Η αμερικανική επενδυτική τράπεζα BofA και οι οικονομολόγοι της Chiara Angeloni και Ruben Segura-Cayuela στο πρόσφατο ταξίδι τους στην Αθήνα επιβεβαίωσαν την άποψή τους ότι η ελληνική οικονομία θα παραμείνει σε θετική πορεία, ξεπερνώντας την Ευρωζώνη το 2025-2026.

H οικονομία εξακολουθεί να περιορίζεται από πολλές διαρθρωτικές δυσχέρειες και τα οικονομικά μεγέθη είναι εύθραυστα, με υπερβολική εξάρτηση της οικονομίας από ευμετάβλητους τομείς, όπως ο τουρισμός και η ναυτιλία.

Αυτό ενισχύει την άποψη ότι οι κίνδυνοι για τις προοπτικές είναι στραμμένοι για χαμηλότερα.

«Η Ελλάδα έχει ανακάμψει από τα διπλά σοκ της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης, ωστόσο, οι κίνδυνοι για τις προοπτικές είναι επίφοβοι και υπαρκτοί. Ενώ οι κίνδυνοι υπερθέρμανσης περιορίζονται (η χαλαρότητα εξακολουθεί να είναι άφθονη), οι καθυστερήσεις στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων θα μπορούσαν να περιορίσουν την κυκλική άνοδο, ιδίως μέσω των πιστωτικών περιορισμών και της έλλειψης εργατικού δυναμικού.

Φέτος, η χώρα θα συνεχίσει να ξεπερνά σε ανάπτυξη την Ευρωζώνη, όπως και το 2025-2026, αλλά για το μέλλον, βλέπουμε ότι τα σημεία των επενδύσεων και της δημοσιονομικής σύνεσης είναι οι μοχλοί μιας θετικής προσέγγισης στα ελληνικά μακροοικονομικά μεγέθη. Δεδομένης της χαμηλότερης ευαισθησίας της ελληνικής οικονομίας στα επιτόκια σε σχέση με τους ομολόγους της ζώνης του ευρώ, οι παρενέργειες από τη χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής θα μπορούσαν να είναι σχετικά περιορισμένες», υπογραμμίζουν οι Angeloni και Segura-Cayuela.

«Aναγνωρίζουμε ότι οι καθυστερήσεις στην έγκαιρη εφαρμογή των δυνητικών μεταρρυθμίσεων που θα μπορούσαν να ενισχύσουν την ανάπτυξη θα μπορούσαν να περιορίσουν την κυκλική ανοδική πορεία, ιδίως μέσω των πιστωτικών περιορισμών και των ελλείψεων εργασίας.

Ωστόσο, είδαμε μια θετική βραχυπρόθεσμη μακροοικονομική ιστορία, η οποία αντανακλά την καλή οικονομική επίδοση μέχρι στιγμής στο α’ εξάμηνο, πολύ υψηλότερα πάνω από τον μέσο όρο της ζώνης του ευρώ.

Η αγορά εργασίας συνέχισε να ανακάμπτει με σταθερό ρυθμό και η κυβερνητική σταθερότητα δεν φαίνεται να κινδυνεύει ακόμη και παρά τις εσωτερικές διαιρέσεις στα κύρια κόμματα.

Επίσης, οι δημοσιονομικές προοπτικές φαίνονται βελτιωμένες, ενώ η συνεχιζόμενη εφαρμογή του εθνικού σχεδίου δίνει ώθηση στην οικονομία. Η υπεραπόδοση της ανάπτυξης θα αποτελέσει θέμα και για το 2025-2026», συνεχίζει ο οίκος.

Η σημασία στο εθνικό σχέδιο ανάκαμψης

Η εφαρμογή του εθνικού σχεδίου ανάκαμψης προχωράει, εν μέρει χάρη στη σημαντική συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα, ιδίως στη συνιστώσα των πράσινων επενδύσεων.

«Ανεπίσημα στοιχεία από τις συναντήσεις που είχαμε ήταν ότι οι αιτήσεις για πράσινα έργα ήταν 2,5 φορές περισσότερες από τον διαθέσιμο χώρο για έργα. Μέχρι στιγμής, η Ελλάδα έχει λάβει 17,2 δισ. ευρώ (7,6 δισ. ευρώ σε επιχορηγήσεις και 9,6 δισ. ευρώ σε δάνεια) που αφορούν τις τέσσερις πρώτες δόσεις (και με την προχρηματοδότηση το 2021). Αυτό είναι περίπου το 48% του συνολικού κονδυλίου του ταμείου RRF.

Όσον αφορά την εκτέλεση, ενώ η εκταμίευση της συνιστώσας των δανείων είναι σε καλό δρόμο, το τμήμα των επιχορηγήσεων έχει καθυστερήσει περισσότερο από ότι είχε προγραμματιστεί προηγουμένως, εν μέσω κυρίως καθυστερήσεων υλοποίησης που σχετίζονται με διοικητικές εμπλοκές (παρόμοια με την εμπειρία άλλων χωρών της ΕΕ).

