• Οικονομία

    Τα 11 μηνύματα Στουρνάρα για την οικονομία – Δικαιοσύνη, δημόσια διοίκηση στην πρώτη γραμμή των μεταρρυθμίσεων

    Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ) Γιάννης Στουρνάρας

    Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ) Γιάννης Στουρνάρας


    Η σταθερή παραγωγή δημοσιονομικών αποθεμάτων ασφαλείας με πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 2% σε κυκλικά διορθωμένους όρους και η ενίσχυση της ανθεκτικότητας της οικονομίας είναι βασικές συνθήκες για την περαιτέρω βελτίωση της αξιολόγησης του ελληνικού δημοσίου. Για το ράλι όμως που καλείται να κάνει η Ελλάδα προκειμένου να φτάσει νωρίτερα και όχι αργότερα στη μέση αντίστοιχη αξιολόγηση των οικονομιών της ευρωζώνης (δηλ. Α+) το μεγάλο καύσιμο είναι οι θεσμικές μεταρρυθμίσεις. Και εδώ πολύ σημαντική είναι η εντατικοποίηση των μεταρρυθμίσεων στη δικαιοσύνη και τη δημόσια διοίκηση.

    Με αυτό το μήνυμα η Τράπεζα της Ελλάδος και ο διοικητής, Γιάννης Στουρνάρας, μέσω της ενδιάμεσης έκθεσης για τη νομισματική πολιτική δείχνουν το δρόμο για τον επόμενο μεγάλο στόχο για την οικονομία: Τη σύγκλιση των αξιολογήσεων της με τον μέσο όρο της ευρωζώνης καθώς η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας είναι ορόσημο μεν αλλά αποτελεί μόνο την αρχή.

    Μάλιστα στις προτάσεις πολιτικής που παρουσιάζει κάνει ειδική αναφορά στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις στο χώρο της δικαιοσύνης αλλά και της δημόσιας διοίκησης ενώ ως γενική διαπίστωση αναφέρει πως από τις θεσμικές παραμέτρους η πλέον σημαντική είναι η κατάταξη της οικονομίας στους δείκτες διακυβέρνησης της Παγκόσμιας Τράπεζας. Όπως εξηγούν οι αναλυτές της Τράπεζας, οι δείκτες αυτοί έχουν πολύ υψηλό συντελεστή στάθμισης στην ποσοτική συνιστώσα των πιστοληπτικών αξιολογήσεων, ο οποίος φθάνει έως το 20% ενώ βάσει των ιστορικών της επιδόσεων η ελληνική οικονομία έχει μεγάλο περιθώριο βελτίωσης σε αυτό το πεδίο.

    Σύμφωνα με την ΤτΕ σε ένα περιβάλλον υψηλού πληθωρισμού, χαμηλότερων ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης, υψηλών επιτοκίων και αυξημένης αβεβαιότητας λόγω των διαδοχικών κρίσεων, με αυξημένους γεωπολιτικούς κινδύνους και με τις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης να γίνονται ολοένα πιο έκδηλες και αισθητές σε ευρύτερα τμήματα του πληθυσμού, η αξιοπιστία της οικονομικής πολιτικής ως προς το μεσοπρόθεσμο σχεδιασμό αποκτά καθοριστική σημασία. Στο πλαίσιο αυτό, η οικονομική πολιτική οφείλει να δώσει έμφαση στους παρακάτω τομείς:

