Με μια συντηρητική κίνηση, αναβαθμίζοντας μόνο τις προοπτικές της αξιολόγησης της ελληνικής οικονομίας σε θετικές από σταθερές και αποφεύγοντας σε αυτή τη φάση την αναβάθμιση κατά μια βαθμίδα, η Fitch έδωσε ένα πρώτο στίγμα για το state of play της πορείας της χώρας προς την επενδυτική βαθμίδα.

Ο διεθνής οίκος διατήρησε αμετάβλητη την αξιολόγηση στο ΒΒ, με θετική προοπτική όμως (outlook) που είναι πρακτικά μια υπόσχεση πως εφόσον κρίνει – σε επόμενη φάση – πως πληρούνται συγκεκριμένες προϋποθέσεις θα δώσει στην Ελλάδα μια αναβάθμιση.

Πλέον η προσοχή στρέφεται στην αντίδραση της αγοράς τη Δευτέρα απέναντι στην απόφαση του διεθνούς οίκου, η οποία θα σταθμιστεί επίσης από τον ΟΔΔΗΧ στο πλαίσιο της αξιολόγησης του για το πότε είναι ο κατάλληλος χρόνος για να «κτυπήσει» τις αγορές με την πρώτη ομολογιακή έκδοση για το 2022.

Το στοίχημα της επενδυτικής βαθμίδας είναι κεντρικό για την κυβέρνηση τους επόμενους μήνες, καθώς είναι το κλειδί για να αλλάξει η οικονομία πίστα, επιστρέφοντας ουσιαστικά στην κανονικότητα μετά την τεράστια περιπέτεια της κρίσης των δίδυμων ελλειμμάτων που κτύπησε τη χώρα το 2010.

Αυτά, τα δίδυμα ελλείμματα, παραμένουν μοιραία στο μικροσκόπιο των οίκων αξιολόγησης που καλούνται στους επόμενους μήνες να δώσουν στη χώρα «πιστοποιητικό αξιοπιστίας» διαβεβαιώνοντας τους επενδυτές πως το ελληνικό χρέος αφήνει πίσω τον αστερισμό του junk και είναι αξιόπιστό.

Ποιος οίκος θα κάνει την αρχή;

Μετά την κρίση του 2010, η οποία εξέθεσε και τους ίδιους τους οίκους εξαιτίας των υψηλών αξιολογήσεων που απολάμβανε η χώρα επί σειρά ετών, είναι αναμενόμενο πως το τελευταίο μίλι της επενδυτικής βαθμίδας δεν θα είναι ένας περίπατος για τη χώρα, ειδικά αφού τα ελλείμματα υπάρχουν και το χρέος παραμένει υψηλό.

Είναι ωστόσο, όπως επισημαίνουν και οίκοι και αναλυτές διαφορετικές οι συνθήκες σε σχέση με το 2010: Το ξεχείλωμα στα δημόσια οικονομικά αποδίδεται κυρίως στην πανδημία και για τους οίκους είναι πολύ σημαντικό έως και αρκετό η κυβέρνηση να μη δίνει δείγματα πως μπορεί να παρεκκλίνει πορείας από την προσπάθεια να μηδενιστούν ακόμη και εάν είναι πια σε προεκλογική χρονιά.

Παράλληλα η χώρα έχει στο τραπέζι τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης και είναι πολύ κρίσιμη η παρουσίαση προόδου ως προς την απορρόφηση τους τους επόμενους μήνες καθώς η ανάπτυξη, το μεγάλο κλειδί για τον έλεγχο του χρέους, συναρτάται σε μεγάλο βαθμό από αυτό.

Το χρέος καλά κρατεί

Τέλος το ελληνικό χρέος καλά κρατεί. Είναι όμως πλέον πολύ ασφαλής η διάρθρωσή του και υπό έλεγχο οι ετήσιες χρηματοδοτικές δαπάνες κατόπιν όλων των διευθετήσεων που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια, ενώ η χώρα διαθέτει ένα ταμειακό απόθεμα σταθερά μεταξύ 35 – 40 δισ. ευρώ, σχεδόν 20% του ΑΕΠ, που είναι από τα υψηλότερα στον κόσμο. Όλα αυτά είναι ισχυρά επιχειρήματα υπέρ της ανάκτησης της επενδυτικής βαθμίδας.

Είναι όμως υπαρκτός και ο προβληματισμός, ειδικά σε καιρούς αβεβαιότητας όπως ισχύει σήμερα στην παγκόσμια οικονομία, που συγκροτούν ένα δύσκολο timing για το στοίχημα της επενδυτικής βαθμίδας, όσο πιο γρήγορα γίνεται.

