπτυξη της τεχνολογικής υποδομής στην Ελλάδα αποτελεί σημαντικό παράγοντα προώθησης της τηλεργασίας, δημιουργώντας προστιθέμενη αξία και βοηθώντας στην επίτευξη της ψηφιακής σύγκλισης με τα πιο ψηφιακώς ανεπτυγμένα κράτη-μέλη της ΕΕ. Απαιτείται επομένως ενίσχυση των επενδύσεων σε ψηφιακές τεχνολογίες, ειδικότερα από τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
  3. Η ασφάλεια είναι από τα σημαντικότερα ζητήματα που σχετίζονται με την ανάπτυξη της τηλεργασίας. Η αποϋλοποίηση της εργασίας οδηγεί στην ανάγκη εφαρμογής πολιτικών για την ασφάλεια των πληροφοριών (information security policies), την προστασία των προσωπικών δεδομένων και την αποτροπή κυβερνοεπιθέσεων (cybersecurity). Τέλος, η υποχρέωση του εργοδότη να μεριμνά για υγιεινές και ασφαλείς συνθήκες εργασίας του προσωπικού του θα πρέπει να επεκτείνεται και στην περίπτωση της τηλεργασίας.

Διαβάστε επίσης:

Κυριάκος Πιερρακάκης στο mononews: Πώς θα γίνουν τα έργα ψηφιακού μετασχηματισμού συνολικής αξίας 6 δισ. ευρώ

Βαρβιτσιώτης: Έτσι θα προσελκύσουμε ψηφιακούς νομάδες στην Ελλάδα

Endeavor Greece: Νέα πρωτοβουλία για την προσέλκυση ταλέντων για ελληνικές νεοφυείς επιχειρήσεις