    • Μεταρρυθμίσεις πρωτίστως σε τομείς με χρόνιες δυσλειτουργίες, η απονομή της δικαιοσύνης. Η ύπαρξη ενός αποτελεσματικού δικαστικού συστήματος το οποίο βοηθά στην επίλυση οικονομικών διαφορών και την προστασία των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας είναι καθοριστική για την αύξηση των επενδύσεων και την επιτάχυνση της ανάπτυξης. Οι επενδυτές είναι πιο πρόθυμοι να επενδύσουν σε μια οικονομία όπου τα συμβατικά δικαιώματα και τα δικαιώματα ιδιοκτησίας τους προστατεύονται και όπου μπορούν να προσφύγουν στη δικαιοσύνη και να δικαιωθούν σε σύντομο χρονικό διάστημα εάν αυτά παραβιαστούν. Παράλληλα, η αποτελεσματική λειτουργία της δικαιοσύνης βάζει φρένο σε αθέμιτες πρακτικές και μονοπωλιακές καταστάσεις, ενισχύοντας τον ανταγωνισμό, την αύξηση της παραγωγικότητας και την ανάπτυξη. Επιπλέον, η εύρυθμη λειτουργία της δικαιοσύνης αποτελεί έναν αποτελεσματικό μηχανισμό επιβολής χρηματοοικονομικών συμβάσεων, συμβάλλοντας έτσι στην ανάπτυξη των χρηματαγορών, στη βελτίωση της χρηματοδότησης της οικονομίας και στην επιτάχυνση της οικονομικής μεγέθυνσης. Συνεπώς απαιτούνται δράσεις (κάποιες από τις οποίες περιλαμβάνονται στο σχέδιο Ελλάδα 2.0) που στοχεύουν στον εκσυγχρονισμό και την επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης, μέσω της αναβάθμισης των δεξιοτήτων των δικαστών, καθώς και των συστημάτων τήρησης αρχείων και πληροφορικής στα δικαστήρια, της υιοθέτησης νομοθεσίας για την παρακολούθηση και βελτίωση της απόδοσης των δικαστικών υπαλλήλων και την αναθεώρηση του δικαστικού χάρτη για όλους τους κλάδους της δικαιοσύνης.
    • Επενδύσεις και διαφοροποίηση πηγών χρηματοδότησης. Η προσέλκυση ξένων επενδυτικών κεφαλαίων απαιτείται για την περαιτέρω μείωση του επενδυτικού κενού το οποίο, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, έχει υποχωρήσει από 11,5% το 2019 σε 8,7% του ΑΕΠ το 2022 παραμένει όμως κορυφαία πρόκληση. Προς το σκοπό αυτό, απαιτείται βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, ώστε να διευκολυνθεί η εισροή ξένων άμεσων επενδύσεων. Ταυτόχρονα όμως απαιτείται και η αναβάθμιση των δυνατοτήτων χρηματοδότησης των ελληνικών επιχειρήσεων μέσω διεθνών επενδύσεων χαρτοφυλακίου (υπό τη μορφή εκδόσεων χρέους και μετοχικών συμμετοχών). Η διαφοροποίηση των πηγών χρηματοδότησης με αξιοποίηση των κεφαλαιαγορών, καθώς και μετοχικών σχημάτων τύπου Venture Capital (που επενδύουν σε νέες επιχειρήσεις υψηλής τεχνολογίας) και Private Equity (που επενδύουν σε επιχειρήσεις μη εισηγμένες στο χρηματιστήριο), ή μέσω εναλλακτικών πηγών όπως η συμμετοχική χρηματοδότηση (crowdfunding), η λειτουργία των επιχειρηματικών αγγέλων (business angels) και οι επιταχυντές των νεοφυών επιχειρήσεων (startup accelerators), είναι απαραίτητη προϋπόθεση ώστε να βελτιωθεί η πρόσβαση στη χρηματοδότηση και να επιταχυνθεί η υλοποίηση νέων ιδιωτικών επενδύσεων, ιδίως στον τομέα της τεχνολογίας. Ωστόσο, κάτι τέτοιο απαιτεί και βελτίωση της ποιότητας των λογιστικών καταστάσεων και συνολικά της εταιρικής διακυβέρνησης, ώστε να ξεπεραστούν προβλήματα ασύμμετρης πληροφόρησης που εμποδίζουν την είσοδο δυνητικά ενδιαφερόμενων διεθνών επενδυτών.