Βέβαια για να επιστρέψει η χώρα σε αυτό το καθεστώς αρκεί να το πράξει, καταρχήν, ένας από τους μεγάλους, τέσσερις οίκους και το θέμα είναι και ποιος θα το «χρεωθεί» αλλά και πότε…

Σύμφωνα με τη Fitch, για να ανέβει τα τελευταία σκαλιά της επενδυτικής βαθμίδας και να αναβαθμιστεί, η Ελλάδα πρέπει να πείσει μέσα στους επόμενους μήνες κυρίως για τα εξής:

  1. Ελλείμματα: Δικαιολογούνται μεν από την έξαρση της πανδημίας αλλά πρέπει να μειωθούν και η Ελλάδα να πείσει πως τα μειώνει με βιώσιμο τρόπο, οδηγώντας τα με πειθαρχία σε πτωτική πορεία, με παράλληλη ισχυρή αύξηση του ΑΕΠ και διατηρήσιμο, χαμηλό, κόστος δανεισμού.
  2. Ισχυροποίηση του τραπεζικού συστήματος: Να συνεχιστεί η πρόοδος βελτίωσης ενεργητικού από τις συστημικές τράπεζες, σύμφωνή με μια επιτυχημένη ολοκλήρωση των τιτλοποιήσεων και χαμηλότερο κόστος απομείωσης που θα οδηγούσε σε  περισσότερες δανειοδοτήσεις στον ιδιωτικό τομέα.
  3. Βελτίωση στη μεσοπρόθεσμη αναπτυξιακή δυναμική μετά το σοκ της Covid – 19 ειδικά εάν υποστηριχθεί από την υλοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης και άλλες διαρθρωτικές αλλαγές.

Στον αντίποδα, τι θα μπορούσε να φέρει υποβάθμιση;

  1. Επιδείνωση στα δημόσια οικονομικά. Η αποτυχία να μειωθεί ο λόγος του χρέους προς ΑΕΠ βραχυπρόθεσμα, για παράδειγμα εξαιτίας υψηλότερων του αναμενόμενου ελλειμάτων ή ασθενέστερης οικονομικής ανάπτυξης.
  2. Ενδεχόμενα σοκ στην ελληνική οικονομία που θα επηρεάσουν την ανάκαμψη και τη μεσοπρόθεσμη αναπτυξιακή δυναμική της ελληνικής οικονομίας.
  3. Αρνητικές εξελίξεις στον τραπεζικό τομέα που θα αύξαναν τους κινδύνους για τα δημόσια οικονομικά και την  πραγματική οικονομία υλοποιώντας κινδύνους στον κρατικό ισολογισμό ή/και η αδυναμία να αναλάβουν δανεισμό για να υποστηρίξουν την οικονομική ανάπτυξη.

Πού στέκεται σήμερα η ελληνική οικονομία

Αναλύοντας το πλαίσιο και το σκεπτικό πίσω από την απόφαση του να διατηρήσει αμετάβλητη την πιστοληπτική αξιολόγηση αναβαθμίζοντας σε θετικές από σταθερές τις προοπτικές της, ο διεθνής οίκος, σημειώνοντας την υπέρβαση στην ανάπτυξη πέρσι, καθώς εκτιμά πως ανήλθε στο 8,3% σημαντικά υψηλότερα από το 4,3% που είχε εκτιμήσει τον Ιούλιο, θεωρεί πως η ισχυρή αναπτυξιακή δυναμική, η πτωτική πορεία του δημοσιονομικού ελλείμματος θα υποστηρίξουν μια ταχύτερη του αναμενόμενου αποκλιμάκωση του δημοσίου χρέους, ειδικά με δεδομένο το πλαίσιο χαμηλού κόστους δανεισμού.

Οι αναλυτές του θεωρούν πως η πανδημία συνιστά ένα βραχυπρόθεσμο ρίσκο για την οικονομική δραστηριότητα, με δεδομένη την έξαρση της Όμικρον και αναμένουν ανάπτυξη 4,1% φέτος και το 2023, προειδοποιώντας ωστόσο πως ένας επιπρόσθετος κίνδυνος στις προβλέψεις τους θα ήταν ενδεχόμενες καθυστερήσεις στην υλοποίηση των επενδυτικών σχεδίων που προβλέπονται μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης.

«Ο συνδυασμός μια ισχυρότερης από την προσδοκώμενη ανάπτυξης και η μείωση του ελλείμματος εξαιτίας του ουσιαστικού περιορισμού της παροχής στήριξης εξαιτίας της πανδημίας θα υποστηρίξουν τη μείωση του χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ» αναφέρεται στην έκθεση του οίκου που αναμένει το ελληνικό δημόσιο χρέος στο 198,4% του ΑΕΠ το 2021 από 206,3% το 2020, προβλέποντας περαιτέρω αποκλιμάκωση του στο 190,3% του ΑΕΠ φέτος και στο 185,3% του ΑΕΠ μέχρι το τέλος του 2023, με τη Fitch να σημειώνει επίσης και την απόφαση του ελληνικού Κράτους να αποπληρώσει πρόωρα χρέος 7,2 δις. ευρώ προς το ΔΝΤ και την ΕΚΤ υποθέτοντας πως περίπου τα μισά χρήματα θα αντληθούν από τα ταμειακά διαθέσιμα.