Από το συνολικό κονδύλιο της επιχορήγησης, οι ταμειακές εισπράξεις από την ΕΕ ανέρχονται σε 7,6 δισ. ευρώ, εκ των οποίων 3,74 δισ. ευρώ έχουν εκταμιευθεί σε επιχειρήσεις και 2,6 δισ. ευρώ έχουν μεταφερθεί από το κράτος σε άλλους φορείς της γενικής κυβέρνησης.

Όσον αφορά τα δάνεια, οι ταμειακές εισπράξεις από την ΕΕ ανέρχονται σε 9,6 δισ. ευρώ, εκ των οποίων 2,3 δισ. ευρώ έχουν εκταμιευθεί σε επιχειρήσεις», επισημαίνουν οι αναλυτές του οίκου.

Βελτιωμένος ο τραπεζικός τομέας, αλλά εμφανίζονται πιστωτικοί περιορισμοί

Αναφορικά με τις δανειοδοτήσεις των επιχειρήσεων και της οικονομίας, οι συναντήσεις μας άφησαν μια αρνητική εικόνα σχετικά με τον κίνδυνο πιστωτικών περιορισμών.

«Είναι αλήθεια ότι ο τραπεζικός τομέας βρίσκεται σε πολύ καλύτερη θέση και η έντονη εστίαση στη βελτίωση της ποιότητας του ενεργητικού συνεχίζεται. Ωστόσο, αποκομίσαμε την εντύπωση ότι η πρόσβαση στην πιστωτική αγορά είναι καλά εξασφαλισμένη για τις μεγάλες επιχειρήσεις, αλλά πολύ λιγότερο για τις ΜμΕ (και τα νοικοκυριά).

Είναι αλήθεια ότι η κληρονομιά του παρελθόντος προκαλεί ώστε η προτεραιότητα του ελληνικού τραπεζικού τομέα να παραμένει – δικαίως – ο περιορισμός των κινδύνων γύρω από τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα.

Παρόλα αυτά, μεγάλο μέρος της χορήγησης πιστώσεων το τελευταίο διάστημα στρέφεται προς τις μεγάλες εταιρείες, οι οποίες επωφελούνται από: i) ένα υποστηρικτικό πιστωτικό ιστορικό και ii) τη διευκόλυνση της επιλεξιμότητας για κεφάλαια που συγχρηματοδοτούνται από τα ταμεία της ΕΕ. Αυτό προσθέτει στην υποτονική ζήτηση πιστώσεων από αυτό το εταιρικό τμήμα, όπως αναφέρθηκε στις συναντήσεις της BofA με Έλληνες εγχώριους παίκτες.

Τα διαθέσιμα στοιχεία που βασίζονται σε έρευνες υποδηλώνουν ότι είναι ένας συνδυασμός και των δύο και οι ελληνικές ΜΜΕ φαίνονται πιο περιορισμένες ή αποθαρρυμένες ως προς τις πιστώσεις από ότι οι επιχειρήσεις άλλων χωρών», επισημαίνει η BofA.

«Η χαμηλότερη ευαισθησία της ελληνικής οικονομίας στα επιτόκια είναι θετικό για την Ελλάδα στο πλαίσιο της εξαιρετικά περιοριστικής νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ στο παρελθόν, καθώς η πιο περιορισμένη επίπτωση των επιτοκίων οφείλεται: 1) στη χαμηλή μόχλευση των ελληνικών νοικοκυριών και μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων, 2) στη μακρά μέση διάρκεια χρέους, 3) στη δομή του RRP. Παρά το γεγονός της αναζωογόνησης των επενδύσεων, η επίτευξη του στόχου για επενδύσεις στο 20% του ΑΕΠ (έναντι 14% σήμερα) θα μπορούσε να είναι δύσκολη χωρίς αλλαγή καθεστώτος στην αποστροφή κινδύνου. Αυτό αυξάνει τους κινδύνους για ελλείψεις στην αγορά εργασίας, ιδίως σε τομείς εντάσεως εργασίας.

Τέλος, η ανοδική βραχυπρόθεσμη μακροοικονομική εικόνα δεν θα πρέπει να επισκιάζει τις μακροχρόνιες διαρθρωτικές αδυναμίες.

Η βελτίωση της παραγωγικότητας μέσω διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και η αποτελεσματικότερη κατανομή των πόρων, η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και η στροφή προς ένα πιο ανθεκτικό μοντέλο ανάπτυξης παραμένουν βασικές εκκρεμείς προκλήσεις για να οδηγήσουν στην προσαρμογή του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και να αντιμετωπίσουν τις διαρθρωτικές ανισορροπίες που προκύπτουν από τις χαμηλές αποταμιεύσεις των νοικοκυριών και τα ακόμη χαμηλά επίπεδα επενδύσεων», καταλήγουν οι Angeloni και Segura-Cayuela του αμερικανικού επενδυτικού οίκου.

Διαβάστε επίσης:

Συναντήθηκε αντιπροσωπεία της CLIA με τον πρωθυπουργό για τα θέματα κρουαζιέρας

ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ: Προσωρινός ανάδοχος για έργο 169.500.000 ευρώ

ΤτΕ: Πάνω από €2,3 δισ. η αύξηση των καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα τον Σεπτέμβριο