    • Παρεμβάσεις στη δημόσια διοίκηση για βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος. Καταπολέμηση της γραφειοκρατίας και ψηφιακός μετασχηματισμός της δημόσιας διοίκησης, αλλά και η βελτίωση της φορολογικής διοίκησης και την απλοποίηση του φορολογικού συστήματος που θα μπορούσε να ενισχύσει την ασφάλεια δικαίου για τους επενδυτές και να βοηθήσει στην αντιμετώπιση του επενδυτικού κενού.  Παράλληλα, απαιτείται η άρση των κανονιστικών περιορισμών στην πρόσβαση και την άσκηση ορισμένων επαγγελματικών υπηρεσιών, οι οποίοι παραμένουν υψηλότεροι από ό,τι κατά μέσο όρο στην ΕΕ.
    • Όχι στον «πληθωρισμό κερδών» από τις επιχειρήσεις. Βραχυπρόθεσμα οι έλεγχοι πρέπει να εντατικοποιηθούν, μεσομακροπρόθεσμα όμως πρέπει να ενισχυθεί ο ανταγωνισμός στις αγορές  προϊόντων, με άρση των πάσης φύσεως ρυθμιστικών εμποδίων στον ανταγωνισμό ώστε να διευκολυνθεί η είσοδος νέων επιχειρήσεων. Παράλληλα, οι μισθολογικές αυξήσεις θα πρέπει να είναι τέτοιες ώστε να καλύπτουν την απώλεια αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων, χωρίς όμως να δημιουργούν ένα σπιράλ αυξήσεων μισθών-τιμών. Επιπλέον, τα μέτρα στήριξης για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης θα πρέπει να αποσυρθούν, όσο οι επιπτώσεις των κρίσεων σταδιακά υποχωρούν. Σε περίπτωση που υπάρξει αναζωπύρωση της ενεργειακής κρίσης λόγω των πρόσφατων εξελίξεων στη Μέση Ανατολή και κριθεί ότι χρειάζονται νέα μέτρα στήριξης, αυτά θα πρέπει να είναι προσωρινά και στοχευμένα στις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες.
    • Αξιοποίηση του ΤΑΑ και του ΕΣΠΑ 2021 – 2027 για επενδύσεις σε οικονομικά και περιβαλλοντικά βιώσιμους τομείς υψηλής τεχνολογίας, οι οποίοι έχουν εξαγωγικό προσανατολισμό, καθώς και στη βελτίωση των υποδομών.
    • Η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής θα δημιουργήσει επιπλέον δημοσιονομικό χώρο, ικανό για μια ευρύτερη μεταρρύθμιση του φορολογικού συστήματος και την προώθηση της φορολογικής δικαιοσύνης. Μέτρα προς αυτή την κατεύθυνση περιλαμβάνουν: (α) την περαιτέρω διεύρυνση των ηλεκτρονικών συναλλαγών με την επέκταση της χρήσης των φορητών μηχανών διενέργειας συναλλαγών (POS) σε περισσότερες οικονομικές δραστηριότητες, (β) την παροχή κινήτρων για πληρωμές μέσω χρεωστικών καρτών και τραπεζών, (γ) την παροχή κινήτρων με τη μορφή φοροαπαλλαγών για την αποκάλυψη συναλλαγών σε κλάδους υψηλής φοροδιαφυγής, (δ) τη συνέχιση της αναβάθμισης των ηλεκτρονικών εργαλείων της ΑΑΔΕ, που διευρύνει τις δυνατότητες διαχείρισης και αξιοποίησης των πληροφοριών οι οποίες συλλέγονται μέσω των ηλεκτρονικών συναλλαγών και διευκολύνει τη διεξαγωγή αυξημένων και πιο αποτελεσματικών ελέγχων και την επιτυχή επιβολή κυρώσεων, και (ε) την προσπάθεια καλλιέργειας φορολογικής συνείδησης και φορολογικής παιδείας.
    • Μείωση του λόγου δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ. Το πρωτογενές πλεόνασμα σε κυκλικά διορθωμένους όρους υπολείπεται ακόμη του 2% του ΑΕΠ, γεγονός που σημαίνει ότι δεν δημιουργείται το απαραίτητο δημοσιονομικό απόθεμα ασφαλείας. Παρότι δεν υπάρχουν άμεσοι κίνδυνοι για το δημόσιο χρέος από την άνοδο των επιτοκίων, εξαιτίας των ευνοϊκών χαρακτηριστικών του, θα πρέπει να τονιστεί ότι αυτά δεν είναι μόνιμα. Παρέχουν μόνο ένα σημαντικό παράθυρο ευκαιρίας προκειμένου το δημόσιο χρέος να παραμείνει βιώσιμο κατά την επερχόμενη σταδιακή λήξη και αντικατάσταση των ευνοϊκών δανείων, που χορηγήθηκαν στο πλαίσιο των μνημονίων, με νέο δανεισμό σε όρους αγοράς. Δύο είναι οι προϋποθέσεις προκειμένου να αξιοποιηθεί αυτό το παράθυρο ευκαιρίας. Πρώτον, η διαφύλαξη της δημοσιονομικής αξιοπιστίας με δημιουργία αποθεμάτων σε περιόδους ευνοϊκής οικονομικής συγκυρίας και δεύτερον, δεδομένης της υψηλής αβεβαιότητας, ο μεσοπρόθεσμος σχεδιασμός της δημοσιονομικής πολιτικής θα πρέπει να δίνει μεγάλη έμφαση στην αξιολόγηση των κινδύνων και στη δημιουργία ικανών δημοσιονομικών αποθεμάτων διαχρονικά, ώστε να υπάρχει δυνατότητα στήριξης της οικονομίας σε περιόδους κρίσης.