Θετικός είναι ο απολογισμός του διεθνούς οίκου για το τραπεζικό σύστημα και τη διαδικασία αποκλιμάκωσης των κόκκινων δανείων που υποχώρησαν συνολικά στα 20,9 δισ. ευρώ στο τρίτο τρίμηνο του 2021 από 60 δισ. ευρώ ένα χρόνο νωρίτερα.

 «Προσδοκούμε πως θα βελτιωθούν περαιτέρω οι δείκτες ενεργητικού των τραπεζών φέτος αν και υπάρχουν κίνδυνοι για νέες εισροές προβληματικών δανείων, ειδικά των περισσότερο ευάλωτων δανειοληπτών που εξακολουθούν να επωφελούνται από τα μέτρα αναστολής ή από την κρατική στήριξη».

Η τρέχουσα αξιολόγηση ενσωματώνει επίσης τους εξής παράγοντες:

  1. Το υψηλό κατά κεφαλήν εισόδημα στην κατηγορία των χωρών που παρακολουθεί ο οίκος και έχουν την ίδια αξιολόγηση. Αυτό το ισχυρό στοιχείο αντισταθμίζει το ακόμη υψηλό ποσοστό των κόκκινων δανείων και το πολύ υψηλό δημόσιο και εξωτερικό χρέος της χώρας.
  2. Ο δανεισμός του δημοσίου αυξήθηκε κατακόρυφα εξαιτίας της πανδημίας και το χρέος θα παραμείνει υψηλό για μια παρατεταμένη περίοδο. Μάλιστα το 2023 ο ελληνικός λόγος χρέους προς ΑΕΠ θα είναι ο δεύτερος υψηλότερος μεταξύ των κρατών που παρακολουθεί ο οίκος και σχεδόν τρεις φορές υψηλότερος της διαμέσου των χωρών στην κατηγορία ΒΒ (56% του ΑΕΠ). Ωστόσο υπάρχουν παράγοντες που αντισταθμίζουν υποστηρίζοντας τη βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους, όπως το πολύ υψηλό ταμειακό απόθεμα (18% του ΑΕΠ στο τέλος του 2021), οι χαμηλές δαπάνες εξυπηρέτησης σε σχέση με τις άλλες χώρες στην κατηγορία (5,6% του ΑΕΠ οι ελληνικές έναντι 9,7% του μέσου όρου), η πολύ μακρά περίοδος ωρίμανσης στα 20,5 χρόνια καθώς και το ότι το μεγαλύτερο μέρος του χρέους είναι σε σταθερό επιτόκιο, θωρακισμένο έναντι του ενδεχόμενου ανόδου των επιτοκίων.
  3. Η ένταξη των ελληνικών κρατικών ομολόγων στο PEPP παρείχε σημαντική ευελιξία στη χώρα διατηρώντας σε χαμηλά επίπεδα το κόστος δανεισμού. «Το Δεκέμβριο η ΕΚΤ δήλωσε πως ενώ οι αγορές μέσω PEPP θα σταματήσουν από τα τέλη Μαρτίου, θα μπορούσε να επιμηκυνθεί η περίοδος επανεπενδύσεων του PEPP κατά ένα έτος έως το τέλος του 2024. Επιπλέον η ΕΚΤ είπε πως οι επανεπενδύσεις του PEPP θα μπορεί να προσαρμόζονται σε περιόδους έντασης στις αγορές και τα ελληνικά ομόλογα θα μπορούν να αγοράζονται και πλέον των rollovers.

Παρά την ισχυρή ανάκαμψη ο οίκος αναμένει το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης υποχώρησε μόλις στο 9,7% του ΑΕΠ το 2021, από 10,1% το 2020, εξαιτίας της παροχής στήριξης στον ιδιωτικό τομέα που ανήλθε στο 15,6 δισ. ευρώ ή 8,7% του ΑΕΠ.

Η συνεχιζόμενη ανάκαμψη και η απόσυρση των μέτρων στήριξης θα οδηγήσουν το έλλειμμα στο 4,1% του ΑΕΠ φέτος και στο 2,9% το 2023.

Ο διεθνής οίκος υπογραμμίζοντας την ισχυρή άνοδο του τουρισμού εκτιμά πως το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών δεν αναμένεται να βελτιωθεί την προσεχή διετία καθώς η ανάπτυξη που θα στηρίζεται στην κατανάλωση θα σημάνει αύξηση των εισαγωγών αντισταθμίζοντας την ανάκαμψη των εξαγωγών και την άνοδο του τουρισμού.

Διαβάστε ακόμη:

Fitch: Αναβάθμισε το outlook της Ελλάδας σε «θετικό», διατηρεί την αξιολόγηση BB – Βλέπει ανάπτυξη 4,1% το 2022