Χωρίς κάποια μεγάλη έκπληξη ξεκίνησε χθες ο νέος κύκλος αξιολογήσεων της ελληνικής οικονομίας από τους διεθνείς οίκους με τη Scope να διατηρεί αμετάβλητη την βαθμολογία της πιστοληπτικής ικανότητας της ελληνικής οικονομίας στο «ΒΒ+», ένα σκαλοπάτι χαμηλότερα από την επενδυτική βαθμίδα, με θετική προοπτική.

Τα επόμενα μεγάλα ραντεβού είναι την ερχόμενη Παρασκευή 10 Μαρτίου με τον καναδικό, και επιλέξιμο από την ΕΚΤ, οίκο DBRS και μία εβδομάδα αργότερα, στις 17 Μαρτίου, με την Moody’s. Στις 21 Απριλίου αναμένεται η S&P και η Fitch στις 9 Ιουνίου ολοκληρώνοντας τον κύκλο αξιολογήσεων του πρώτου εξαμήνου.

Αναλύοντας το σκεπτικό της γερμανικής Scope προκύπτουν χρήσιμες διαπιστώσεις για το πως η χώρα μπορεί να ξεκλειδώσει την επενδυτική βαθμίδα. Τα τέσσερα κλειδιά που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αναβάθμιση, που στην παρούσα φάση σημαίνει ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, είναι τα εξής:

– Οι επενδυτές να έχουν διαβεβαιώσεις πως η Ελλάδα κάνει ότι προβλέπεται και έχει τη στήριξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης – στην οποία άλλωστε οφείλει και το μεγαλύτερο μέρος του πολύ υψηλού δημοσίου χρέους της – προκειμένου οι αγορές να μην ανησυχούν για την υποστήριξη των επενδύσεων σε ελληνικά ομόλογα.

– Να επιτυγχάνεται ανάπτυξη και δημοσιονομική προσαρμογή σε τέτοια επίπεδα που να εξασφαλίζουν πως το ελληνικό χρέος θα παραμένει σε πτωτική τροχιά

– Να μειωθούν περαιτέρω οι κίνδυνοι που σχετίζονται με τον τραπεζικό κλάδο και όπως αναφέρει ο οίκος μεταξύ άλλων να ενισχυθεί η παροχή πιστώσεων στον ιδιωτικό τομέα

– Να περιοριστούν περαιτέρω οι διαρθρωτικές ανισορροπίες, προωθώντας μεταρρυθμίσεις, με την ίδια ένταση και μετά τις εκλογές του 2023, αλλά και να βελτιωθεί το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών με στόχο την επίτευξη μιας ανάπτυξης βιώσιμης στο χρόνο.

Στον αντίποδα η χώρα θα μπορούσε να υποβαθμιστεί εάν προέκυπτε:

– Επιδείνωση στο πεδίο της στήριξη της ευρωζώνης στο ελληνικό χρέος,

– Διατήρηση χαλαρής δημοσιονομικής πολιτικής για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα

– Ύφεση που θα ανέστρεφε ή θα εμπόδιζε την τρέχουσα πτωτική πορεία του δημόσιου χρέους,

– Ένταση των κινδύνων στον τραπεζικό κλάδο,

– Φρένο στις μεταρρυθμίσεις μετά τις εκλογές του 2023, που θα υπονόμευαν την αναπτυξιακή δυναμική της οικονομίας και την αξιοπιστία της χώρας απέναντι στις αγορές και τους θεσμούς

Τα μηνύματα της Scope, που εκτιμά πως η ανάπτυξη για την Ελλάδα θα φτάσει το 1,3% για το 2023 για να επιταχυνθεί στο 2% το 2024, είναι σε γενικές γραμμές «κοινή λογική» στις τάξεις των ξένων αναλυτών.

Η γενική πρόοδος που έχει επιτύχει η χώρα είναι απολύτως σεβαστή και αναγνωρίζεται όπως άλλωστε αποτυπώνεται και στις περισσότερες από 12 αναβαθμίσεις που έχει πετύχει η χώρα τα τελευταία χρόνια.

Ωστόσο είναι δεδομένο πως η χώρα εξακολουθεί να έχει ένα πολύ υψηλό χρέος. Αν και βιώσιμο, το χρέος παραμένει μια ευπάθεια για την ελληνική οικονομία.

Τουλάχιστον μέχρις ότου αυτό υποχωρήσει σε καλύτερα επίπεδα ή/και εδραιωθεί η εμπιστοσύνη των αγορών πως η χώρα έχει κατοχυρώσει μια βιώσιμη ανάπτυξη που με τη σειρά της θα διασφαλίσει μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα για το χρέος και αναχρηματοδότηση του με ευνοϊκό κόστος.

Πρόκειται για μια απαραίτητη συνθήκη με δεδομένο πως τα επόμενα χρόνια η χώρα θα πρέπει να «γυρίσει» σταδιακά δεκάδες δισεκατομμυρίων χρέος, που αυτή τη στιγμή κατέχουν οι Ευρωπαίοι στο πλαίσιο των ρυθμίσεων που έγιναν στα μνημόνια, στην ιδιωτική αγορά, η «γνώμη» της οποίας θα αποκτά ακόμη μεγαλύτερη βαρύτητα τα επόμενα χρόνια.

Διαβάστε επίσης

Scope Ratings: Πρωτογενή πλεονάσματα και μετά τις εκλογές για να κερδίσει η χώρα την επενδυτική βαθμίδα