    • Αντιμετώπιση των προκλήσεων των φυσικών καταστροφών εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής. Η πρόσφατη εμπειρία των καταστροφικών επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής, και ειδικότερα στην περιοχή του ευρωπαϊκού νότου, κατέδειξε την ανάγκη πρόβλεψης ειδικών κονδυλίων για έργα προσαρμογής και για την παροχή έκτακτης βοήθειας, πέρα από τις απαραίτητες επενδύσεις για έργα μετριασμού των επιπτώσεων της κλιματικής κρίσης σε μεσομακροπρόθεσμο ορίζοντα. Το αυξημένο κόστος των φυσικών καταστροφών θα πρέπει να καλύπτεται είτε από ευρωπαϊκά κονδύλια είτε από πρόσθετες πηγές εθνικών εσόδων, ώστε να μη διαταράσσεται η δημοσιονομική σταθερότητα. Παράλληλα, η συνεισφορά του ιδιωτικού τομέα στην αντιμετώπιση των κινδύνων της κλιματικής αλλαγής, μέσω της προώθησης της ιδιωτικής ασφάλισης περιουσιακών στοιχείων, κρίνεται επιβεβλημένη.
    • Αντιμετώπιση του προβλήματος της αναντιστοιχίας μεταξύ ζητούμενων και προσφερόμενων θέσεων εργασίας και η αύξηση της συμμετοχής των γυναικών στο εργατικό δυναμικό
    • Ενίσχυση της ανθεκτικότητας του τραπεζικού τομέα. Η ποιότητα των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων των ελληνικών τραπεζών παραμένει χαμηλή, καθώς οι οριστικές και εκκαθαρισμένες αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (DTC) εξακολουθούν να αποτελούν μεγάλο μέρος των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών. Επιπλέον, οι ελληνικές τράπεζες καλούνται να αντιμετωπίσουν προκλήσεις το επόμενο διάστημα, όπως η ενδεχόμενη αύξηση του κόστους χρηματοδότησης (μεταξύ άλλων λόγω της επίπτωσης από τις εκδόσεις ομολόγων με σκοπό την κάλυψη της Ελάχιστης Απαίτησης Ιδίων Κεφαλαίων και Επιλέξιμων Υποχρεώσεων – MREL) και η ανάγκη για περαιτέρω μείωση του δείκτη ΜΕΔ στο επίπεδο του ευρωπαϊκού μέσου όρου, σε ένα περιβάλλον αυξημένων επιτοκίων για μακρότερο χρονικό διάστημα. Στο πλαίσιο αυτό, οι τράπεζες οφείλουν να ενισχύσουν περαιτέρω τα κεφαλαιακά τους αποθέματα αξιοποιώντας την αυξημένη κερδοφορία, η οποία διαμορφώνει ευνοϊκές συνθήκες για την εσωτερική δημιουργία κεφαλαίου. Τέλος, απαιτείται περαιτέρω διερεύνηση της διασύνδεσης των κινδύνων της κλιματικής αλλαγής με το χρηματοπιστωτικό σύστημα.
    • Αντιμετώπιση του ιδιωτικού χρέους που είναι εκτός τραπεζικού τομέα. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με την παροχή διατηρήσιμων λύσεων ρύθμισης για τους “βιώσιμους” πιστούχους και τη ρευστοποίηση των εμπράγματων εξασφαλίσεων για τις υπόλοιπες περιπτώσεις. Εν προκειμένω, ο ρόλος των εταιριών διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις είναι ιδιαίτερα σημαντικός. Η ενσωμάτωση της Οδηγίας 2021/2167, που θέτει το νέο νομοθετικό πλαίσιο των εν λόγω εταιριών διαχείρισης, αναμένεται να λειτουργήσει υποστηρικτικά, μεταξύ άλλων, σε θέματα εταιρικής διακυβέρνησης, αλλά και δίκαιης μεταχείρισης των δανειοληπτών.

    Διαβάστε επίσης:

    Στουρνάρας: Η ελληνική οικονομία προβλέπεται να αναπτυχθεί με ταχύτερους ρυθμούς από την ευρωζώνη
    ΤτΕ: Στο 2,5% η ανάπτυξη της Ελλάδας το 2024 – Οι 5 προκλήσεις και οι 11 προτάσεις
    ΤτΕ: Στα 7,11 δισ. ευρώ το πρωτογενές πλεόνασμα στο 11μηνο (Πίνακας)
     



    ΣΧΟΛΙΑ